Της Νίκης Καραχάλιου,
Είναι ένα πρόσωπο, που επίσημα τουλάχιστον, δεν διαθέτει πολιτική εξουσία, συνταγματικά ή νομικά καθήκοντα. Τυπικά, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται στην επίβλεψη της βασιλικής αυλής, στην ανατροφή των παιδιών και στις φιλανθρωπίες, παρά το γεγονός ότι η φιλοδοξία και η οξυδέρκεια πολλών τις ανήγαγε ως την πραγματική δύναμη πίσω από τον θρόνο. Αν και το κοντινότερο πρόσωπο στον βασιλιά, βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα πίσω του, σιωπηρά, αλλά όχι αδύναμα. Κύριος στόχος της είναι η παραγωγή υγιών διαδόχων και κύριο μέλημά της η συντήρηση μιας αψεγάδιαστης, φιλικής, αλλά επιβλητικής εικόνας. Ο λόγος, φυσικά, για τις βασιλικές συζύγους.
Σήμερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι βασιλικές σύζυγοι, δηλαδή οι βασίλισσες, τραβούν κατά κύριο λόγο την προσοχή μας, εξαιτίας της όμορφης παρουσίας τους ή της ευγενικής προσωπικότητάς τους, σαν ένα άλλο role model της εποχής μας, παλαιότερα, ωστόσο, σαφέστατα, εξαιτίας του αποφασιστικού ρόλου του μονάρχη στα πολιτικά τεκταινόμενα, οι συμβουλές της βασίλισσας και η παρουσία της στο πλευρό του συζύγου της διαδραμάτιζε πολλές φορές καταλυτικό ρόλο στις αποφάσεις του μονάρχη, ιδίως αν οι σχέσεις του ζευγαριού ήταν στενές ή έστω αν o βασιλιάς εκτιμούσε την πολιτική της τοποθέτηση. Στο παρόν άρθρο, καθώς και στο δεύτερο μέρος του που θα ακολουθήσει, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία αναδρομή στις ζωές και το έργο των βασιλισσών του Βασιλείου της Ελλάδος, έξι στον αριθμό και να διακρίνουμε αν αυτές είχαν ή όχι, έστω και άτυπα ενεργό ρόλο στην εξέλιξη των πολιτικών γεγονότων στη χώρα μας.
Η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας υπήρξε η σύζυγος του βασιλιά Όθωνα, η Δούκισσα Αμαλία Μαρία Φρειδερίκη, του Oldenburg. Γεννήθηκε στο Oldenburg στις 21 Δεκεμβρίου του 1818, και ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου Φρειδερίκου Αυγούστου του Oldenburg και της Σουηδής πριγκίπισσας Αδελαΐδας. Ο πατέρας της, με τον οποίο η μελλοντική βασίλισσα και τότε δούκισσα είχε ισχυρούς δεσμούς, φρόντισε, ώστε η κόρη του να λάβει μόρφωση, που ακόμα και για μια πριγκίπισσα, θεωρούνταν σπουδαία και πλήρης για την εποχή. Το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα περιελάμβανε ξένες γλώσσες, αριθμητική, χορό, ζωγραφική, μουσική, ξιφασκία, ιππασία.
