17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΣχολιάζοντας μια ποινική υπόθεση

Σχολιάζοντας μια ποινική υπόθεση [Μέρος Β’]


Της Καρολίνας Σόμπτσυκ,

Σε προηγούμενο άρθρο, ορμώμενοι από τη μήνυση των συγγενών των θυμάτων για εγκλήματα σχετικά με το σιδηροδρομικό δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, είδαμε ποιες σκέψεις πρέπει να κάνουμε, όταν ακούμε ότι έγινε κάποιο έγκλημα. Αρχικά, είδαμε τι ακριβώς είναι ένα έγκλημα, με βάση τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Μετά τον μπούσουλα αυτόν του άρ. 14 ΠΚ του Γενικού Μέρους, ανατρέξαμε στο Ειδικό Μέρος (που περιλαμβάνει διατάξεις που τυποποιούν εγκλήματα) και εντοπίσαμε τα άρθρα που περιγράφουν την αντικειμενική υπόσταση των 9 εγκλημάτων της μήνυσης.

Τονίζεται ξανά ότι σκοπός είναι αποκλειστικά η επεξήγηση βασικών νομικών όρων. Η επιλογή του περιστατικού έγινε, διότι ο σχετικός διάλογος είναι ιδιαίτερα έντονος στην ελληνική επικαιρότητα κυρίως, όμως, διότι προσφέρει πανεποπτεία στην αντιμετώπιση μιας σύνθετης ποινικής υπόθεσης, μέσα από την συνοπτική, συγκεντρωτική και συγκριτική ανάλυση εννοιών του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, με ταυτόχρονη εφαρμογή τους σε εγκλήματα από διάφορα κεφάλαια του ΠΚ.

Συνεχίζοντας τη μελέτη, συναντούμε τους εξής όρους του Γενικού Μέρους: παράλειψη, απόπειρα, κακούργημα, συρροή.

Η παράλειψη του άρ. 14 παρ. 2 ΠΚ είναι το ένα από τα 2 είδη συμπεριφοράς, που αντιμετωπίζονται ως δυνατοί τρόποι τέλεσης γενικά ενός εγκλήματος. Ο άλλος είναι η θετική ενέργεια του άρ. 14 παρ. 1. Παραλείπω να πράξω σημαίνει ότι αδρανώ ως προς αυτό που αναμένεται κοινωνικώς συγκεκριμένα από εμένα να πράξω. Προϋποτίθεται ότι η αδράνεια είναι αυτή που οδηγεί στο αποτέλεσμα, δηλαδή είναι η αιτιακή συνθήκη που επιτρέπει την επέλευσή του. Επιπλέον, αναφέραμε ήδη ότι τα εγκλήματα διακρίνονται σε συμπεριφοράς («τυπικά») και αποτελέσματος («ουσιαστικά») και περιγράφουν αντίστοιχα είτε μια συμπεριφορά που τιμωρείται είτε ένα αποτέλεσμα που καθιστά τιμωρητέα τη συμπεριφορά που το προκάλεσε. Επομένως, τα 2 είδη μπορούν να συνδυαστούν με την έννοια της παράλειψης ως εξής: τα τυπικά εάν περιγράφουν μια θετική ενέργεια, λέγονται (Μανωλεδάκης: γνήσια) εγκλήματα κίνησης, ενώ εάν περιγράφουν μια παράλειψη, λέγονται γνήσια(ς) παράλειψης.

Πηγή εικόνας: kathimerini.gr, Φωτ. AP

Αντίστοιχα, στα ουσιαστικά, το ίδιο αξιόποινο αποτέλεσμα μπορεί να επιφέρει είτε μια θετική ενέργεια είτε μια παράλειψη, οπότε έχουμε μη γνήσια εγκλήματα κίνησης και μη γνήσια παράλειψης. Όταν έχουμε ένα τυπικό έγκλημα, λοιπόν, επικαλούμαστε απλώς τη διάταξη που περιγράφει την «απαγορευμένη» συμπεριφορά. Όταν, όμως, έχουμε ένα ουσιαστικό, επικαλούμαστε το άρθρο που περιγράφει το αποτέλεσμα της πράξης που έχουμε μπροστά μας και επιπλέον, το άρ. 15 ΠΚ, δυνάμει του οποίου η παράλειψη εξομοιώνεται με θετική ενέργεια. Ωστόσο, έχουμε την περαιτέρω προϋπόθεση στο άρ. 15 να έχει ο δράστης ιδιαίτερη νομική (και όχι π.χ. γενική, αόριστη ή ηθική) υποχρέωση να αποτρέψει το επικείμενο βλαπτικό αποτέλεσμα. Αυτή η υποχρέωση προς ενέργεια αποτροπής πρέπει να στηρίζεται στο νόμο, σε σύμβαση (γραπτή ή προφορική, ακόμη και σε φιλική συμφωνία για ανάληψη ευθύνης, π.χ. σε μεταφέρω με όχημα) ή σε προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του δράστη (παράνομη ή νόμιμη-π.χ. σε χτυπάω με το αυτοκίνητο ή κατασκευάζω ένα κτίριο).

