Του Δημήτρη Σπυριδάκη,
Τα αποτελέσματα των Eκλογών της 25ης Ιουνίου σηματοδοτούν τη λήξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου και την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Η ετυμηγορία της κάλπης προσφέρεται για να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα, τόσο για τις ριζικές αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό σκηνικό της χώρας όσο και για τη μετατόπιση της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος.
Ξεκινώντας, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη επανέλαβε τον θρίαμβο της 21ης Μαΐου, συγκεντρώνοντας ποσοστό 40.55%, το οποίο μεταφράζεται με το ισχύον εκλογικό σύστημα, αλλά και τον αριθμό των κομμάτων με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε 158 έδρες. Δεύτερος με μεγάλη διαφορά τερμάτισε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με ποσοστό 17.84%, συγκεντρώνοντας 48 έδρες και παρουσιάζοντας σοβαρή μείωση της εκλογικής του ισχύος. Ακολουθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με 11.85% και 32 έδρες, αυξάνοντας κατά μισή περίπου μονάδα το ποσοστό του. Κερδισμένο και το Κ.Κ.Ε. με 7.69% και 20 έδρες, ενώ στo ίδιo ποσοστό (4.44%) έμεινε η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου (12 έδρες). Στις εκπλήξεις της εκλογικής βραδιάς συγκαταλέγεται η παρουσία τριών νέων κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Συγκεκριμένα, οι Σπαρτιάτες με 4.64%, η ΝΙΚΗ με 3.69% και η Πλεύση Ελευθερίας με 3.17% πέτυχαν την παρθενική τους συμμετοχή στη Βουλή, συγκεντρώνοντας 12, 10 και 8 έδρες αντίστοιχα.
Στην Πειραιώς έχουν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν για το εκλογικό αποτέλεσμα, καθώς υπήρξε απόλυτη δικαίωση για το πρόσωπο και τις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι πολιτικές επιλογές του, αλλά και η προσκόλληση στο αφήγημα της σταθερής αυτοδυναμίας απέφεραν καρπούς, κερδίζοντας άλλη μια τετραετίας αυτοδύναμης Κυβέρνησης για τη Νέα Δημοκρατία. Ο Πρόεδρός της είναι πιο ελεύθερος από ποτέ να σχηματίσει την Κυβέρνηση που εκείνος επιθυμεί, χωρίς να είναι υπόχρεος στη διατήρηση κομματικών ισορροπιών, αφού η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του είναι αδιαμφισβήτητη. Η Νέα Δημοκρατία πολύ απλά προσέφερε αυτό που η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος επιθυμούσε: σταθερότητα και ασφάλεια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ορκίστηκε Πρωθυπουργός πριν από λίγα λεπτά παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ στις 17:00 αναμένεται να ανακοινωθεί η σύνθεση της νέας Κυβέρνησης.
Αντιθέτως, στα γραφεία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μόνο ικανοποίηση δεν μπορεί να επικρατεί. Η πτώση φαίνεται να μην έχει τέλος, με τα ποσοστά του να μειώνονται περαιτέρω και τη μάχη του προοδευτικού χώρου να χάνεται. Ένα είναι δεδομένο: Αν δεν αλλάξουν ρότα στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., το καράβι δεν θα σταματήσει να βουλιάζει. Ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία του για να επιβιώσει πολιτικά και να μην επιστρέψει στο περιθώριο που βρίσκονταν 13 χρόνια πριν. Ο Αλέξης Τσίπρας, στη δήλωσή του μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, έθεσε τον εαυτό του στην κρίση των οργάνων του κόμματος, τα οποία θα καθορίσουν αν θα παραμείνει στην ηγεσία. Το αν μπορεί να υπάρξει ΣΥ.ΡΙΖ.Α. χωρίς Τσίπρα εννοείται πως είναι μια άλλη συζήτηση…
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. βρίσκεται σε μια θέση που πρέπει αφενός να το χαροποιεί, αφετέρου να το προβληματίζει. Είναι εμφανές πως έχει ενισχύσει τις δυνάμεις του και πλέον βρίσκεται 5 μονάδες μακριά από την Αξιωματική Αντιπολίτευση και την αποκατάστασή του ως προοδευτικός πόλος του πολιτικού μας συστήματος. Ωστόσο, δεν μπορεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι αποτελεί μια σοβαρή πολιτική πρόταση. Από τη μια, η Νέα Δημοκρατία έχει εδραιωθεί στον χώρο του κέντρου, έχοντας πείσει τους ψηφοφόρους ότι αποτελεί τον καλύτερο εκφραστή του, ενώ, από την άλλη, δεν καταφέρνει να «επαναπατρίσει» ψηφοφόρους που ψήφισαν ΣΥ.ΡΙΖ.Α. τα προηγούμενα χρόνια. Η όλη αύξηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αποτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και όχι στη δική του επιτυχία να προβληθεί ως αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση.
