Της Στέλλας Κίζυλη,
Με την πάροδο των χρόνων, η κατάσταση στα ποινικά δικαστήρια της χώρας, αντί να βελτιώνεται, όπως θα ήταν το αναμενόμενο, χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο, κυρίως λόγω του πλήθους των δικογραφιών που λιμνάζουν στα στάδια της προκαταρκτικής εξέτασης και της ανάκρισης. Κρίθηκε, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη πρόβλεψης εναλλακτικών μορφών απονομής Δικαιοσύνης, παρακάμπτοντας τη σύνθετη και ιδιαίτερα χρονοβόρα παραδοσιακή διαδικασία.
Ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, αν και νεοπαγής, εναρμονίζεται απόλυτα με τον κεντρικό στόχο της ποινικής δίκης, που δεν είναι άλλος από την αποκατάσταση της διαταραχθείσας από τη διάπραξη κάποιου εγκλήματος κοινωνικής ειρήνης. Ειδικότερα, η ποινική συνδιαλλαγή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 301 του ΚΠΔ, εφαρμόζεται στα κακουργήματα της πλαστογραφίας, της ψευδούς βεβαίωσης υπαλλήλου, των στρεφόμενων χωρίς βία ή απειλή κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, καθώς και σε αυτά τα οποία προβλέπονται στους ειδικούς νόμους που απαριθμεί αποκλειστικά το ίδιο άρθρο. Πέρα από τα κακουργήματα, ωστόσο, η συνδιαλλαγή βρίσκει εφαρμογή και στα αντίστοιχα πλημμελήματα των άρθρων και των ειδικών νόμων αυτών, όπως ορίζεται. Στο τελευταίο εδάφιο, μάλιστα, ορίζεται ότι η συνδιαλλαγή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη επιβαρυντικών περιστάσεων, περιλαμβάνοντας πλέον ρητά και τις περιπτώσεις που τα αδικήματα στρέφονται κατά του Δημοσίου.
Για να εκκινήσει ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, απαιτείται να έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη. Ο κατηγορούμενος υποβάλει αίτημα ότι επιθυμεί να αποδώσει το πράγμα που ιδιοποιήθηκε ή να αποκαταστήσει τις τυχόν συνέπειες που προκλήθηκαν από τη διάπραξη του εγκλήματος, έως την τυπική περάτωση της ανάκρισης, δηλαδή τη διαβίβαση της δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα. Τότε ο εισαγγελέας καλεί τον κατηγορούμενο και τον παθόντα μετά ή διά των δικηγόρων τους για συνδιαλλαγή. Η παρουσία και, κυρίως, η σύμπραξη των δικηγόρων στη διαδικασία αυτή, της σύναψης μίας σοβαρής και δεσμευτικής συμφωνίας, είναι υποχρεωτική, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική προάσπιση των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Η προθεσμία που τάσσει ο εισαγγελέας για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου και βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η αποκατάσταση της ζημίας, είναι δεκαπενθήμερη. Αν το πρακτικό συνταχθεί πριν την απολογία του κατηγορουμένου, η ανάκριση θεωρείται ότι περατώθηκε για αυτόν, ενώ αν συνταχθεί μετά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, που είχαν τυχόν επιβληθεί, αίρονται υποχρεωτικά με απόφαση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Αν η συνδιαλλαγή επιτευχθεί και με δεδομένη την ενοχή του κατηγορουμένου, η υπόθεση εισάγεται ταχέως στο μονομελές εφετείο, του οποίου η αρμοδιότητα περιορίζεται απλώς στην επικύρωση της συμφωνίας, ενώ, παράλληλα, κλητεύεται ο κατηγορούμενος. Στη δε περίπτωση που απέτυχε η συνδιαλλαγή, η αίτηση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ και το σχετικό υλικό καταστρέφεται.
Η ποινική συνδιαλλαγή, ωστόσο, εφαρμόζεται και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή μετά την τυπική περάτωση της ανάκρισης και έως το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κρίσιμος εδώ είναι ο χρόνος, κατά τον οποίο υποβάλλεται το αίτημα του κατηγορουμένου. Αν υποβληθεί μετά το πέρας της ανάκρισης και μέχρι την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή την απόφαση για απευθείας κλήση, υποβάλλεται στον εισαγγελέα και διατάσσεται περαιτέρω κύρια ανάκριση, αφού ανακληθεί η πρόταση του εισαγγελέα και ακολουθείται η ίδια διαδικασία του άρθρου 301 ΚΠΔ. Αν, από την άλλη, υποβληθεί μετά την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος και μέχρι την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, ο εισαγγελέας εισάγει το αίτημα στο αρμόδιο, για την εκδίκαση της υπόθεσης, δικαστήριο. Τέλος, αν υποβληθεί στο ακροατήριο μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, αυτό τάσσει προθεσμία για τη σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής.
