17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΜυθολογιαΑντήνωρ: Ένας σώφρων ανάμεσα στους Τρώες

Αντήνωρ: Ένας σώφρων ανάμεσα στους Τρώες


Του Δημήτρη Τσελίκα,

Όταν μιλάμε για τον Τρωικό Πόλεμο και τα πρόσωπα που σχετίζονται με τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, σίγουρα ελάχιστοι είναι αυτοί που θα ξέρουν τον Αντήνορα τον Τρώα. Κι όμως, ο Αντήνωρ ήταν μια σημαντική προσωπικότητα για την Τροία, κι ας μην ήταν πολεμιστής στη διάρκεια του πολέμου. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Αντήνωρ ήταν γιος του Τρώα ήρωα Αισυήτη και της Κλεομήστρας. Σύζυγός του ήταν η Θεανώ, ιέρεια της Αθηνάς, κόρη του βασιλιά της Θράκης Κισσέα και της βασίλισσας της Τροίας Εκάβης. Μαζί είχαν αποκτήσει πολλά παιδιά (11 αναφέρει ο Όμηρος, ενώ άλλοι 18 ή 19). Τα επικρατέστερα ονόματα είναι: Ακάμας, Αγήνωρ, Αρχέλοχος, Γλαύκος, Δημολέων, Ελικάων, Ευρύμαχος, Κόων, Ιφιδάμας, Λαοδάμας, Λαόδοκος, Πόλυβος και η Κρινώ. Επίσης, είχε έναν νόθο γιο, τον Πήδαιο. Τα περισσότερα παιδιά του πολέμησαν και έχασαν την ζωή τους στην μάχη, κάποια όμως σώθηκαν. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή του πριν τον Τρωικό Πόλεμο, οπότε οι κύριες πληροφορίες για αυτόν μας έρχονται από την Ιλιάδα του Ομήρου. Ήταν σεβάσμιος γέροντας του συμβουλίου της Τροίας.

Ανδριάντας του Αντήνορα στην Πάδοβα. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Ο Αντήνωρ διαφώνησε έντονα στην αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρι, και συμβούλευσε τους Τρώες να την στείλουν πίσω στον Μενέλαο μαζί με δώρα και τους θησαυρούς που είχε κλέψει ο Πάρις, κλείνοντας παράλληλα και συνθήκη ειρήνης με τους Αχαιούς. Οι Τρώες, όμως, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία, αρνήθηκαν. Σε αυτό το σημείο να τονιστεί πως ο Τρωικός Πόλεμος ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών ελληνικών φύλων. Ο Όμηρος δεν χρησιμοποιεί τις ονομασίες Έλληνες και Τρώες, αλλά Αχαιοί/Δαναοί/Αργείοι και Τρώες. Αυτό συμβαίνει διότι, όπως δείχνουν τα στοιχεία (ίδια γλώσσα, ίδια θρησκεία, ίδια ήθη/έθιμα, ίδιοι πρόγονοι), οι Τρώες ήταν ένα από τα ελληνικά φύλα (πιθανώς μετεξέλιξη των Πελασγών), που είχε μεταναστεύσει στην Μικρά Ασία, και είχε αποξενωθεί από την μητέρα πατρίδα. Ίσως, μάλιστα, να έβαζαν και υπερβολικούς φόρους στα πλοία που διέρχονταν από τα στενά του Ελλησπόντου (οι Αργοναύτες π.χ. έπρεπε να περάσουν μέσα στη νύχτα και αθόρυβα από εκεί για να μην τους αντιληφθούν οι Τρώες), κάτι το οποίο οι υπόλοιποι Έλληνες δεν πήραν με καλό μάτι. Έτσι, με αιτία τον έλεγχο των στενών και την αποξένωση από την πατρίδα Ελλάδα, και με αφορμή την αρπαγή της Ωραίας Ελένης, οι Αχαιοί υπό τον Αγαμέμνονα ξεκίνησαν την εκστρατεία.

Πάντα, πριν από κάθε πόλεμο, υπάρχουν προσπάθειες συνθηκολόγησης για να αποφευχθεί το μακελειό. Έτσι συνέβη και στην περίπτωση του Τρωικού Πολέμου. Φτάνοντας οι Αχαιοί στην Τένεδο, την οποία και κατέλαβαν, πριν αποβιβαστούν στην ακτή της Τροίας και ξεκινήσουν την έφοδο, έστειλαν μια πρεσβεία μήπως και δεν χρειαστεί ο πόλεμος. Ο Οδυσσέας, ο Παλαμήδης και ο Μενέλαος ήταν αυτοί οι οποίοι ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας το διπλωματικό έργο. Τους φιλοξένησε ο Αντήνωρ στο σπίτι του, τους φίλευσε και τους φέρθηκε πολύ καλά. Όταν τους οδήγησε στη συνέλευση των Τρώων, ο Μενέλαος πήρε τον λόγο και εξιστόρησε πόσο ανοιχτόκαρδα είχε δεχτεί τον Πάρι στην Σπάρτη και πόσο άνανδρα και ύπουλα του φέρθηκε αυτός. Έκλεισε τον λόγο του ζητώντας πίσω την Ελένη και τους θησαυρούς του, και προέτρεψε για υπογραφή συνθήκης ειρήνης.