Το Κ.Κ.Ε. κατάφερε να αυξήσει και σε αυτή την εκλογική του αναμέτρηση τα ποσοστά του, έχοντας καταφέρει να σπάσει το φράγμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων του και να προσελκύσει και νεότερους ψηφοφόρους. Σε αυτή την ενίσχυση συμβάλλει τόσο η επικοινωνιακή περσόνα του Γενικού του Γραμματέα, όσο και ο κατακερματισμός του ευρύτερου αριστερού χώρου.
Η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου κατάφερε να αντέξει και να διατηρήσει τη συσπείρωση των ψηφοφόρων της, παρά τον ανταγωνισμό που είχε στον ακροδεξιό χώρο τόσο από τη ΝΙΚΗ όσο και από τους Σπαρτιάτες. Παρά τα πλήγματα που δέχθηκε τις τελευταίες εβδομάδες, κατάφερε να επιβιώσει και να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική της παρουσία και στην επόμενη Βουλή.
Η ΝΙΚΗ του Δημητρη Νατσιού κατάφερε να επιβεβαιώσει τις προβλέψεις που την ήθελαν εντός Βουλής. Έχοντας ισχυρά ερείσματα στη Βόρεια Ελλάδα και τη στήριξη του έντονα θρησκευόμενου και «συντηρητικού» μέρους της κοινωνίας, πέτυχε να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Οι Σπαρτιάτες αποτελούν αναμφίβολα την έκπληξη της χθεσινής εκλογικής αναμέτρησης, πετυχαίνοντας το υψηλότερο ποσοστό εκ των τριών ακροδεξιών «πατριωτικών» κομμάτων, εξασφαλίζοντας 12 έδρες. Είναι βέβαιο πως αυτή η επιτυχία δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη σκιώδη στήριξη του καταδικασμένου πρώην βουλευτή της Χρυσής Αυγής, Ηλία Κασιδιάρη. Ο Κασιδιάρης, όντας ένα πρόσωπο με σημαντική επιρροή στο ακροδεξιό ακροατήριο, πέτυχε με τη δημόσια στήριξή του να «βάλει» τους Σπαρτιάτες στη Βουλή.
Τέλος, το εισιτήριο για τη νέα οκτακομματική Βουλή έλαβε η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, λαμβάνοντας ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από ό,τι εκτιμούσαν οι δημοσκοπήσεις. Έχοντας αντλήσει ψηφοφόρους τόσο από το Μέ.Ρ.Α.25 όσο και από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., παρουσιάζεται ως μια επιλογή για τους δυσαρεστημένους με τα συστημικά κόμματα ψηφοφόρους.
Κάνοντας μια αποτίμηση, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως υπάρχει μια συντηρητικοποίηση του εκλογικού σώματος και μια στροφή προς τα δεξιά. Πρόκειται για την πιο δεξιά Βουλή της Μεταπολίτευσης, καθώς 3 ακροδεξιά κόμματα θα βρίσκονται σε αυτήν. Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει άρδην και η παγωμένη λίμνη του δικομματισμού Ν.Δ.- ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει σπάσει για τα καλά, δημιουργώντας σημαντικές ανακατατάξεις. Η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται ανάμεσα σε μια καλπάζουσα κατακερματισμένη ακροδεξιά και μια, επίσης, κατακερματισμένη αριστερά που δεν έχει έναν σοβαρό εκφραστή. Αυτός είναι ο λόγος που η Νέα Δημοκρατία κέρδισε. Προσέφερε, δηλαδή, μια σοβαρή και αξιόπιστη κυβερνητική επιλογή σε ένα εκλογικό σώμα που ζητάει δύο πράγματα: ασφάλεια και σταθερότητα.