Της Μαρίας Αλευρομαγείρου,
Πάγια πεποίθηση των Βυζαντινών για να αποφεύγουν τον πόλεμο, εφόσον αυτό ήταν δυνατό, ήταν η χρήση της διπλωματίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αυτοκράτορες της Παλαιολόγειας περιόδου είδαν στους δυναστικούς γάμους με πριγκίπισσες της Δύσης ένα μέσο άσκησης διπλωματικής πολιτικής, που θα τους απέφερε πολύτιμες συμμαχίες σε καιρούς οι οποίοι τους υποχρέωναν να εξουδετερώνουν τον έναν κίνδυνο μετά τον άλλο. Έτσι, για το διάστημα των 199 ετών που η δυναστεία τους άσκησε την εξουσία, μπορεί κανείς να μετρήσει πέντε δυτικές πριγκίπισσες που έγιναν αυτοκράτειρες του Βυζαντίου, χωρίς να υπολογίσει τις δυο συζύγους του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, οι οποίες απεβίωσαν προτού εκείνος ανέλθει στο θρόνο.
Οι πέντε δυτικής προέλευσης αυτοκράτειρες της Παλαιολόγειας περιόδου είναι οι εξήςꓽ Άννα της Ουγγαρίας (1260-1281), Γιολάντα-Ειρήνη του Μομφερράτου (1274-1317), Αδελαΐδα Ειρήνη του Μπράουνσβαϊγκ (1293-1324), Άννα της Σαβοΐας (1306-1365), Σοφία Παλαιολογίνα του Μομφερράτου (1399-1434), ενώ οι δυο σύζυγοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου που πέθαναν χωρίς να γίνουν αυτοκράτειρες είναι η Θεοδώρα Τόκκο και η Αικατερίνη Γατελούζου.
Ο τρόπος με τον οποίο καθεμία από τις πριγκίπισσες αυτές βίωσε τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη διαφέρει ανά περίπτωση. Σύμφωνα με τη Dabrowska, σε γενικές γραμμές δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερα προβλήματα εγκλιματισμού στο νέο περιβάλλον, καθώς δεν φαίνεται πως υπέφεραν λόγω πολιτισμικών ή θρησκευτικών διαφορών. Βέβαια, αναφορικά με το θρήσκευμα, ο κανόνας ήταν η δυτική σύζυγος να προσχωρεί στην ορθοδοξία και να ανατρέφει τα παιδιά της, που αποτελούσαν διαδόχους και εγγυητές όχι μόνο της δυναστικής συνέχειας, αλλά και της ίδιας της αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τις αρχές της. Ωστόσο, στο ρευστό θρησκευτικό περιβάλλον της περιόδου, στο προσκήνιο της οποίας κυριαρχούσε συχνά το ζήτημα της ένωσης των εκκλησιών, υπήρχε μεγαλύτερη ευελιξία. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις οι πριγκίπισσες αυτές δεν λειτούργησαν μόνον ως μέσο για την κατοχύρωση κάποιων επωφελών συμμαχιών, ή δεν περιορίστηκαν στο ρόλο τους ως εγγυητές της δυναστικής συνέχειας μέσω της διασφάλισης διαδόχου, αλλά έπαιξαν ενεργό πολιτικό ρόλο, όχι πάντοτε με θετικά αποτελέσματα.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η Άννα ή Ιωάννα της Σαβοΐας (1306-1365), δεύτερη σύζυγος του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Η Άννα ήταν κόρη του Αμεδαίου Ε΄, κόμη της Σαβοΐας και της Μαρίας της Βραβάνδης, και θετή αδερφή του Εδουάρδου της Σαβοΐας. Σημαντικό ρόλο για την επιλογή της, που σύμφωνα με τον Nicol οφείλεται στον Ανδρόνικο Β΄, έπαιξε το γεγονός ότι η οικογένειά της ανήκε στους Γιβελλίνους, με τους οποίους οι Βυζαντινοί ήθελαν να συνάψουν συμμαχία εναντίον του πάπα. Διαμεσολαβητικό ρόλο θεωρείται πως έπαιξε ο θείος της Άννας, Θεόδωρος Α’ του Μομφεράτου, που είχε συγγενική σχέση με τους Παλαιολόγους και ήταν θείος, από την πλευρά της μητέρας, της Άννας.
Οι πρεσβευτές από το Βυζάντιο έφτασαν στο Chambery προκειμένου να συνομιλήσουν με την οικογένειά της, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1325, και το γαμήλιο συμβόλαιο υπογράφηκε μόλις λίγες ημέρες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου. Τον Φεβρουάριο του 1326, μετά από αρκετούς μήνες προετοιμασίας της προίκας της αλλά και μετά από ένα κοπιαστικό ταξίδι, η Άννα φτάνει στην Κωνσταντινούπολη με τη συνοδεία της. Οι γάμοι και η στέψη της γίνονται τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, αφού ο Ανδρόνικος Γ΄ επιστρέψει από στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη. Η αλλαγή του ονόματός της σε Άννα Παλαιολογίνα, υποδηλώνει πως βαπτίστηκε ορθόδοξη, ενώ ενδιαφέρον έχει η αντίδραση του πάπα Ιωάννη ΚΒ΄, ο οποίος όταν ενημερώθηκε για το γάμο από τον αδελφό της νύφης -με σχετική καθυστέρηση- αρκέστηκε να δηλώσει πως μια καθολική πριγκίπισσα θα πρέπει να αποφεύγει με κάθε κόστος να παντρευτεί άπιστο, συμπεριλαμβανομένου και του ορθόδοξου αυτοκράτορα. Αν ωστόσο συνέβαινε κάτι τέτοιο, ευχόταν η πριγκίπισσα να προσπαθούσε τουλάχιστον να προσηλυτίσει το σύζυγό της στην μια και μοναδική ορθή πίστη, την καθολική, και να μη συμβεί το αντίθετο.
