Της Στέλλας Κίζυλη,
Θεμελιώδης έννοια του Αστικού Δικαίου, τόσο από θεωρητική όσο και από πρακτική άποψη, είναι αναμφίβολα αυτή της αδικοπραξίας. Ως «αδικοπραξία» ορίζεται μια ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία αποδοκιμάζεται από το δίκαιο και γεννά ευθέως –βάσει νόμου– ευθύνη σε αποζημίωση. Η ευθύνη από αδικοπραξία είναι πρωτογενής, προβλέπεται, δηλαδή, ευθέως στον ίδιο τον νόμο, σε αντίθεση με την ευθύνη από δικαιοπραξία, η οποία γεννάται στη βάση μιας προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης που συνδέει τον δικαιούχο και τον υπόχρεο σε αποζημίωση.
Η αδικοπρακτική ευθύνη, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 914 του ΑΚ, προϋποθέτει νόμιμο λόγο ευθύνης, ζημία και αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης και στη ζημία. Ειδικότερα, για τη γέννηση της σχετικής αξίωσης χρειάζεται παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, δηλαδή συμπεριφορά αντίθετη προς έναν απαγορευτικό κανόνα δικαίου και αποδιδόμενη σε δόλο ή σε αμέλεια του υπόχρεου σε αποζημίωση. Η παράνομη συμπεριφορά προσλαμβάνει μία ευρύτερη έννοια, συμπεριλαμβάνοντας και περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρανομία συνίσταται όχι μόνο στην παράβαση απαγορευτικών διατάξεων του γραπτού δίκαιου, αλλά και στην παράβαση των άγραφων γενικών αρχών της έννομης τάξης. Έτσι, παράνομη συμπεριφορά αποτελεί και η παράβαση των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, καθώς και των άγραφων κανόνων επιμέλειας, που οι ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής συμβίωσης επιβάλλουν την τήρησή τους στις συναλλαγές.
Η υπαιτιότητα, ως προϋπόθεση για τη γένεση της αδικοπρακτικής ευθύνης, συνίσταται στο αν η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση οφείλεται σε δόλο ή σε αμέλειά του. Με άλλα λόγια, αυτό που κρίνεται είναι το αν επεδίωκε την τέλεση της πράξης ή αν μπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσμα της πράξης του και παρόλα αυτά το έπραξε. Έτσι, ευθύνη μπορεί να προκύπτει, εκτός από τις περιπτώσεις δόλου, και σε περιπτώσεις αμέλειας, όταν ο δράστης είτε δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη προσοχή, ώστε να προβλέψει το αποτέλεσμα της πράξης του και να το αποτρέψει ή να αποφύγει γενικά την τέλεση μιας επιζήμιας πράξης, είτε επιχειρεί την πράξη, προβλέποντας μεν το αποτέλεσμα της πράξης, ελπίζοντας δε ότι το αποτέλεσμα δεν θα επέλθει. Βέβαια, για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου ως υπαιτίου, απαραίτητο είναι το άτομο αυτό να έχει ικανότητα να αντιληφθεί το παράνομο ή το άδικο της συμπεριφοράς του και να συμμορφωθεί προς την αντίληψή του αυτή, να υπάρχει, δηλαδή, ικανότητα για καταλογισμό.
Πέρα από την υπαιτιότητα, προϋπόθεση της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι αναντίρρητα η ζημία. Ζημία είναι κάθε βλάβη που υφίσταται το άτομο στα περιουσιακά ή στα μη περιουσιακά έννομα αγαθά του. Έτσι, ζημία αποτελεί τόσο η πραγματική μείωση της περιουσίας ενός προσώπου και η ματαίωση της πιθανότητας επαύξησής της, όσο και η ηθική βλάβη, δηλαδή η ζημία που υφίσταται το άτομο από την προσβολή μη περιουσιακών εννόμων αγαθών, όπως η ζωή, η τιμή, η υγεία και η ελευθερία. Η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, μάλιστα, είναι στοιχείο που διακρίνει την αδικοπρακτική από τη δικαιοπρακτική ευθύνη, αφού στην τελευταία αποκαθίσταται μόνο η περιουσιακή ζημία.
Η ζημία είναι απαραίτητο να συνδέεται με τον νόμιμο λόγο ευθύνης, να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ τους. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι η ζημία είναι αποτέλεσμα της παράνομης συμπεριφοράς και όχι άλλων εξωγενών ή τυχαίων παραγόντων που μεσολάβησαν. Για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες, κυρίαρχη εκ των οποίων φαίνεται να είναι η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας. Βάσει αυτής, η ζημιογόνα συμπεριφορά ήταν καθαυτή ικανή και «πρόσφορη», χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, κατά χρόνο και υπό τις συνθήκες που εκδηλώθηκε, να προκαλέσει το επιζήμιο αποτέλεσμα. Το αν ορισμένη συμπεριφορά ήταν πρόσφορη αιτία ενός αποτελέσματος, θα κριθεί από το αν ένας μέσος συνετός παρατηρητής, τοποθετούμενος στο χρονικό σημείο, κατά το οποίο εκδηλώθηκε η συμπεριφορά και με τα τότε δεδομένα, μπορούσε να προβλέψει την επέλευση της ζημίας.
Με την κατάφαση των ανωτέρω προϋποθέσεων γεννάται αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία εν ολίγοις είναι ευθύνη σε αποζημίωση. Η αποζημίωση αποσκοπεί στην εν όλω αποκατάσταση της ζημίας, είτε αυτή είναι περιουσιακή είτε ηθική βλάβη είτε συνδυασμός και των δύο, επαναφέροντας τον ζημιωθέντα στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την επέλευση της ζημίας. Καταβάλλεται καταρχήν σε χρήμα και κατ’ εξαίρεση σε είδος, με αποκατάσταση της «προτέρας κατάστασης», περιλαμβάνει τόσο τη θετική περιουσιακή ζημία και το διαφυγόν κέρδος όσο και την ηθική βλάβη και προσδιορίζεται με βάση τη συγκεκριμένη και όχι την αφηρημένη ζημία του ζημιωθέντος. Ακόμη, η αποζημίωση καλύπτει τις άμεσες και τις έμμεσες ζημίες, στον βαθμό που ήταν δυνατό να προβλεφθούν, τις παρούσες αλλά και τις μέλλουσες, στο μέτρο που ήταν αντικειμενικά δυνατό να προβλεφθούν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων.
Εν κατακλείδι, η καθιέρωση της ευθύνης από αδικοπραξία και, κατ’ επέκταση, της υποχρέωσης αποζημίωσης, μετουσίωσε την αντίληψη των σύγχρονων εννόμων τάξεων ότι είναι απαραίτητο αυτός που προκάλεσε τη ζημία σε ένα πρόσωπο να την αποκαθιστά, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυχόν έννομης σχέσης μεταξύ τους, σε βασική αποστολή του δικαίου της αστικής ευθύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πάνος Κ. Κορνηλάκης, Επίτομο- Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 3 η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019