Ο Πρίαμος απάντησε πως κι εκείνοι κρατούν την αδερφή του την Ησιόνη στην Σαλαμίνα (η ιστορία της θα αναλυθεί σε επόμενο άρθρο), όμως ο Παλαμήδης πολύ σωστά είπε ότι η Ησιόνη ακολούθησε τον Τελαμώνα με τη θέλησή της κι έγινε γυναίκα του. Μετά, πήρε τον λόγο ο Οδυσσέας και μίλησε για τα καλά της ειρήνης και τη μιζέρια του πολέμου. Πολλοί Τρώες εντυπωσιάστηκαν από το λέγειν του, και πείστηκαν από τα επιχειρήματά του, όμως οι νεώτεροι με κυριότερο τον Πάρι, αντιτάχθηκαν και αρνήθηκαν να δώσουν την Ελένη και τους θησαυρούς, προτιμώντας τον πόλεμο. Ένας από αυτούς που εντυπωσιάστηκε και συμφώνησε με τον Οδυσσέα ήταν και ο Αντήνωρ. Υποστήριξε ότι όφειλαν να πράξουν όπως έλεγε ο Οδυσσέας, αλλά δεν εισακούστηκε. Μάλιστα, όταν κάποιοι θερμόαιμοι (με πρώτο τον Δηίφοβο, γιο του Πριάμου) έκαναν να τους επιτεθούν, ο Αντήνωρ μπήκε μπροστά τους και φώναξε να κάνουν πίσω στο όνομα του Ξένιου Δία, αλλιώς θα το πλήρωναν πολύ ακριβά. Συμφώνησαν και ο Πρίαμος με τον Έκτορα, και έτσι οι Αχαιοί σώθηκαν (κεντρική εικόνα του άρθρου).

Η αναχώρηση του Αντήνορα από την Τροία, Luca Ferrari, 1650. Πηγή εικόνας: wga.hu

Ο ίδιος ο Αντήνωρ, στη ραψωδία Γ (205-224) περιγράφει στην Ωραία Ελένη την εντύπωση που του έκανε ο Οδυσσέας: «Γυναίκα, σωστά λόγια είπες. Γιατί είχε έλθει κάποτε ο θείος Οδυσσέας μαζί με τον Μενέλαο, για εσένα αγγελιαφόροι, κι εγώ τους φιλοξένησα στο σπίτι και τους φρόντισα, και γνώρισα και των δύο την όψη και τη σύνεση. Αλλ’ όταν στάθηκαν στην σύναξη των Τρώων, καθιστός ο Μενέλαος στους ευρείς ώμους υπερείχε, κι από τους δύο σεβαστότερος φαινόταν ο Οδυσσέας. Αλλ’ όταν ξεκίνησαν λόγια και επιχειρήματα να υφαίνουν, γρήγορα μιλούσε ο Μενέλαος, σύντομα, αλλά πολύ γλυκά, γιατί ούτε φλύαρος ούτε λιγομίλητος ήταν, παρ’ όλο που ήταν και νεώτερος. Αλλ’ όταν σηκώθηκε ο πολύμητις Οδυσσέας να μιλήσει, κοιτούσε με τα μάτια του κάτω σταθερά στη γη, και το σκήπτρο του ούτε πίσω ούτε μπροστά κουνούσε, αλλ’ ασάλευτο το είχε σαν άπειρος να ήταν ρήτωρ. Θα έλεγες άφρων πως ήταν και μωρός. Αλλ’ όταν έβγαλε φωνή μεγάλη από τα στήθια κι έπεσαν τα λόγια σαν νιφάδες του χειμώνα, κανείς άλλος θνητός δεν ήταν αντάξιος του Οδυσσέα. Τότε καθόλου δεν μας ένοιαζε η όψη του Οδυσσέα» (ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος νημερτὲς ἔειπες· ἤδη γὰρ καὶ δεῦρό ποτ’ ἤλυθε δῖος Ὀδυσσεὺς σεῦ ἕνεκ’ ἀγγελίης σὺν ἀρηϊφίλῳ Μενελάῳ· τοὺς δ’ ἐγὼ ἐξείνισσα καὶ ἐν μεγάροισι φίλησα, ἀμφοτέρων δὲ φυὴν ἐδάην καὶ μήδεα πυκνά. ἀλλ’ ὅτε δὴ Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν, στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ’ ἑζομένω γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς· ἀλλ’ ὅτε δὴ μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὕφαινον, ἤτοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, παῦρα μέν, ἀλλὰ μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ’ ἀφαμαρτοεπής· ἦ καὶ γένει ὕστερος ἦεν. ἀλλ’ ὅτε δὴ πολύμητις ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς, στάσκεν, ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σκῆπτρον δ’ οὔτ’ ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ’ ἀστεμφὲς ἔχεσκεν ἀΐδρεϊ φωτὶ ἐοικώς· φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν’ ἔμμεναι ἄφρονά τ’ αὔτως. ἀλλ’ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν, οὐκ ἂν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος· οὐ τότε γ’ ὧδ’ Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ’ εἶδος ἰδόντες).