Το Νοέμβριο του 1836 και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον τότε βασιλιά της Ελλάδος, Όθωνα, στο ανάκτορο του Oldenburg, σύμφωνα τόσο με το προτεσταντικό, όσο και με το καθολικό τυπικό. Είχε προηγηθεί η υπογραφή του συμβολαίου γάμου, το οποίο προέβλεπε ότι τα τέκνα, που θα αποκτούσε το ζευγάρι θα ανατρέφονταν, σύμφωνα με το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα, συμφωνία διόλου τυχαία, αφού η απόκτηση ορθόδοξου διαδόχου δημιουργούσε προσδοκίες στις Μεγάλες Δυνάμεις για εδραίωση της βαυαρικής δυναστείας στην χώρα. Βέβαια, η προσωπική απόφαση του Όθωνα να μην ενημερώσει έγκαιρα την Βουλή και τον λαό για τον επικείμενο γάμο του, δυσαρέστησε έντονα το πλήθος. Η δυσαρέσκεια, ωστόσο, γρήγορα ξεχάστηκε, όταν τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου, η Αμαλία φτάνει στον Πειραιά με την αγγλική φρεγάτα ‘’Portland’’. Η νέα βασίλισσα γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον λαό. Είναι νέα, όμορφη, γοητευτική, ευφυής, μορφωμένη, γεμάτη ζωντάνια, σίγουρα όχι μια συνηθισμένη για την τότε Ελλάδα γυναίκα. Οι Έλληνες ετοιμάζονται να ζήσουν κι αυτοί το παραμύθι… ή μήπως όχι;
Η Δανέζα Χριστιάνα Λυτ γράφει στο βιβλίο της: «Η βασίλισσα ήταν κοντή, όμορφη, με θαυμάσιο παρουσιαστικό. Συμπεριφερότανε με πολλή ζωντάνια που καταντούσε υπερβολική. Μιλούσε για ένα σωρό πράγματα κι επαινούσε διαρκώς την Ελλάδα, ας ήταν καλά ο Βορράς που πλήρωνε. Μου είπε ότι πολύ σύντομα θα νιώθαμε άνετα σ’ αυτή την τόσο όμορφη χώρα με το θαυμάσιο κλίμα…». Τις πρώτες εντυπώσεις της Αμαλίας από την Ελλάδα τις συναντάμε σε δική της επιστολή προς τον αγαπημένο της πατέρα: «Τι ωραία που είναι να εισπνέω τον υπέροχο, διάφανο, καλό, φωτεινό αέρα μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό μου, να πηγαίνω περίπατο με την άμαξα φορώντας μόνο το σάλι μου… Η πόλη, βέβαια, δεν είναι ακόμη σαν άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αλλά εξαιρετικά ιδιόμορφη».
Η Αμαλία φτάνει σε μία χώρα πολύπαθη, που καμία σχέση δεν είχε με την γενέθλια χώρα της και τις ανέσεις που αυτή της πρόσφερε. Έτσι, η νέα της πατρίδα δεν της αφήνει περιθώρια να ζήσει την τυπική ζωή των υπόλοιπων βασιλοπούλων της Ευρώπης, αν και η μαχητικότητα και ο ζωηρός χαρακτήρας της δεν θα της επέτρεπαν να μείνει πολύ καιρό άπραγη. Με ταχείς ρυθμούς, οργάνωσε την εθιμοτυπία της αυλής και στην ακολουθία της έδωσε την πρώτη θέση σε Ελληνίδες που ανήκαν σε οικογένειες αγωνιστών του 1821, όπως η Ρόζα Μπότσαρη. Μάλιστα, η βασίλισσα Αμαλία ήταν αυτή, που δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Στην προσπάθειά της να πλησιάσει ενδυματολογικά το λαό της και να φανεί ως κομμάτι του, δημιούργησε ένα αυλικό ένδυμα, που διαφοροποιούνταν από την τυπική ενδυμασία της εποχής, ώστε να μοιάζει με βασιλικό ένδυμα, αλλά να διαθέτει έντονα στοιχεία της ενδυματολογικής παράδοσης των Ελλήνων. Έτσι, επινοήθηκε η εθνική γυναικεία φορεσιά.
Ταυτόχρονα, η βασίλισσα Αμαλία αναπτύσσει σημαντική φιλανθρωπική δράση και ιδρύει το 1843 το Οφθαλμιατρείο και το 1855 το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Ο Βασιλικός Κήπος, οι δεντροφυτεύσεις στις πλατείες και ο Πύργος της Βασιλίσσης, στον οποίο αναπτύχθηκαν πρωτότυπες καλλιέργειες ήταν δικά της δημιουργήματα.
