Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,
Η σύγχρονη κοινωνία, εκτός από την αλματώδη ανάπτυξη που έχει γνωρίσει στον τομέα των τεχνολογιών, της εξέλιξης και εν γένει της άνθησης σε επιστημονικούς και επιχειρηματικούς κλάδους, έχει να επιδείξει και ένα ιδιαίτερα ενεργό εργατικό μοντέλο που τοποθετεί την πρόοδο σε ένα υψηλό βάθρο. Αυτή η πρόταξη του βέλτιστου αποτελέσματος και της μεγαλύτερης δυνατής επιτυχίας, θέτει στο προσκήνιο τα σημαντικά αντίβαρα που το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει. Παρατηρείται η ανάπτυξη μιας γενιάς ανθρώπων που, έχοντας ως προτεραιότητα την επαγγελματική τους ανέλιξη, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις ψυχολογικές και συναισθηματικές τους ανάγκες.
Αυτό το σύστημα της μανιώδους επιθυμίας προόδου, εμφανίζεται από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης, όπως η μαθητική πορεία. Υπό τη φενάκη του αθώου συναγωνισμού και της θέλησης ακαδημαϊκής προόδου, εκκολάπτεται το φαινόμενο του ‘‘academic validation’’ ·μια μορφή αξίωσης που επιτυγχάνεται μόνο με το βίαιο κυνήγι του βέλτιστου βαθμολογικού αποτελέσματος, που αποκτά διάσταση αυτοπροσδιορισμού αποκλειστικά και μόνο βάσει αυτής της δυνατότητας ή αδυναμίας. Η επιθυμία αυτή, ριζώνει τόσο βαθιά στη σκέψη και την καθημερινότητα πληθώρας ατόμων, σε βαθμό που καταλήγουν στην αυτολύπηση και τη ματαιότητα, κρίνοντας πως δεν δικαιούνται την επιτυχία. Σε μια εποχή που η μετριότητα δείχνει να μη συγχωρείται, έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα καστών με γνωστικά κριτήρια.
Ας μην παρεξηγηθούμε. Μέλημα κάθε κοινωνίας, είναι η «παραγωγή» φιλόδοξων ανθρώπων και η πνευματική προαγωγή. Πρέπει, όμως, να θεοποιούμε τόσο πολύ αυτήν την έκφανση της ζωής μας και να επιτρέπουμε την πάταξη άλλων δημιουργικών πτυχών της στο όνομα της υπεροχής της; Η λογική απάντηση είναι πως δεν πρέπει. Ωστόσο, η επιβράβευση που προκύπτει από αυτήν την επιδίωξη, εκτός της προσωπικής ευχαρίστησης, προσδίδει και ένα αίσθημα κοινωνικής υπεροχής, που μόνο εσωτερικευμένο δεν μπορεί να κριθεί, δεδομένου πως η εξύμνησή του αποτελεί κοινωνική πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί και τη ρίζα του φαινομένου των «αδιάφορων» ενδιαφερόντων. Πληθώρα μαθητών, αλλά και επίδοξων εργαζομένων τείνουν να καταπιάνονται με δραστηριότητες και να αποκτούν δεξιότητες που δεν τους ενδιαφέρουν ή τους εκφράζουν, παρά μόνο καθιστούν πιο «ελκυστικό» το βιογραφικό τους σημείωμα. Αυτή η τάση προς τη συσσώρευση όλο και περισσότερων μη ενδιαφερουσών για μας δεξιοτήτων και η αφιέρωση χρόνου σε αυτές παρά την εμφανή αδιαφορία για αυτές, δημιουργεί ένα κλίμα μέσα στο οποίο ακόμη και ο ελεύθερος χρόνος είναι μια αδιάκοπη αγγαρεία, η οποία φρονούμε πως μακροπρόθεσμα θα μας ανταμείψει. Είμαστε, άραγε, έρμαια των φιλοδοξιών μας σε βαθμό τέτοιο που προτιμούμε την επιτυχία από την ευτυχία;
Χωρίς να αναιρούμε πως το φαινόμενο αυτό ήταν παρόν και κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, παρατηρείται πως η σύγχρονη κοινωνία εξωραΐζει την παραγωγικότητα και δη την ακραία μορφή της. Υπάρχει το μοντέλο του «εργαζομένου-προτύπου» που προκειμένου να είναι οικονομικά επιτυχημένος γίνεται εργασιομανής, συναισθηματικά μη διαθέσιμος, αποστερείται πλήρως από κάθε μορφή ιδιωτικής ζωής και παρόλα αυτά θεωρείται ιδανικό δείγμα ανθρώπου. Η τοξική παραγωγικότητα, που εκλαμβάνει την ψυχική εξάντληση και την απόλυτη αφιέρωση του ατόμου στην εργασία του ως αρετή, αποτελεί στρέβλωση της εργασιακής κουλτούρας υπό την ορθολογική της άποψη, καθιστώντας σχεδόν μηχανική την καθημερινότητα. Η παροδική αυτή επίφαση επιτυχίας καταλύεται πολύ γρήγορα, γεμίζοντας τα «θύματα» με αισθήματα ματαιότητας.