Προχωράμε σε μια έννοια, που τυποποιεί «στρατηγικά» πλήθος συμπεριφορών. Η απόπειρα αποτελεί μαζί με τη συμμετοχή, όπως λέμε, γενική διεύρυνση του αξιοποίνου. Δηλαδή, αντί να τιμωρούμε μόνο, όταν έχουμε έναν δράστη/ένα πλήρες έγκλημα/έναν νόμο, τιμωρούμε και περιπτώσεις που παρεκκλίνουν από αυτό το μοτίβο. Στη μεν απόπειρα τελείται κάτι λιγότερο, ένα κομμάτι μιας πράξης που τυποποιείται στα άρθρα του Ειδικού Μέρους (ή ειδικών ποινικών νόμων). Επειδή είπαμε ότι στο Ποινικό Δίκαιο είμαστε υποχρεωμένοι να τιμωρήσουμε μόνο και ακριβώς ό,τι περιγράφει ο νόμος, με τις γενικές διατάξεις για την απόπειρα κατόρθωσε ο νομοθέτης να ποινικοποιήσει και όλες εκείνες τις περιπτώσεις, όπου ξεκινά η τέλεση ενός εγκλήματος, όμως διακόπτεται ή το αποτέλεσμα δεν επέρχεται. Χωρίς αυτήν, θα αφήναμε ατιμώρητους κυριολεκτικά όλους, όσοι ξεκινούν να διαπράττουν ένα έγκλημα, όμως για κάποιον λόγο αυτό δεν ολοκληρώνεται έτσι, όπως το περιγράφει ο νόμος.

Στη δε συμμετοχή έχουμε μια «κυρίως» πράξη ενός προσώπου (φυσικού αυτουργού) ολοκληρωμένη ή σε απόπειρα, εννοείται ότι μας ενδιαφέρουν και οι 2, αλλά σε αυτήν άμεσα ή εμμέσως συμμετέχει και ένα ακόμη πρόσωπο βοηθητικά και σε εξάρτηση από την πράξη του φυσικού αυτουργού ως: συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος και απλός συνεργός, προβοκάτορας/κολοβός ηθικός αυτουργός. Η ηθική αυτουργία είναι η μόνη μορφή συμμετοχής, που μπορεί να τελεστεί με ενδεχόμενο δόλο. Θα δούμε στη συνέχεια, σε τι μας χρησιμεύει αυτό.

Μια σύντομη διευκρίνηση είναι απαραίτητο να δοθεί για την υποκειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος. Πρόκειται για την ψυχική στάση του δράστη απέναντι στο «κακό» που κάνει. Για να τιμωρηθεί, θα πρέπει κατά το άρ. 26ΠΚ να έχει καταρχήν δόλο, ενώ από αμέλεια θα τιμωρηθεί, μόνο εάν ρητά κάποιο άρθρο τιμωρεί το συγκεκριμένο έγκλημα και από αμέλεια (π.χ. ανθρωποκτονία από αμέλεια του 302 ξεχωριστά από το 299 και τιμωρείται κατά το 302). Ο δόλος μας ενδιαφέρει στην παρούσα μελέτη. Έχουμε 3 βαθμούς δόλου, ανάλογα με την «έντασή» του: γνωρίζω + επιδιώκω (άμεσος α’ βαθμού), γνωρίζω + αποδέχομαι (άμεσος β’), πιθανολογώ + αποδέχομαι (ενδεχόμενος). Κάθε έγκλημα απαιτεί διαφορετικό βαθμό δόλου, ανάλογα με τη διατύπωση της σχετικής διάταξης. Το πώς βρίσκουμε, τι δόλο είχε ένας δράστης, είναι ζήτημα απόδειξης και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες που τελείται μια πράξη.

Πηγή εικόνας: wikimedia.org, Δικαιώματα Χρήσης: Michael Beckwith

Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τα παραπάνω στις αντικειμενικές υποστάσεις των 9 εγκλημάτων της μήνυσης, καταλήγουμε στις εξής απαντήσεις:

1. & 2. & 3. Ο μηνυόμενος έχει τελέσει (ως φυσικός αυτουργός, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων περί συμμετοχής) τα 299/309/310 ΠΚ + 15 ΠΚ, διότι είχε, λόγω της εργασιακής θέσης του, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να απαγορεύσει τη λειτουργία των σιδηροδρόμων (μέχρι την αποκατάσταση των συστημάτων ασφαλείας, την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του σταθμάρχη της βάρδιας, κλπ). Οπότε η παράλειψή του (από τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο) ήταν αυτή που δρομολόγησε την αιτιακή διαδρομή προς το θάνατο, τον τραυματισμό και τον κίνδυνο των επιβατών. Επίσης, τα παραπάνω τέλεσε και σε απόπειρα για όσους επιβάτες δεν έπαθαν τίποτα, με τα 299/309/310 ΠΚ + 15 ΠΚ + 42 παρ. 1 ΠΚ.

