Της Γιώτας Κασάπη,
Μεταξύ των εκατοντάδων ημερών που αφιερώνονται στον εορτασμό ή στην υπενθύμιση σημαντικών γεγονότων, τα Ηνωμένα Έθνη καθόρισαν την ημέρα της 24ης Ιουνίου, ως Παγκόσμια Ημέρα των Γυναικών στη Διπλωματία. Αυτό το γεγονός δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από το αποτέλεσμα μιας αργής πορείας προς την πρόοδο στη διεθνή πολιτική, μιας και οι γυναίκες άργησαν να λάβουν αξιώματα που θα μπορούσαν να τις φέρουν στο κέντρο των διεθνών διαπραγματεύσεων.
Αν και κανείς θα περίμενε μια ραγδαία αύξηση στον αριθμό των γυναικών που εκτελούν διπλωματικά καθήκοντα συγκριτικά με το παρελθόν, η πραγματικότητα έρχεται να αποδείξει πως αυτό θα αργήσει να επιτευχθεί. Όπως αναφέρει η Dr. Sara Chehab σε έρευνά της στη διπλωματική Ακαδημία Anwar Gargash, ο Δείκτης για τις Γυναίκες στη Διπλωματία κατέδειξε, ότι μόνο ένα ποσοστό του 20.54% είναι γυναίκες πρέσβειρες ή μόνιμες διπλωματικές αντιπρόσωποι σε ένα δείγμα άνω των 12.000 διπλωματών από 193 χώρες των Ηνωμένων Εθνών το 2023. Οι αριθμοί αυτοί υπογραμμίζουν τη γυναικεία υποεκπροσώπηση σε τέτοια πόστα. Τα αίτια είναι πολλά και χωρούν εκατοντάδες αναλύσεις. Οι διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τις γυναίκες ανά κράτος και η αργή εισχώρηση της διάστασης του φύλου στη διεθνή πολιτική είναι λίγα από αυτά. Για την πλήρη κατανόηση των φαινομένων και της κατάληξης των καταστάσεων ωστόσο, αναγκαίος είναι ο εντοπισμός της αρχής του νήματος. Και η αρχή αυτής της «επανάστασης» επήλθε το 1923, 51 χρόνια μετά τη γέννηση μιας γυναίκας στην Αγία Πετρούπολη, το όνομα της οποίας ήταν Alexandra Kollontai και θεωρείται η πρώτη γυναίκα διπλωμάτης παγκοσμίως.
Από οικογένεια με προοδευτικές πολιτικές αντιλήψεις και ουκρανικό, ρωσικό και φινλανδικό υπόβαθρο, η τότε γεννημένη Alexandra Domontovich είχε έντονη προσωπικότητα και επαναστατικό πνεύμα. Ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία να μελετά τη πολιτική θεωρία, να μαθαίνει ξένες γλώσσες και να ασχολείται με τις τέχνες. Αφήνοντας πίσω την οικογένεια που η ίδια δημιούργησε με τον Vladimir Kollontai, για να αφοσιωθεί στο επαναστατικό κίνημα, έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό. Μελέτησε σε βάθος, τόσο στην Ελβετία όσο και στην Αγγλία, τις απαρχές του εργατικού κινήματος, ενώ οι συνθήκες εργασίας των γυναικών και η τότε πολιτική υφιστάμενη κατάσταση την έκαναν να στραφεί προς τον σοσιαλισμό. Το 1894 ασχολήθηκε με την παροχή βοήθειας σε πολιτικούς κρατούμενους και τον ακτιβισμό. Μελέτησε τον μαρξισμό, το έργο του August Bebel «Γυναίκα και Σοσιαλισμός» και το 1898 στάθηκε στο πλάι του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Εργάσθηκε γράφοντας άρθρα και βιβλία που αφορούσαν τη μελέτη της φινλανδικής πολιτικής κατάστασης.
