Του Γιώργου Δρακόπουλου,
Από την αρχαιότητα οι αγορές υπόκεινται σε κανονισμούς, περιορισμούς και ρυθμίσεις, με σκοπό τον μετριασμό των αδικιών, των αστοχιών και των αναποτελεσματικών λειτουργιών που παρουσιάζουν αυτές. Συνήθως, το ρυθμιστικό πλαίσιο τίθεται και εφαρμόζεται από κυβερνητικούς φορείς και, στις περισσότερες των περιπτώσεων, εμπλέκονται και ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων, με στόχο να πιέσουν για τα συμφέροντά τους. Μάλιστα, πιο σπάνια, η ρύθμιση της αγορά μπορεί να ελέγχεται από την ίδια τη βιομηχανία ή από εργατικά σωματεία.
Αρκετές φορές, μπορεί οι κανονισμοί που εφαρμόζονται σε μια αγορά να μην είναι πάντα καθαρά ωφέλιμοι για το σύνολο, καθώς, πιθανότατα, να υπερέχει κατά κόρον σε διαπραγματευτική ισχύ μια συγκεκριμένη ομάδα πίεσης, οδηγώντας –σχεδόν αποκλειστικά– στην ικανοποίηση των δικών της συμφερόντων. Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο πως οι κρατικές αρχές χρειάζεται να παρεμβαίνουν στη λειτουργία των αγορών, ώστε να αποφεύγονται ή έστω να περιορίζονται οι αποτυχίας τους, ειδικά σε αγορές με έντονες στρεβλώσεις και κινδύνους.
Παράδειγμα αγοράς που ενέχει σημαντικούς κινδύνους, αν αναπτυχθεί ανεξέλεγκτα, και το κέρδος μπορεί δημιουργηθεί μονομερώς από της μεγάλες επιχειρήσεις, είναι αυτή του τεχνολογικού κλάδου και, ειδικότερα, της τεχνητής νοημοσύνης. Η ανάπτυξη του ChatGPT, το οποίο, για πρώτη φορά, έδειξε σε πρακτικότερο επίπεδο τις δυνατότητες που μπορεί να δώσει στην ανθρωπότητα η τεχνητή νοημοσύνη, όξυνε τις συζητήσεις γύρω από τη ρύθμιση της συγκεκριμένης αγοράς.
Η πρωτοπορία της Ε.Ε. στη ρύθμιση της αγοράς τεχνητής νοημοσύνης
Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Ένωση σημείωσε μια σημαντικό και πρωτοπόρα πρόοδο στη διαμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου, σχετικά με το πώς οι εταιρείες μπορούν να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη (Τ.Ν.), που ξεκίνησε το 2021 και αναμένεται να εφαρμοστεί μετά το 2026. Ειδικότερα, στον απόηχο των προειδοποιήσεων για τις επιπτώσεις της Τ.Ν. από τις ίδιες τις Big Tech εταιρείες, καθώς και από πληθώρα σχετικών επιστημόνων, οι νομοθέτες της Ένωσης συμφώνησαν σε ένα προσχέδιο, το οποίο θα αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. πριν γίνει νόμος.
Οι νέοι κανονισμοί θα αφορούν όλες τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, ακόμα και αν δεν είναι ευρωπαϊκές εταιρείες, και ο βαθμός της ρύθμισης για κάθε σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που αναπτύσσεται θα εξαρτάται από τον βαθμό των κινδύνων που ενέχει, κυρίως, ως προς την υγεία, την ασφάλεια, τη διαφάνεια, τα θεμελιώδη δικαιώματα, τη Δημοκρατία, το κράτος δικαίου και το περιβάλλον.
Σε ενδεχόμενο παράβασης των κανονισμών, θα προβλέπονται από τον νόμο «τσουχτερά» πρόστιμα (δηλαδή πολλών εκατομμυρίων), αλλά πάντα αναλογικά με το μέγεθος της επιχείρησης και το μερίδιο που κατέχει στην αγορά. Η τελευταία παράμετρος είναι απαραίτητη, καθώς η πιο ήπια αντιμετώπιση απέναντι σε start-ups δεν θα «σκοτώσει» την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, παράγοντες που είναι απαραίτητοι για την επέκταση του κλάδου, που πρόκειται να συνεισφέρει όλο και περισσότερο στην ευρύτερη ανάπτυξη των οικονομιών.
