Του Άρη Σηφάκη,
Η σύμβαση περί τραπεζικής κατάθεσης σε πιστωτικό ίδρυμα δεν διέπεται από διατάξεις που έρχονται να ρυθμίσουν αυτοτελώς και αποκλειστικά τέτοιες καταθέσεις, αλλά η νομική φύση της σύμβασης αυτής κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι αυτή της ανώμαλης παρακαταθήκης (ΑΚ 830). Η κατάθεση χρημάτων ή λοιπών αντικαταστατών πραγμάτων στην τράπεζα, γίνεται, καταρχήν, με σκοπό την φύλαξή τους και την απόδοσή τους στον καταθέτη, όποτε συμφωνήθηκε ή όποτε ζητηθεί από τον ίδιο, ενώ η σύμβαση δύναται να είναι υπέρ τρίτου, όπερ σημαίνει ότι δικαιούχος μπορεί να είναι τρίτος εν ζωή ή αιτία θανάτου. Ούσα σύμβαση ανώμαλης παρακαταθήκης, η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης εμπεριέχει και στοιχεία από την σύμβαση δανείου (ΑΚ 806) πράγμα που συνεπάγεται την εξουσία της τράπεζας που δέχεται την κατάθεση, να μπορεί να κάνει χρήση των χρημάτων που κατατέθηκαν σε αυτήν, γινόμενη κύρια αυτών καταρχήν (ΕφΑθ 2638/2001).
Με απλά λόγια και όπως συνάγεται και από την διάταξη περί ανώμαλης παρακαταθήκης κατά το ΑΚ 830, η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης είναι μια μεικτή σύμβαση, όπου εφαρμόζονται αρχικά οι διατάξεις για το δάνειο, καθώς η τράπεζα στο πλαίσιο της πιστωτικής και χρηματοδοτικής λειτουργίας της δύναται να χρησιμοποιεί τα κατατιθέμενα κεφάλαια, έχοντας αποκτήσει κυριότητα επ’ αυτών, με την εξαίρεση της υποχρέωσης απόδοσης σε κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, όπου εκεί εφαρμόζονται οι διατάξεις για την σύμβαση παρακαταθήκης. Η απόδοση του ποσού κατά κανόνα συνοδεύεται προσαυξημένο και με τον τόκο, ως αμοιβή του καταθέτη.
Η υπαγωγή της σύμβασης τραπεζικής κατάθεσης στην διάταξη του ΑΚ 830 επιβεβαιώνεται και από την πάγια ελληνική νομολογία (ΑΠ 378/2011, ΑΠ 929/2009, ΑΠ 844/2006, ΑΠ 93/2005, ΕφΠειρ 83/2011), ενώ και η πλειοψηφία της θεωρίας συντάσσεται με αυτήν την άποψη, με αρκετούς ωστόσο να υποστηρίζουν την διαφορετική μεταχείριση μεταξύ τραπεζικών καταθέσεων όψεως και τραπεζικών καταθέσεων προθεσμιακής κατάθεσης. Στην προθεσμιακή κατάθεση, υποστηρίζεται από αρκετούς πως λόγω του ότι ο καταθέτης αποβλέπει σε μια κατάθεση χρημάτων για ένα χρονικό διάστημα μέχρι και 12 μήνες, διατεθειμένος να μην προβεί σε μια άμεση ανάληψη χρημάτων, καθώς τον ενδιαφέρει η απόδοση που θα του αποφέρει ο τόκος, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την σύμβαση δανείου.
Αντιθέτως, σε καταθέσεις σε λογαριασμούς όψεως, όπου ο καταθέτης δεν αποσκοπεί στην απόδοση του τόκου, καθώς σε τέτοιους λογαριασμούς, ο τόκος είναι εξαιρετικά χαμηλός ή μηδαμινός και τον ενδιαφέρει κυρίως η φύλαξη των κεφαλαίων του, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ανώμαλη παρακαταθήκη. Η διαφοροποιημένη προσέγγιση μέρους της θεωρίας απορρέει από την διατύπωση της διάταξης ΑΚ 830, και δη στην παράγραφο 1, που αναφέρεται ποιες διατάξεις εφαρμόζονται σε περίπτωση αμφιβολίας, στο ενδεχόμενο δηλαδή που δεν μπορεί να συναχθεί η ακριβής βούληση των μερών.
Παρόλα αυτά, για την νομολογία δεν υφίσταται καμία διαφοροποίηση, αλλά τουναντίον, όπως προκύπτει και από την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου 980/2014 «Η κατάθεση χρημάτων σε τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώμαλης παρακαταθήκης, επί της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 830 παρ. 1 ΑΚ, έχουν εφαρμογή, αφενός η περί δανείου διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθέμενων χρημάτων, αφετέρου δε η διάταξη του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία, που ορίστηκε για τη φύλαξή του».