Η κοινωνία δημιουργεί πρόσφορο κλίμα για αυτή την εξέλιξη, δεδομένου πως ο γρήγορος τρόπος ζωής και τα σημερινά ωράρια –που στο πλαίσιο της ευελιξίας της εργασίας δημιουργούν δυσανάλογες προς τις ανθρώπινες αντοχές προσδοκίες– δίνουν έδαφος στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Φυσικά, η μανία της παραγωγικότητας δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα της εργασίας, αλλά διευρύνεται σε όλες τις πτυχές της ζωής. Αυτό είναι απόρροια, κυρίως, της κυριαρχίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ατόμων που αν και ξεκινούν από την προώθηση ενός υγιούς τρόπου ζωής, καταλήγουν να προωθούν εξιδανικευμένες «ρουτίνες καθημερινότητας», οι οποίες αποτελούνται από ατελείωτες ώρες εργασίας, έντονη γυμναστική, υγιεινή διατροφή, χωρίς καθόλου ελεύθερο χρόνο. Εκτός του ανέφικτου χαρακτήρα αυτού του προγράμματος, που δημιουργεί ένα πρότυπο εφάμιλλο με εκείνο του “American psycho”, εκθειάζοντας το, δημιουργεί στους θεατές την αίσθηση πως η καθημερινότητά τους είναι κλάσεις κατώτερη από εκείνη αυτών των influencers. Η κουλτούρα αυτή, που κυριαρχεί στα πλέον δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατασκευάζει αφύσικα πρότυπα, τα οποία στοιβάζονται μαζί με τα ήδη επεμβατικά προβαλλόμενα πρότυπα, δημιουργώντας μία ιδιαιτέρως επιβαρυντική καθημερινότητα.
Η κυριότερη συνέπεια της τοξικής παραγωγικότητας, ιδίως όταν αυτή έχει ως αφετηρία τα μαθητικά χρόνια, είναι το φαινόμενο του “burnout”. Πρόκειται για την ακραία εκδοχή της ψυχικής εξάντλησης ενός ανθρώπου που σε πρώιμο στάδιο έχει επιδείξει υπέρμετρο ζήλο για την επίτευξη των στόχων του, καθιερώνοντας για τον εαυτό του ένα ιδιαιτέρως κουραστικό πρόγραμμα και δημιουργώντας πολύ φιλόδοξους στόχους, οι οποίοι μακροπρόθεσμα παύουν να θεωρούνται στόχοι και κρίνονται ως ψυχαναγκαστικές υποχρεώσεις. Ακόμη και αν το άτομο σε πρώτο στάδιο κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους του, η διάβρωση της προσωπικότητάς του, που είναι αποτέλεσμα της διαρκούς πίεσης, έχει ως συνέπεια τη δημιουργία όλο και δυσκολότερων και ανέφικτων απαιτήσεων τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον κοινωνικού του περίγυρο, γεγονός που σε συνδυασμό με τη ψυχική κόπωση δημιουργεί αισθήματα ματαιότητας. Η εξάντληση αυτή αδρανοποιεί πλήρως το άτομο, δημιουργώντας την ανάγκη να αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία της προσωπικής του επιτυχίας.
Το «πολυφορεμένο» ‘‘gifted kid burnout’’ δεν είναι παρά η ρομαντικοποιημένη εκδοχή της ακριβώς προαναφερθείσας ανάλυσης. Η δημιουργία προσδοκιών που συνοδεύει την ευφυία ή την ακαδημαϊκή προσπάθεια δεν είναι παρά ένα βάρος, που αν και αρχικά αποτελεί κίνητρο, εντούτοις καταλήγει σε ένα συναισθηματικό «φαύλο κύκλο» που εξαντλεί το άτομο και το απογοητεύει σε περίπτωση που δεν κατορθώνει να είναι πάντα υπόδειγμα τελειότητας. Η συγκεκριμένη έκφανση της ανάγκης της επίτευξης των καλύτερων δυνατών επιδόσεων καθιστά, επίσης, τα άτομα ιδιαιτέρως ανταγωνιστικά, γεγονός που θρέφει τις εμμονικές προδιαθέσεις τους, δίνοντας πάτημα για την ανάπτυξη αγχωδών ψυχικών διαταραχών. Οι στρεσογόνες αυτές συνθήκες αποτελούν ίδιον της σύγχρονης κοινωνίας, της αγωνιώδους ανάγκης για ανέλιξη, και συνάδουν με την επιθετικότητα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη -λανθασμένη- εργασιακή κουλτούρα.
Κατά συνέπεια, το φαινομενικό κυνήγι της τελειότητας και η προσέγγισή της με όρους εφήμερης επιτυχίας δεν είναι παρά μία κοινωνική επιταγή, η οποία –όπως όλες οι τάσεις της εποχής, αν και σε σύντομο χρονικό διάστημα εξαφανίζονται–, αφήνει το αποτύπωμά της στην κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία διαμορφώνεται. Σε αντίθεση, όμως, με λιγότερο επιβλαβείς τάσεις, η «σκιά» που αφήνει, αποτελεί ένα μεγάλο ψυχολογικό βάρος, που προτάσσει τις εμμονές και διαταράσσει την ψυχική υπόσταση του εκάστοτε ανθρώπου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Your Body Knows You’re Bunred Out, nytimes.com, διαθέσιμο εδώ
- Burnout and stress are everywhere, apa.org, διαθέσιμο εδώ