Άλλη μορφή εναλλακτικής απονομής ποινικής Δικαιοσύνης αποτελεί ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης. Αυτή αφορά ευρύ φάσμα εγκλημάτων, η ομολογία του κατηγορουμένου ανταλλάσσεται με την επιβολή μειωμένης ποινής, ενώ δεν αποκλείεται και η αποκατάσταση της ζημίας. Όπως ορίζεται στο άρθρο 303 ΚΠΔ, η ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζεται στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, εκτός των κακουργημάτων, τα οποία απειλούνται και με ποινή ισόβιας κάθειρξης, τις τρομοκρατικές πράξεις του άρθρου 187Α και τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, ενώ έχει επεκταθεί και στα εγκλήματα «διαφθοράς» υπαλλήλων.
Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει εγγράφως, αυτοπροσώπως ή διά του συνηγόρου του την έναρξη της διαδικασίας ποινικής διαπραγμάτευσης, καταρχήν μέχρι το πέρας της κύριας ανάκρισης, αλλά και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και στο ακροατήριο. Η διαπραγμάτευση αφορά μόνο την επιβλητέα ποινή. Μετά την υποβολή του αιτήματος, η δικογραφία διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος κρίνει αν η υπόθεση είναι κατάλληλη προς διαπραγμάτευση. Εφόσον κριθεί κατάλληλη, καλεί τον κατηγορούμενο μετά η διά του συνηγόρου του και, αν θεωρηθεί αναγκαίο, και τον παθόντα. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ κατηγορουμένου και εισαγγελέα, η τακτική διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Από την άλλη, αν επιτευχθεί συμφωνία για την ποινή, συντάσσεται πρακτικό διαπραγμάτευσης, το οποίο περιέχει την ομολογία, την ποινή και τον τρόπο έκτισής της. Η ποινή που θα συμφωνηθεί πρέπει να μην υπερβαίνει τα ανώτατα όρια που καθορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 303 ΚΠΔ. Μετά τη σύνταξη του πρακτικού, η υπόθεση εισάγεται σε σύντομο χρόνο στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο και επιβάλει την ποινή, η οποία δε μπορεί να υπερβαίνει τη συμφωνηθείσα.
Ειδικά για τα πλημμελήματα, προβλέπεται μία ταχεία λύση απονομής Δικαιοσύνης που εξυπηρετεί την ανάγκη αποσυμφόρησης της δικαστικής ύλης, η ποινική διαταγή. Αυτή εφαρμόζεται μόνο στα «ελαφρά» πλημμελήματα, αρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου, που απειλούνται με ποινή φυλάκισης έως ένα έτος, χρηματική ποινή ή συνδυασμό και των δύο. Ο εισαγγελέας κρίνει ότι το αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας, υποβάλει αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής και συντάσσει κατηγορητήριο. Αν ο δικαστής κρίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να καταφαθεί η ενοχή, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία, ενώ αν κρίνει αιτιολογημένα ότι τα στοιχεία επαρκούν εκδίδεται ποινική διαταγή, με την οποία επιβάλλεται μειωμένη ποινή, όπως ορίζεται ειδικότερα στο άρθρο 410 ΚΠΔ.
Εν κατακλείδι, η πρόβλεψη θεσμών αποκαταστατικής – εναλλακτικής Δικαιοσύνης από τον νομοθέτη, για τον οποίο αποτελούσε διαχρονικό προσφιλή στόχο, είναι ένα σημαντικό λιθαράκι στην προσπάθεια επιτάχυνσης της ποινικής Δικαιοσύνης και αποσυμφόρησης της δικαστικής ύλης, αφού θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νέοι θεσμοί έχουν κατορθώσει να συνδυάσουν την ταχύτητα με την ποιότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης», Αδάμ. Χ. Παπαδαμάκης, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
- «Οι εναλλακτικές μορφές απονομής της ποινικής δικαιοσύνης», μεταπτυχιακή διατριβή, Παράσχου Ελένη, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμη εδώ