Όταν το κόμμα χωρίστηκε το 1903, προσπάθησε να διατηρήσει μια ουδέτερη στάση. Ενώ αμφιταλαντεύτηκε για λίγο καιρό και εξερεύνησε και τα δύο σχήματα, διατήρησε καλές σχέσεις με σημαντικές προσωπικότητες των Μπολσεβίκων, όπως ο Lenin και ο Trotsky. Το 1906 λόγω διαφωνιών με τη πολιτική τους, εισχώρησε στους Μενσεβίκους. Μετά την έκδοση του «Φινλανδία και Σοσιαλισμός» στο οποίο ενθάρρυνε τους Φινλανδούς να αντισταθούν στη Ρωσική καταπίεση, εξορίστηκε στη Γερμανία, αφού δεν δίστασε να εκφράσει τις αντιθέσεις της και να ανακατευθυνθεί μέχρι να πράξει αυτό που θεωρούσε σωστό. Βρέθηκε σε πολλά άλλα κράτη και κοινωνίες με στόχο να προεκτείνει τη δράση της, όπως οι Η.Π.Α. και μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Είναι αξιοσημείωτο το ότι κατάφερε να προσέλθει σε 123 συναντήσεις, μιλώντας 4 διαφορετικές γλώσσες.
Κατά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η έντονη αποστροφή προς τον πόλεμο και η αντιπολεμική της δράση τράβηξαν τη προσοχή πάνω της. Οι σχετικές τοποθετήσεις της τη βρήκαν περισσότερο σύμφωνη με τους Μπολσεβίκους, τους οποίους ακολούθησε το 1915. Επιστρέφοντας σε μια νέα Ρωσία μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη, ήταν μια εκ των επικεφαλής στη Πετρούπολη και το 1917 ανέλαβε το αξίωμα της Επιτρόπου Κοινωνικής Πρόνοιας, αφού εξελέγη μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής. Είναι επίσης γνωστή για τη στάση της στη συνθήκη Brest-Litovsk μεταξύ της Ρωσίας και των Κεντρικών Δυνάμεων, καθώς ήταν κάθετη με την υπογραφή της, την ώρα που ο Lenin ήταν υπέρ και ο Trotsky πρότεινε καθυστέρηση της υπογραφής της. Οι αντιθέσεις αυτές την ώθησαν στο να ασκήσει εσωτερική κριτική και το 1921 ακολούθησε την Εργατική Αντιπολίτευση, μια αριστερή προέκταση του κόμματος με αρχηγούς τον Medvedev και τον Shliapnikov.
Στον Εμφύλιο Πόλεμο ταξίδεψε στην Ουκρανία, ως ανώτατο στέλεχος του Λαϊκού Κομισαριάτου σε θέματα κινητοποιήσεων και προπαγάνδας και μετά τον πόλεμο συνέχισε την φεμινιστική της καριέρα ως επικεφαλής του τμήματος γυναικών της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ. Το έργο της συσχετίστηκε με τις προσπάθειες για την ισότητα των φύλων και τη διαρκή ενημέρωση στους τομείς της εργασίας, της εκπαίδευσης και της οικογένειας. Δεν άργησε η ώρα που έδωσε διεθνή διάσταση στον αγώνα της, έπειτα από την κάλυψη θέσης γραμματέως της Διεθνούς Γραμματείας Γυναικών που υπαγόταν στη Κομμουνιστική Διεθνή.
Το προοίμιο της διπλωματικής της καριέρας είχε ήδη ξεκινήσει. Έχοντας αφήσει, ήδη, το στίγμα της στην εσωτερική πολιτική της χώρας, εμπνεύσει το σοσιαλιστικό και φεμινιστικό κίνημα ευρωπαϊκά και διεθνώς και συγκεντρώσει πληθώρα γνωσιακών εφοδίων, της ζητείται να εκτελέσει διπλωματικά καθήκοντα στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το 1923 τιτλοφορείται, ως η πρώτη παγκοσμίως γυναίκα πρέσβειρα, μιας και ορίζεται αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης στη Νορβηγία. Μέχρι το 1927, είχε ολοκληρώσει διπλωματικές εργασίες και στην Σουηδία και το Μεξικό. Η ΕΣΣΔ είχε αρχίσει να δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με τα παραπάνω κράτη, επιβεβαιώνοντας την παρουσία της, ως δυνατός παίκτης του διεθνούς πολιτικού παιχνιδιού.
