Της Ιωάννας Λογάρου,
H ιαπωνική λέξη “Rashomon”, που σημαίνει διαμάχη, είναι το όνομα της ταινίας του Akira Kurosawa, προσαρμοσμένη από το διήγημα του συγγραφέα Akutagawa. Πηγή έμπνευσης και των δύο αποτέλεσε ο θρύλος του Ρασομόν, μίας αρχαίας πύλης στο Κιότο. Ο θρύλος αυτός έχει τρεις διαφορετικές εκφάνσεις, που αντιφάσκουν μεταξύ τους. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην ταινία. Ξεκινά με πλάνα καταρρακτώδους βροχής και έπειτα αποκαλύπτονται δύο άνδρες στο καταφύγιο της πύλης Ρασομόν του Κιότο. Οι δύο άνδρες, ένας ιερέας και ένας ξυλοκόπος, αρχίζουν να συζητούν με έναν άνθρωπο που τρέχει στη βροχή, για τη δολοφονία ενός σαμουράι, τον βιασμό της γυναίκας του και για την πιθανή ενοχή ενός ληστή. Δεδομένου ότι, τόσο ο ξυλοκόπος όσο και ο ιερέας, ισχυρίζονται ότι έχουν δει τον σαμουράι –είτε νεκρό στο έδαφος μετά τη δολοφονία του είτε τις ημέρες που προηγήθηκαν– καλούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο. Ο ύποπτος ληστής παρουσιάζεται, επίσης, στο δικαστήριο για να καταθέσει, όπως και η σύζυγος του σαμουράι. Η αφήγηση του ίδιου του σαμουράι γίνεται μέσω ενός μέντιουμ. Η ιδιαιτερότητα αυτών των αφηγήσεων από κάθε χαρακτήρα οφείλεται στο ότι ο καθένας ισχυρίζεται ότι είναι δολοφόνος. Επομένως, η παραποίηση της αλήθειας δεν τους προσδίδει κάποιο όφελος.
Παρότι οι αφηγήσεις διαφέρουν μεταξύ τους, εντοπίζονται ορισμένα κοινά στοιχεία στις ιστορίες (η γυναίκα βιάστηκε). Ωστόσο, τέσσερα άτομα αφηγούνται τις δικές τους εκδοχές για το τι συνέβη, γι’ αυτό και διερευνάται το πώς κάθε άτομο έχει τη δική του οπτική γωνία για τα γεγονότα, ακόμα και όταν τα βλέπει από πρώτο χέρι. Ο ληστής ισχυρίζεται ότι βίασε τη γυναίκα του σαμουράι και έπειτα τον σκότωσε σε μια σκληρή μονομαχία. Αντίθετα, η σύζυγος ισχυρίζεται ότι ο ληστής όντως της επιτέθηκε, αλλά μετά ο σύζυγός της την κοίταξε με τέτοια αποστροφή που τον παρακάλεσε να τη σκοτώσει. Ο σύζυγος είχε δεθεί από τον ληστή και το βλέμμα του είχε κάνει τότε τη γυναίκα του να λιποθυμήσει. Όταν ξύπνησε, βρήκε το στιλέτο που κρατούσε καρφωμένο στο στήθος του νεκρού συζύγου της. Ο σαμουράι, μέσω του μέντιουμ, ισχυρίζεται ότι αφού ο ληστής είχε βιάσει τη γυναίκα του, της πρότεινε να ταξιδέψει μαζί του. Η σύζυγος δέχτηκε –λόγω της ντροπής– να «ανήκει» σε δύο άνδρες, γεγονός που οδήγησε τον σαμουράι να αυτοκτονήσει με το στιλέτο της γυναίκας του.