Επιπλέον, βάσει της νομοθεσίας, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να ελέγχουν τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, η ανάπτυξη των οποίων βρίσκεται προ των πυλών, ενώ, παράλληλα, θα δίνεται η δυνατότητα και στους πολίτες να καταγγέλλουν τυχών παραβάσεις που πέφτουν στην υπόληψή τους.
Το πρόβλημα της εμπλοκής των μεγάλων επιχειρήσεων στη ρύθμιση της αγοράς
Οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες του τεχνολογικού χώρου παρουσιάστηκαν αρκετά θετικές απέναντι στις προσπάθειες ρύθμισης της αγοράς, για την προστασία του κοινωνικού συνόλου, καθώς, επίσης, προθυμοποιήθηκαν να εμπλακούν σε αυτές με προτάσεις τους και παροχή τεχνογνωσίας. Μάλιστα, μεγάλη μερίδα εταιρικών στελεχών υποστηρίζει πως διαθέτουν υψηλότερες ικανότητες από τους νομοθέτες, ώστε να ρυθμίσουν αποτελεσματικότερα την αγορά.
Σύμφωνα, όμως, με τη Marietje Schaake, η οποία είναι διευθύντρια διεθνούς πολιτικής στο Κέντρο Πολιτικής Κυβερνοχώρου στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, σε άρθρο της στους Financial Times, οι νομοθέτες πρέπει να είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην εμπλοκή των εταιρικών στελεχών. Ουσιαστικά, με αφορμή την πολυπλοκότητα της τεχνολογίας αυτής, σε συνδυασμό με την ανάγκη επιτάχυνσης των διαδικασιών λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της Τ.Ν., οι μεγάλες επιχειρήσεις προσφέρονται να δώσουν τη «λύση».
Από τη μία, δεν πρέπει να αποκλειστούν εντελώς από την όλη διαδικασία, διότι μπορούν όντως να βοηθήσουν και χρειάζεται να μπορούν να βρίσκονται σε θέση να προστατευτούν από πιθανές υπερβολές των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής. Από την άλλη, όμως, αναδύεται το πρόβλημα που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου, δηλαδή η αρνητική επιρροή της ίδιας της βιομηχανίας στη διαμόρφωση και τον έλεγχο του ρυθμιστικού πλαισίου, που καταλήγει να το καθιστά αδύναμο και αναποτελεσματικό.
Όπως δηλώνει ως παράδειγμα η Marietje Schaake στο άρθρο της, «Φανταστείτε τον διευθύνοντα σύμβουλο της JPMorgan να εξηγεί στο Κογκρέσο ότι επειδή τα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι πολύ περίπλοκα για να τα κατανοήσουν οι νομοθέτες, οι τράπεζες θα πρέπει να αποφασίσουν μόνες τους πώς να αποτρέψουν το ξέπλυμα χρήματος, να εντοπίσουν τις απάτες και να καθορίσουν τους δείκτες ρευστότητας προς δάνεια. Θα γελούσε έξω από το δωμάτιο». Οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται, κατά κύριο λόγο, για το κέρδος και όχι για τις κοινωνικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους, γεγονός που μπορούμε να το διακρίνουμε εύκολα από διάφορα ιστορικά γεγονότα που αφορούν διάφορους κλάδους της οικονομίας.
Εν κατακλείδι, η εποπτεία και η ρύθμιση των αγορών πρέπει να είναι ανεξάρτητες και να υλοποιούνται βάσει των δημοκρατικών διαδικασιών, που θέτουν τα κράτη και οι θεσμοί τους. Στόχος τους πρέπει να είναι να αμβλύνουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις εξωτερικότητες που παρουσιάζονται από τις δραστηριότητες των ελεύθερων αγορών και όχι να τις εντείνουν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Europe is leading the race to regulate AI. Here’s what you need to know, edition.cnn.com, διαθέσιμο εδώ
- We need to keep CEOs away from AI regulation, ft.com, διαθέσιμο εδώ