Η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης είναι άτυπη, αμφοτεροβαρής δικαιοπραξία περιουσιακής φύσεως, ενώ το βιβλιάριο καταθέσεως που εκδίδεται από την τράπεζα, έχει αποδεικτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα, με κάποιους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται για αξιόγραφο, ενώ για άλλους ιδιόρρυθμο έγγραφο νομιμοποίησης. Επιπρόσθετα, πρόκειται για μια παραδοτική σύμβαση (ή αλλιώς re καταρτιζόμενη), καθώς η σύναψη της εδράζεται αποκλειστικά στην υλική ενέργεια της κατάθεσης των χρημάτων, ενώ κατά μια μειοψηφούσα άποψη πρόκειται για συναινετική σύμβαση. Εξάλλου, προκύπτει και ο ερμηνευτικός κανόνας από την τραπεζική πρακτική που βάσει αυτής δεν θεωρείται μια σύμβαση κατάθεσης συναφθείσα, όταν δεν έχουν κατατεθεί τα κεφάλαια στην τράπεζα. Πρόκειται, επίσης, για μια διαρκή δικαιοπραξία, στην οποία ενυπάρχει το στοιχείο της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών σε καθημερινή βάση και με την εκπλήρωση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων να είναι συνεχής και όχι στιγμιαία.
Στην πράξη, στις περισσότερες περιπτώσεις, η σύμβαση τραπεζικής κατάθεσης είναι σύμβαση προσχώρησης, καθώς ο πελάτης-καταθέτης προσχωρεί στη σύμβαση χωρίς διαπραγμάτευση με την τράπεζα, με το κείμενο της σύμβασης να εμπεριέχει προδιατυπωμένους τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) ή τους όρους που εμπεριέχονται στο βιβλιάριο καταθέσεων. Ως προς την χρονική διάρκειά της, είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου, άλλοτε με τη διάρκεια της να είναι τυπική (δηλαδή από την σύναψη της έως την απόσβεση των υποχρεώσεων των μερών) είτε ουσιαστική (με το χρονικό διάστημα να είναι αυτό, εντός του οποίου γεννώνται τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών).
Μεταξύ των υποχρεώσεων της τράπεζας, είναι η υποχρέωση αποδοχής του χρηματικού ποσού της κατάθεσης, δια της οποίας αποδοχής επιτυγχάνεται τόσο η πίστωση της τράπεζας, όσο και η εξασφάλιση της αγοραστικής δύναμης του καταθέτη. Η τράπεζα επίσης υποχρεούται, καθ όλη τη διάρκεια της τραπεζικής κατάθεσης, να καταβάλλει τους τόκους, επί του κατατιθέμενου κεφαλαίου στον καταθέτη, και να αποδίδει στο τέλος ολόκληρο το κεφάλαιο με τους οφειλόμενους τόκους κατά την λήξη της σύμβασης, ενώ οφείλει να εκδώσει και σχετικό βιβλιάριο καταθέσεων.
Παρεπόμενες υποχρεώσεις της τράπεζας είναι ταυτόχρονα να ενημερώνει τον καταθέτη κατόπιν αίτησής του για την συνολικότερη κατάσταση του λογαριασμού του, ενώ αντίστροφα έχει και την υποχρέωση περί μη γνωστοποίησης προς τρίτα πρόσωπα, δηλαδή την υποχρέωση εχεμύθειας, όσον αφορά στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του πελάτη-καταθέτη όπως π.χ. το ύψος του κεφαλαίου και τις κινήσεις λογαριασμού. Οι τελευταίες αυτές παρεπόμενες υποχρεώσεις στοιχειοθετούνται στην βάση της αρχής της καλής πίστης (ΑΚ 288). Μάλιστα, έχει κριθεί πως στο πλαίσιο της ίδιας αρχής, η τράπεζα υποχρεούται σε περίπτωση σύμβασης διεξαγωγής δοσοληψιών, να γνωστοποιεί ακόμη και χωρίς αίτηση του καταθέτη την οποιαδήποτε δοσοληψία και καταβολή που λαμβάνει χώρα από τρίτον προς τον λογαριασμό του.
Όσον αφορά τον καταθέτη, γίνεται δεκτό πως οι υποχρεώσεις του είναι αρκετά πιο περιορισμένες από αυτές της τράπεζας, με την τελευταία να φέρει το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης. Ειδικότερα για τον καταθέτη, αυτός φέρει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, της αποδοχής και επιμελούς τήρησης του βιβλιαρίου καταθέσεων, ενώ σε περίπτωση απώλειάς του, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως την τράπεζα και να λάβει κάθε απαραίτητο μέτρο προκειμένου να μην ζημιωθεί η τράπεζα από κάποια τυχόν άκυρη πληρωμή. Σε κάθε περίπτωση και λόγω της έλλειψης ειδικότερων ενδελεχέστερων νομικών ρυθμίσεων για τις τραπεζικές καταθέσεις, γίνεται δεκτό πως πέραν των παραπάνω περιπτώσεων κάθε πλημμελής εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης κρίνεται ad hoc στο πλαίσιο της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών κατά τον Αστικό Κώδικα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης (2009), Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
- Αρτέμιδος Γεωργίου Διβριώτης, «Τραπεζικές Καταθέσεις», Διπλωματική Εργασία Πανεπιστημίου ΕΚΠΑ
- Εμμανουέλας Μανωλιδάκη, Η νομική φύση της Τραπεζικής κατάθεσης, efotopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