Ωστόσο, μετά τη δίκη, ο ξυλοκόπος δηλώνει ότι και οι τρεις ιστορίες είναι ψευδείς. Απέρριψε την ευκαιρία να καταθέσει, μη θέλοντας να εμπλακεί, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μάρτυρας των γεγονότων. Ισχυρίζεται ότι ο σαμουράι δεν επιθυμούσε να υπερασπιστεί την τιμή της γυναίκας του, οπότε αρνήθηκε τη μονομαχία. Η σύζυγος υποτίμησε τον ανδρισμό του σαμουράι και του ληστή, ξεσηκώνοντάς τους για μάχη. Όταν άρχισε η μάχη, και οι τρεις τους ήταν φοβισμένοι, ο ληστής κέρδισε τυχαία, ενώ η σύζυγος διέφυγε.
Με αφορμή την ταινία, επινοήθηκε ο όρος “Rashomon Effect” από τον Γάλλο δημοσιογράφο Jean Rouch το 1950. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν υπάρχουν πολλοί μάρτυρες ενός περιστατικού ή εγκλήματος, αλλά κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τι συνέβη, επειδή ο καθένας είδε κάτι διαφορετικό. Επιπλέον, μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση που υπάρχουν αντικρουόμενες προοπτικές ή ερμηνείες ενός γεγονότος με βάση τη μαρτυρία ενός ατόμου έναντι της ανάμνησης ή της αντίληψης ενός άλλου ατόμου.
H ιδέα περί αντικειμενικής αλήθειας έχει αναλυθεί ευρέως από τον Νίτσε, με πρώτη αναφορά στη βούληση στο βιβλίο του Πέρα από το Καλό και το Κακό στην πρώτη ενότητα ως «Η βούληση για την αλήθεια». Εκεί διερωτάται γιατί η αλήθεια έχει τιμηθεί τόσο πολύ από τους φιλοσόφους αντί για την αναλήθεια ή την αβεβαιότητα, ακόμα και την άγνοια.
Ο Νίτσε στήριζε πως η «ορμή» προς τη γνώση δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ ο «πατέρας της φιλοσοφίας». Αντιθέτως, η φιλοσοφία δεν είναι απλώς η αναζήτηση της αλήθειας. Αν εξεταστούν οι βασικές ορμές του ανθρώπου, θα διαπιστωθεί ότι κάθε μια είναι φιλοσοφία κάποια στιγμή και ότι όλες θέλουν να παρουσιαστούν ως κυρίαρχες των άλλων ορμών και ως τελικός σκοπός της ύπαρξης. Έτσι, για τον Νίτσε η φιλοσοφία δεν είναι η θέληση για αλήθεια, αλλά μία εκδήλωση της θέλησης για εξουσία. Οι φιλόσοφοι –«πανούργοι εκφραστές των προκαταλήψεών τους, τις οποίες βαφτίζουν αλήθειες»– δεν είναι ούτε ειλικρινείς ούτε θαρραλέοι, καθώς δεν μιλούν, πολύ περισσότερο δεν παραδέχονται την αληθινή φύση των πράξεών τους, ακόμα και όταν έχουν επίγνωση του τι κάνουν. Οι «αλήθειες» δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα «αναντίρρητα λάθη» μας, υποστηρίζει ο Νίτσε.
Ο Νίτσε έστρεψε την επίθεσή του στην αλήθεια εναντίον της μεταφυσικής του Πλάτωνα, του σημαιοφόρου της θέλησης για αλήθεια, και του Καντ, του διαδόχου του Πλάτωνα. Υπό το πρίσμα της διδασκαλίας του Νίτσε για τη θέληση προς την εξουσία, οι μεταφυσικές αξιώσεις της φιλοσοφίας έρχονται στο προσκήνιο ως κατασκευή της θέλησης. «Από τη στιγμή που οποιαδήποτε φιλοσοφία αρχίζει να πιστεύει στον εαυτό της», υποστηρίζει ο Νίτσε, «δημιουργεί πάντα τον κόσμο κατ’ εικόνα της». Η φιλοσοφία είναι η ίδια αυτή η τυραννική ορμή, η πιο πνευματική θέληση για εξουσία, για τη δημιουργία του κόσμου». Για τον Νίτσε, ο Πλάτων προτίμησε την εμφάνιση από το είναι, το ψέμα και την επινόηση από την αλήθεια, το πραγματικό από το μη πραγματικό. Αλλά ήταν τόσο πεπεισμένος για την αξία της εμφάνισης που της έδωσε τις ιδιότητες «ον», «αιτιότητα» και «καλοσύνη» και «αλήθεια», με λίγα λόγια όλα όσα οι άνθρωποι εκτιμούν. Αντίθετα, στόχος του Νίτσε είναι να απαλλάξει τη φιλοσοφία από τις μάσκες και να απελευθερώσει τις φυσικές δημιουργικές ενέργειες του ανθρώπου.