Σχετικά με την πολιτική ζωή της χώρας, αξίζει να επισημάνουμε ότι η Αμαλία άσκησε τέσσερις φορές τα καθήκοντα της Αντιβασιλείας. Στην επανάσταση του 1843, αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο, που διέτρεχε ο θρόνος, πείθει τον Όθωνα να δεχτεί το Σύνταγμα. Ήταν σθεναρή οπαδός της Μεγάλης Ιδέας και πρωτοστάτησε στην ενίσχυση των επαναστατικών κινημάτων του 1852, ενώ επέδειξε θαρραλέα στάση κατά την επιδημία της χολέρας στην Αθήνα το 1954. Όλα αυτά την έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή, ίσως δημοφιλέστερη και από τον ίδιο τον Όθωνα.
Όμως, η εμπλοκή της στην πολιτική, οι αποφάσεις της, οι απολυταρχικές ιδέες της και ιδίως η μη απόκτηση διαδόχου, μετά από ατυχή αποβολή το 1837, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει προσωπικούς εχθρούς και να χάσει τη δημοτικότητά της. Η μη απόκτηση διαδόχου ήταν και το μεγάλο αγκάθι στην ζωή της Αμαλίας. Την αγωνία της για την απόκτηση παιδιού την διαβάζουμε στα γράμματα, που στέλνει στον πατέρα της: «Έχουμε εδώ μια φρικτή σπιτονοικοκυρά. Μου διηγήθηκε –και ήταν παρόντες όλοι οι κύριοι– ότι η νύφη της απέκτησε στο δωμάτιο όπου κοιμόμουν παιδί, το σπίτι της είναι τυχερό και είθε να μου συμβεί και εμένα το ίδιο κ.λπ., κ.λπ. Δεν είναι να τρελαίνεσαι;» του γράφει.
Για αρκετά χρόνια ο Όθωνας και η Αμαλία υποβλήθηκαν σε επανειλημμένες εξετάσεις από Έλληνες και Γερμανούς γιατρούς, ιδίως η Αμαλία, η οποία κατηγορήθηκε για την αδυναμία της να τεκνοποιήσει. Πέρα από τις εξαντλητικές και σχεδόν βασανιστικές θεραπείες, στις οποίες υποβλήθηκε, τους τακτικούς ιατρικούς ελέγχους, που για μία σεμνότυφη χριστιανή της εποχής ισούνταν με μαρτύριο, η Αμαλία έπρεπε να διαχειριστεί παράλληλα τη γελοιοποίηση και την κοινωνική κατακραυγή. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, ο Αριστείδης Δόσιος, νέος αντιβασιλικός και μέλος της Χρυσής Νεολαίας, προσπάθησε να δολοφονήσει ανεπιτυχώς την βασίλισσα. Τον Οκτώβριο του 1862, Όθωνας και Αμαλία, μετά το ξέσπασμα επανάστασης, εγκαταλείπουν την Ελλάδα. Εγκαθίστανται στην Βαμβέργη, όπου κι εκεί θα γευτεί την κατάκριση της οικογένειας του άντρα της, που σιωπηρά την κατηγορεί για την εξέλιξη των γεγονότων, λόγω της ατεκνίας της. Θα πεθάνει το 1875. Πολλά γεγονότα της ζωής της, όπως και της ζωής εκείνης της Ελλάδας, έχουν μαθευτεί από τις δικές της επιστολές.