Ο τάφος του Αντήνορα στην Πάδοβα. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Στη ραψωδία Η, μετά τη μονομαχία Έκτορα και Αίαντα Τελαμώνιου, ο Αντήνωρ κάνει άλλη μια προσπάθεια να πείσει τους Τρώες να δώσουν την Ελένη πίσω στον άνδρα της, αλλά και πάλι οι συμπατριώτες του με πρώτο τον Πάρι αρνούνται κατηγορηματικά, λέγοντας πως συμφωνεί να δώσει πίσω τους κλεμμένους θησαυρούς αλλά όχι την Ελένη (Η 348-378). Όπως προαναφέραμε, οι περισσότεροι γιοι του σκοτώθηκαν στη μάχη. Ο Ακάμας φονεύθηκε από τον Μηριόνη ή τον Φιλοκτήτη, ο Αγήνωρ και ο Πόλυβος από τον Νεοπτόλεμο, ο Αρχέλοχος και ο Λαοδάμας από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο, ο Ιφιδάμας και ο Κόων από τον Αγαμέμνονα, ο Πήδαιος από τον Μέγη και ο Δημολέων από τον Αχιλλέα. Έτσι, έμεινε με τον Λαόδοκο, τον Γλαύκο, τον Ελικάονα και την Κρινώ. Ο Γλαύκος και ο Ελικάων, μάλιστα, σώθηκαν από τον Οδυσσέα, όταν οι Αχαιοί κατέλαβαν την Τροία και πήγαν να τους σφάξουν. Το σπίτι του Αντήνορα δεν λεηλατήθηκε, αφού οι Αχαιοί σεβάστηκαν τις φιλότιμες προσπάθειές του για ειρήνη. Εξαιτίας της καλής του σχέσης με τους νικητές, και της φήμης που ήθελε να τον έχουν ειδοποιήσει να κρεμάσει στην πόρτα του ένα τομάρι λεοπάρδαλης ώστε να αναγνωρίσουν ποιου σπίτι ήταν όταν εισβάλουν, πολλοί θεώρησαν τον Αντήνορα προδότη, και μάλιστα λένε ότι άνοιξε τις πύλες της πόλης για να βοηθήσει τους Αχαιούς. Κάτι τέτοιο όμως, πιθανότατα, δεν ευσταθεί. Μετά την άλωση, ο Αντήνωρ διέφυγε στην Ιταλία και ίδρυσε την πόλη Πάδοβα.

Πεπνυμένο, δηλαδή σώφρωνα, αποκαλεί τον Αντήνορα ο Όμηρος. Από αυτά που γνωρίζουμε για αυτόν, ο μεγάλος μας ποιητής δεν σφάλλει – όπως άλλωστε δεν σφάλλει ποτέ.

* Η μετάφραση/απόδοση στα νέα ελληνικά των αποσπασμάτων από το πρωτότυπο κείμενο έγινε από τον συντάκτη του άρθρου. Από το βιβλίο του κ. Δούκα αντλήθηκε το κείμενο σε στερεότυπη έκδοση Oxford Classical Texts.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δούκας, Κώστας (2002), Ομήρου Ιλιάς, Αθήνα: Ιδεοθέατρον.
  • Στεφανίδης, Μεν. (2003), Ιλιάδα – Τρωικός Πόλεμος, Αθήνα: Εκδόσεις Σίγμα.
  • Antenor, Perseus Digital Library, διαθέσιμο εδώ
  • Antenor, Greek Legends and Myths, διαθέσιμο εδώ
  • Antenor: The stories of an elder in the council of Troy, Classical Literature, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Τσελίκας
Δημήτρης Τσελίκας
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα. Είναι πτυχιούχος της κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Συνεχίζει τις σπουδές του πάνω στην κλασική φιλολογία στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Λογοτεχνία, σκέψη και πολιτισμός στον ελληνορωμαϊκό κόσμο» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε να διαβάζει για την ελληνική μυθολογία από την ηλικία των 3 ετών, και από τότε μέχρι και σήμερα μελετά τους μύθους, τις αναλύσεις και τους συμβολισμούς τους.