Ο Νίτσε χαρακτηρίζει την αλήθεια ως την πιο αδύναμη μορφή γνώσης. Η αλήθεια ως σκοπός, ως πρότυπο κρίσης, είναι ένα πρόσφατο, και επομένως αβέβαιο, φαινόμενο. Είναι προβληματική, κατηγορεί ο Νίτσε, καθώς βρίσκεται δυνητικά σε αντίθεση με την ανθρώπινη φύση: «Φαινόταν ότι δεν μπορούσε κανείς να ζήσει με την αλήθεια: ο οργανισμός μας ήταν προετοιμασμένος για το αντίθετο, όλες οι ανώτερες λειτουργίες του, η αισθητηριακή αντίληψη και κάθε είδους αίσθηση λειτουργούσαν με αυτά τα βασικά λάθη που είχαν ενσωματωθεί από αμνημονεύτων χρόνων». Αν η ζωή χωρίς αλήθεια απαιτούσε δύναμη, τότε η απαίτηση για αλήθεια έκανε τον άνθρωπο αδύναμο. Ο φιλόσοφος στηρίζει ότι είναι πιο άνετο να υπακούει κανείς παρά να εξετάζει. Η μεταφυσική λειτουργεί ως στήριγμα του εύθραυστου σύγχρονου ψυχισμού. Ο Νίτσε επιθυμεί να εξαλείψει την αλήθεια ως το πρότυπο της γνώσης και να απαρνηθεί όλες τις μεταφυσικές παρηγοριές.
Την πιθανότητα, ωστόσο, ύπαρξης μιας αντικειμενικής αλήθειας ο Νίτσε την αφήνει σχεδόν ανέγγιχτη – πιστεύει ότι ένα τέτοιο ζώο υπάρχει. «Όπως τον αντιλαμβάνεται ο Νίτσε», γράφει ο Ted Sadler, «ο προοπτικισμός δεν αποκλείει, αλλά μάλλον προϋποθέτει μια απολυταρχική αντίληψη της αλήθειας. Μόνο όταν αυτό γίνει κατανοητό μπορεί να αναδυθεί ο αυθεντικά φιλοσοφικός ριζοσπαστισμός της σκέψης του Νίτσε, σε αντίθεση με τον απλό επιστημολογικό ριζοσπαστισμό του μεταμοντέρνου πλουραλισμού και άλλων μορφών σχετικισμού». Αν όντως υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια, ωστόσο, αυτή δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως θεμέλιο για την ανθρώπινη δραστηριότητα, αφού δεν έχουμε κανένα μέσο για να διαπιστώσουμε τη φύση της. Ωστόσο, κάθε άλλο παρά απορρίπτει την αλήθεια, ο Νίτσε τη σέβεται πολύ, μιας και πιστεύει ότι η αλήθεια τελικά είναι μια γυναίκα: δεν πρέπει να παραβιάζεται. Παρ’ όλα αυτά, ο Νίτσε αδυνατεί να κατανοήσει γιατί κάποιος, πόσο μάλλον εκείνοι που δηλώνουν αγάπη για την αλήθεια, θα προτιμούσε «έστω και μια χούφτα «βεβαιότητα» από ένα ολόκληρο φορτίο όμορφων δυνατοτήτων».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nietzsche Friedrich Wilhelm, Πέρα από το καλό και το κακό, Εκδόσεις Πανοπτικόν (4/2010)
- Rashomon, rottentomatoes.com, διαθέσιμο εδώ