Την Άννα συνόδευαν πενήντα περίπου μέλη της αυλής της Σαβοΐας, μεταξύ των οποίων ιππότες, κυρίες της αυλής, φραγκισκανοί μοναχοί, υπηρέτες κλπ. Ο πυρήνας παρέμενε αμετάβλητος για πολλά χρόνια, ενώ κάποιοι άλλοι αντικαθίσταντο σε τακτά χρονικά διαστήματα με νέους απεσταλμένους από τη Σαβοΐα. Το πρώτο διάστημα της παραμονής τους, οι Βυζαντινοί είχαν εντυπωσιαστεί από τους επισκέπτες ενώ, ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος λέγεται πως ήταν και ο ίδιος ο Ανδρόνικος Γ΄, ο οποίος γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τις κονταρομαχίες.
Ωστόσο, τα προβλήματα αυτής της συμβίωσης εμφανίστηκαν όταν o Ανδρόνικος Γ΄ απεβίωσε ξαφνικά το 1431, χωρίς να έχει τακτοποιήσει το θέμα της διαδοχής του, και ενώ ο πρωτότοκος γιος του ήταν μόλις εννέα ετών και δεν είχε ανακηρυχθεί ή στεφθεί επισήμως συν-αυτοκράτορας. Έτσι, αρχικά προβλεπόταν την εξουσία να μοιράζεται ο Ιωάννης Καντακουζηνός, στενός φίλος και έμπιστος συνεργάτης του Ανδρόνικου Γ΄, μαζί με τη βασιλομήτορα Άννα της Σαβοΐας. Όμως, η Άννα επειδή δεν εμπιστευόταν τον Ιωάννη και υπό την επήρεια του πατριάρχη Ιωάννη ΙΔ΄ Καλέκα, που εποφθαλμιούσε την αντιβασιλεία για λογαριασμό του, αλλά και του Αλέξιου Απόκαυκου, προσπάθησε να αποκλείσει τον Ιωάννη από την εξουσία, συνέβαλε στο να ξεσπάσει μια καταστροφική επταετής εμφύλια διαμάχη που εξάντλησε και τις τελευταίες ελπίδες της αυτοκρατορίας να ορθοποδήσει.
Στην διάρκεια αυτού το πολέμου, η εμπλοκή του στενού κύκλου των συμπατριωτών της Άννας στα εσωτερικά της αυτοκρατορίας είναι αδιαμφισβήτητη. Για παράδειγμα, η Ισαβέλλα ντε Λα Ρος, κυρία των τιμών της Άννας που ήταν στη συνοδεία της από τη στιγμή που η τελευταία άφησε την πατρίδα της για τη Κωνσταντινούπολη, διατηρούσε στενή επαφή με τον πάπα Κλήμεντα ΣΤ΄, τον οποίο κρατούσε ενήμερο για οτιδήποτε συνέβαινε στην αυλή, με τον πάπα να τη συγχαίρει για τη συνεργασία της προκειμένου «οι σχισματικοί Έλληνες» να επιστρέψουν ξανά στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας.
Μάλιστα, όταν επικράτησε ειρήνη, η αποστολή που έστειλε στον πάπα ο συν-αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός άκουσε έκπληκτη, με πάσα λεπτομέρεια από το στόμα του ίδιου του προκαθήμενου της καθολικής εκκλησίας, τα όσα είχαν λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός για το οποίο ο Κλήμεντας ΣΤ΄ απέδωσε τα εύσημα στην πιστή κυρία των τιμών της Άννας. Σε άλλη περίπτωση, η Άννα όταν ήθελε να διεκπεραιώσει άκρως μυστικές αποστολές, όπως εκείνη της αποστολής πρεσβείας στην Αβινιόν το καλοκαίρι του 1343, προκειμένου να διαβεβαιώσει τον πάπα πως η ίδια και ο γιός της ήταν «αφοσιωμένοι υπηρέτες τα Αγίας Έδρας», κατέφυγε και πάλι στους συμπατριώτες της.
Τέλος, η ολέθρια διαχείριση της κατάστασης από την Άννα αντανακλάται επίσης στην απόφασή της να βάλει σε υποθήκη τα κοσμήματα του στέμματος, σύμβολα της αυτοκρατορικής δόξας και του βυζαντινού μεγαλείου, προκειμένου να διασφαλίσει δάνειο από τους Βενετούς για να αντιμετωπίσει τα τεράστια έξοδα της εμπλοκής της στην εμφύλια διαμάχη. Δάνειο που δεν κατέστη δυνατό να αποπληρωθεί ποτέ, με αποτέλεσμα αυτά να περάσουν οριστικά πλέον στα χέρια της Γαληνότατης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μεργιαλή-Σαχά, Σ. (2012), Αμφίδρομες πολιτισμικές διαδρομές ανάμεσα στο Βυζάντιο και την Αναγεννησιακή Ιταλία, Βυζαντινά 32.
- Dabrowska, M. (2008), “Is there any room on the Bosporus for a Latin lady?”, Byzantinoslavica 66.
- Nicol, D. (1993), The Last Centuries of Byzantium, 1261-1454, Cambridge: Cambridge University Press.
- Garces Avalos, G. (2015), Presencia Saboyana en la Corte de los Paleológos (1326-1347), Byzantion Nea Hellàs 34.
- Nicol, D. (1989), Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge: Cambridge University Press.
- Melichar, P. (2019), “A Heretic with a Distorted Face: Sophia of Montferrat, the ‘Other’ Empress of Byzantium”, στο: Same Bodies, Different Women: ‘Other’ Women in the Middle Ages and the Early Modern Period, Trivent Publishing.