Αμέσως μετά την Αμαλία έρχεται η Όλγα, ίσως η πιο αγαπητή βασίλισσα, που είχαν ποτέ οι Έλληνες. Η ζωή της ξεκινά στο παλάτι του Παβλόφσκ, στις 22 Αυγούστου 1851. Ήταν η πρωτότοκη κόρη του μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου Νικολάγιεβιτς και της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Σαξ Άλντενμπουργκ, και αποτελούσε το αγαπημένο παιδί του δούκα, ο οποίος την αποκαλούσε ‘’muguet’’. Η Μεγάλη Δούκισσα Όλγα συνάντησε για πρώτη φορά τον μέλλοντα σύζυγό της, τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ των Ελλήνων, τον Σεπτέμβριο του 1863, όταν ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ στην Αγία Πετρούπολη, προκειμένου να τον ευχαριστήσει για την υποστήριξη, που του είχε παράσχει με την ευκαιρία της εκλογής του ως Βασιλιά των Ελλήνων, μιας και η Όλγα, όμως, ήταν τότε, μόλις 12 ετών, δεν τράβηξε το ενδιαφέρον του μονάρχη.
Ο τότε μονάρχης ήταν λάτρης του ωραίου φύλου και διατηρούσε παράνομους δεσμούς με πολλές κυρίες της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας. Η εύρεση συζύγου, που θα συνετούσε τον νεαρό μονάρχη είχε γίνει πια κύριο μέλημα του Πρωθυπουργού και του πατέρα του. Ο Γεώργιος, όμως, ήταν αποφασισμένος να παντρευτεί ορθόδοξη νύφη κι έτσι το 1867 ταξίδεψε και πάλι στην Ρωσία, όπου αυτή την φορά γοητεύτηκε από την πανέμορφη δεκαπεντάχρονη Όλγα. Ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε στα Χειμερινά Ανάκτορα στις 15 Οκτωβρίου 1867, μόλις επτά εβδομάδες από τα δέκατα έκτα γενέθλια της Όλγας. Η επιλογή της ορθόδοξης νύφης ήταν επιτυχημένη, αφού η Όλγα απολάμβανε την αγάπη του ελληνικού λαού μόνο και μόνο για την πίστη της, η οποία ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή.
Το 1898, η Όλγα προσφέρθηκε να χρηματοδοτήσει την μετάφραση της Βίβλου και ανέθεσε στην γραμματέα της, Ιουλία Καρόλου, να κάνει την μετάφραση στην δημοτική γλώσσα, ώστε να μπορεί ο λαός να καταλαβαίνει τα κείμενα, αλλά η Ιερά Σύνοδος στάθηκε εμπόδιο, κρίνοντας την ενέργεια ως θεολογικά αδόκιμη. Τέθηκε επικεφαλής εκστρατειών για την δημιουργία δικτύου κοινωνικής πρόνοιας, ιδρύοντας μαιευτήρια, βρεφοκομεία, παρθεναγωγεία, σχολές νοσοκόμων, αλλά και το γνωστό θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός». Η Όλγα όταν μετέβαινε στην Ρωσία, γέμιζε τις αποσκευές της με ελληνικά χειροποίητα κεντήματα από όλη την Ελλάδα, τα οποία πωλούσε στους συγγενείς της και τα χρήματα, που συγκέντρωνε τα προόριζε για αγαθοεργούς σκοπούς.
Κάθε φορά, που αναχωρούσε ο Γεώργιος στο εξωτερικό, η Όλγα αναλάμβανε τα καθήκοντα της Αντιβασιλείας, αν και ποτέ επί της ουσίας δεν ενεπλάκη στα πολιτικά πράγματα. Βέβαια, το μεγαλύτερο κατόρθωμα της Όλγας δεν θεωρούνταν το φιλανθρωπικό της έργο, αλλά οι οκτώ διάδοχοι, που χάρισε στην δυναστεία. Μετά το θάνατο του άντρα της, η Όλγα επέστρεψε στη Ρωσία, όπου άνοιξε ένα νοσοκομείο στο παλάτι του Παβλόφσκ και περνούσε εκεί πολλές ώρες κάθε μέρα. Πέθανε στην Ιταλία και το 1936 έγινε μετακομιδή των οστών της στο Τατόι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σκιαδάς, Ελευθέριος Γ. (2022), Οι βασιλείς στην Ελλάδα, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της Εστίας.
- Σταματόπουλος, Κώστας Μ. (2015), Περί της βασιλείας στη νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις Καπόν.