Την επόμενη δεκαετία κατάφερε να γίνει μέλος της αντιπροσωπείας της ΕΣΣΔ στη Κοινωνία των Εθνών. Συνέχισε να εργάζεται στα Σκανδιναβικά κράτη, σε μια συνεχή και έντονη προσπάθεια να ανακόψει την ολοένα αυξανόμενη ναζιστική επιρροή. Καθοριστική για τη διεθνή ιστορία ήταν και η διαμεσολάβησή της στις σουηδικές και σοβιετικές συζητήσεις κατά τη περίοδο του πολέμου της ΕΣΣΔ με τη Φινλανδία, κατά τις οποίες επιδίωξε και κατάφερε να «καθησυχάσει» τους Σουηδούς, οι οποίοι ήταν, αν μη τι άλλο, το μαξιλάρι μεταξύ των εμπόλεμων μερών, αλλά και να διαπραγματευτεί το τέλος του πολέμου.
Η προσφορά της στη σοβιετική διπλωματία αλλά και στα κινήματα που στήριξε ενεργά ήταν τέτοια, ώστε το 1945 να προταθεί από μια νορβηγική ομάδα για Βραβείο Ειρήνης Νόμπελ. Παρά τη στήριξη της πρότασης από πολιτικά πρόσωπα της σουηδικής πολιτικής σκηνής και γυναικείες οργανώσεις από την Νορβηγία και τη Σουηδία, η Επιτροπή δεν ήταν το ίδιο υποστηρικτική, απορρίπτοντάς την. Η κακή κατάσταση υγείας της την έκανε να αποσυρθεί από τη θέση της πρέσβειρας, χωρίς, όμως, να σταματήσει να συνεισφέρει. Υπηρέτησε, ως σύμβουλος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στο Υπουργείο Εξωτερικών της ΕΣΣΔ μέχρι την συνταξιοδότησή της. Απεβίωσε το 1952 στη Μόσχα, αφήνοντας πίσω μια πολιτική κληρονομιά που έως σήμερα εμπνέει τις φεμινιστικές, σοσιαλιστικές και διεθνείς κοινότητες.
Οι ομιλίες και τα γραπτά της άγγιξαν τα βάθη του πνεύματος πολλών ανθρώπων σε πολλές χώρες. Γεμάτη δυναμισμό και κατέχοντας την εξαιρετική ικανότητα να ελίσσεται μεταξύ των εκβολών των πολιτικών ιδεών και να χρησιμοποιεί κάθε γνώση σαν διπλωματικό εργαλείο κατάφερε να μείνει στην ιστορία. Το όραμά της δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις κανενός, αντίθετα η ίδια αναπροσαρμόστηκε στα πολιτικά περιβάλλοντα μέχρι αυτό να ικανοποιηθεί, ασκώντας όπου χρειαζόταν και εσωτερική κριτική. Στο βιβλίο της «Η αυτοβιογραφία μιας σεξουαλικά χειραφετημένης κομμουνίστριας γυναίκας» αναφέρει πως μόνο «οι φρέσκες επαναστατικές καταιγίδες ήταν αρκετά δυνατές για να απομακρύνουν τις φριχτές προκαταλήψεις εναντίον της γυναίκας». Ο λόγος της έγινε θεωρία και η θεωρία πράξη, και μία από τις δεκάδες μικρές και μεγάλες επαναστάσεις που έχουν μεταμορφώσει τη διεθνή πολιτική σε αυτό που βλέπουμε στη σύγχρονη εποχή, ξεκίνησε με εκείνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- More female diplomats in the world today, 21 Ιουνίου 2023, The Department of Political Science, διαθέσιμο εδώ
- “Alexandra Kollontai”, Jennifer Llewellyn, Steve Thompson, 17 Απριλίου 2019, Alpha History, διαθέσιμο εδώ
- Alexandra Kollontai, Tom Condit, διαθέσιμο εδώ
- THE FIRST WOMAN DIPLOMAT ALEXANDRA KOLLONTAI, Boris Yeltsin Presindential Library, διαθέσιμο εδώ