4. Πριν τη σύγκρουση, τέλεσε το 306 παρ. 2 α’+β’ (ομοίως, τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο). Τελέστηκε με τον τρόπο της παρ. 1 α’, δηλαδή ως πολύτροπο/μικτό μπορεί να τελεστεί με κίνηση στο 306 παρ. 1 α’ (ή αν παραλείψω κίνηση έχοντας ι. ν. υ. να πράξω, αναφέρω μαζί το 15 ΠΚ) ή με παράλειψη (γνήσιας παράλειψης) με τις προϋποθέσεις του 306 παρ. 1 β’. Άρα εδώ τελεί το 306 παρ. 2 α’+β’ + 15 ΠΚ, με ι. ν. υ. όπως στα εγκλ. 1-3. Οι μηνυτές μιλούν για κακουργηματική έκθεση, άρα πάμε και στα 2 εδάφια της παρ. 2 (κακούργημα είναι το έγκλημα που τιμωρείται με κάθειρξη, ήτοι 5χρ. 1ημ-25χρ., βλέπε συνδυαστικά τα άρθρα 18 β’ & 52 παρ. 2 ΠΚ). Εδώ δεν έχουμε απόπειρα, γιατί το έγκλημα ολοκληρώνεται, μόλις το θύμα βρεθεί απλώς σε κίνδυνο.

5. & 6. Τελέστηκαν τα 291 παρ. 1 εδάφιο ε’ γγ&δδ & παρ. 1, τελευταίο εδάφιο/390 παρ. 2 ΠΚ. Και εδώ σε βαθμό κακουργήματος, άρα πάμε στις παραγράφους με ποινή κάθειρξης.

7. & 8. & 9. Ο μηνυόμενος έχει τελέσει τα 259/232/231 ΠΚ ως φυσικός αυτουργός.

Η ηθική αυτουργία του μηνυόμενου με ενδεχόμενο δόλο θα ήταν επίσης μια πιθανή εκδοχή, στα εγκλήματα που διέπραξαν (τα περισσότερα δια παραλείψεως) οι αρμόδιοι υπάλληλοι των Υπουργείων και των σιδηροδρόμων. Δηλαδή, θα μπορούσε να έχει πει ο μηνυόμενος «γνωρίζω ως ενδεχόμενα το θάνατο κλπ. λόγω των ανεπαρκών υποδομών και τα αποδέχομαι, όμως εσείς θέλω να συνεχίσετε να λειτουργείτε τις γραμμές». Άρα, οι δικές τους παραλείψεις και πράξεις θα μπορούσαν να χρεωθούν αμέσως στον Yπουργό.

Πηγή εικόνας: freepik.com, Δικαιώματα Χρήσης: user6724086

Τέλος, οι μηνυτές αναφέρουν ότι τα εγκλήματα 1-4 τελέστηκαν κατά συρροή. Συρροή έχουμε, όταν τελούνται περισσότερα από ένα εγκλήματα με μια ή περισσότερες πράξεις. Έχουμε πρώτα τη διάκριση σε κατ’ ιδέαν (με την ίδια πράξη γίνονται περισσότερα εγκλήματα) και πραγματική συρροή (με πολλές πράξεις γίνονται πολλά εγκλήματα). Εδώ, η παράλειψη με το 15 ΠΚ που επέφερε τα 4 αυτά αποτελέσματα είναι μία: δεν απαγόρευσε την εκκίνηση των τρένων εκείνο το μοιραίο βράδυ. Άρα έχουμε εδώ συρροή κατ’ ιδέαν. Επίσης, διακρίνουμε σε συρροή φαινόμενη (αυτοτελής απαξία για κάθε έγκλημα, τιμωρούμαι για ένα προς ένα τα έννομα αγαθά που προσβάλλω, π.χ. και για τις 57 ζωές που χάθηκαν ξεχωριστά) και αληθινή (αν τα έννομα αγαθά των εγκλημάτων μου σχετίζονται, μπορεί να τιμωρηθώ μόνο για το «ισχυρότερο» που θα απορροφήσει το άλλο που έτσι αλλιώς το προσβάλλω με το βαρύτερη πράξη μου, π.χ. η απόπειρα ανθρωποκτονίας πέρασε πρώτα από την απόπειρα βαριάς σωματικής βλάβης).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Τέμπη: Μήνυση στον Κυριάκο Μητσοτάκη και άλλους 16 κατέθεσαν οι συγγενείς (βίντεο, φωτ.) makthes.gr, διαθέσιμο εδώ 

  • Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, 7η έκδοση, 2005, Εκδόσεις Σάκκουλα

  • Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, Έκδοση 2006, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Καρολίνα Σόμπτσυκ
Καρολίνα Σόμπτσυκ
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Χανιά. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και επαγγελματικά έχει στραφεί στη Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων. Αγαπά πολύ να ταξιδεύει, να μαθαίνει καινούριες γλώσσες και να διαβάζει ο,τιδήποτε βρεθεί στα χέρια της. Πιστεύει ότι οι δημιουργικές δραστηριότητες είναι η πιο αξιόλογη μορφή ψυχαγωγίας και η σοφότερη επένδυση ελεύθερου χρόνου.