Της Μαρίας Κλειδή,
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που βρίσκεται σε ένα κομβικό γεωγραφικό σημείο με τη θάλασσα να καλύπτει μεγάλο μέρος της επικράτειάς της και το πλήθος νησιών να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον μορφολογικό, αλλά και στον πολιτισμικό της χαρακτήρα. Η μορφολογία, αλλά και η θέση της χώρας μας, προσέφερε από πολύ νωρίς την ευκαιρία διαμόρφωσης δεσμών των κατοίκων, ιδιαίτερα των νησιών, με τις γειτονικές τους περιοχές μέσω του εμπορίου. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σημαντικό προνόμιο, καθώς οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου ήρθαν σε επαφή και επηρεάστηκαν από τους πρώτους μεγάλους, γνωστούς πολιτισμούς της υφηλίου, τον Βαβυλωνιακό και τον Αιγυπτιακό. Τα χαρακτηριστικά αυτά και οι σχέσεις που οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου διατηρούσαν με γειτονικούς λαούς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε πολλές περιπτώσεις όσον αφορά την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.
Ο ελλαδικός χώρος ήδη από τη Νεολιθική περίοδο υπήρξε ενεργός όσον αφορά τις επαφές του με τις πόλεις της Ανατολής. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού, όπου σημειώθηκε η άνθιση του πρώτου μεγάλου πολιτισμού του ελλαδικού χώρου, του Κυκλαδικού, οι θαλάσσιες διαδρομές και οι εμπορικές σχέσεις με τις Ανατολικές περιοχές αποτελούσαν κινητήρια οικονομική δύναμη. Στη συνέχεια, ο Μινωικός πολιτισμός, που διαδέχθηκε τον Κυκλαδικό, διατήρησε τις καλές εμπορικές σχέσεις με τα λιμάνια της Ανατολής, ιδιαίτερα με Κύπρο, Μίλητο, Αίγυπτο και Φοινίκη και δέχθηκε σημαντική επιρροή μέσω των ανταλλαγών εμπορευμάτων, αλλά και της αλληλεπίδρασης των εμπόρων και ταξιδευτών στην πολιτισμική του διαμόρφωση. Σε θολωτό τάφο του Πλατάνου της Μεσαράς βρέθηκε βαβυλωνιακός σφραγιδόλιθος με απεικόνιση της Θεάς Ιστάρ από τη μία πλευρά και από την άλλη θεού ή δυνάστη. Άλλες ταφές αποκαλύπτουν μικροαντικείμενα από ελεφαντόδοντο, που εισήγαγαν οι Μινωίτες από τη Συρία, αλλά και σφραγιδόλιθους με τη μορφή σκαραβαίων που βρέθηκαν στην Μονή Οδηγήτριας.
Η πτώση του Κυκλαδικού πολιτισμού μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1628 π.Χ. και η επακόλουθη αποδυνάμωση του Μινωικού πολιτισμού μετά το 1450 π.Χ. που παρατηρήθηκε προσπάθεια οργάνωσης αμυντικών συστημάτων στην Κρήτη, η οποία είχε διαγράψει μία ειρηνική πορεία στη διάρκεια της ακμής της, ανέδειξαν σταδιακά τον Μυκηναϊκό πολιτισμό ως κυρίαρχο στον ελλαδικό χώρο. Αν και ο Μυκηναϊκός πολιτισμός αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, οργάνωσε όπως και οι προκάτοχοί του ένα ισχυρό διαμετακομιστικό εμπόριο. Λαμβάνοντας χαρακτηριστικά από τον προγενέστερο μινωικό πολιτισμό και διατηρώντας σχέσεις μέσω εισαγωγών και εξαγωγών προϊόντων από και προς τα λιμάνια της Ανατολής διαμόρφωσε μία τέχνη πολύ πιο φιλόδοξη θα λέγαμε από την μινωική που άσκησε αργότερα σημαντική επιρροή στη τέχνη της Αρχαϊκής και της Κλασικής περιόδου. Τα διακοσμητικά στοιχεία των μυκηναϊκών είχαν τόσο μινωικά όσο και ανατολικά στοιχεία, ενώ δεν θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι χρυσές νεκρικές μάσκες των βασιλέων των Μυκηναίων, όπως η περίφημη μάσκα του Αγαμέμνονα, παραπέμπει στα νεκρικά προσωπεία των Φαραώ της Αιγύπτου.
Μετά την αποδυνάμωση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, στην οποία συντέλεσαν τόσο φυσικές καταστροφές, όπως μεγάλης κλίμακας σεισμοί στην περιοχή της Τίρυνθας και της Μιδέας, οι ελλείψεις αγαθών και η αδυναμία εμπορικών συναλλαγών, αλλά και οι πιθανές εισβολές που ενδεχομένως δέχθηκαν οι μυκηναϊκές ανακτορικές πόλεις, ακολούθησε μία μεγάλη περίοδος ύφεσης. Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού που συντελέστηκε γύρω στο 1200 π.Χ., ενώ οι επακόλουθες μετακινήσεις Δωρικών, Αιολικών, Ιονικών και φύλων που οδήγησαν στο φαινόμενο του πρώτου αποικισμού περίπου έναν αιώνα αργότερα, σηματοδότησαν το πέρασμα από την εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου γύρω στο 1100 π.Χ., καθώς τα φύλα αυτά είχαν αναπτύξει γνώσεις πάνω στην εκμετάλλευση του νέου αυτού υλικού.
Για τον κυρίως ελλαδικό χώρο τα επόμενα χρόνια μέχρι και τον 8ο π.Χ. αιώνα διακρίνονται από ελάχιστες εμπορικές συναλλαγές και αλληλεπιδράσεις με λαούς της ανατολής και η οικονομία είναι πιο εσωστρεφής απ’ ότι είχε διαγραφεί τις περιόδους της άνθισης των πολιτισμών της εποχής του Χαλκού. Η περίοδος που διανύθηκε ονομάστηκε Γεωμετρική, από τα διακοσμητικά στοιχεία που κοσμούσαν τα αγγεία που παρασκευάζονταν. Μετά όμως από τον 8ο π.Χ. αιώνα η οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει με κύριους πυλώνες τη ναυτιλία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία, πέραν της αγροτικής που αποτελούσε τη βασική πηγή πλούτου τα προηγούμενα χρόνια. Το φαινόμενο του δεύτερου αποικισμού συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της περιόδου, καθώς η αύξηση του πληθυσμού είχε αποτελέσει βάρος για την αγροτική οικονομία των προηγούμενων χρόνων. Η ίδρυση αποικιών συνέβαλε στην ανάπτυξη δεσμών μεταξύ ανατολής και δύσης και έδωσε το έναυσμα στον ελληνικό πολιτισμό να αναπτυχθεί σε νέες βάσεις.
Τα χρόνια που ακολούθησαν και ιδιαίτερα στη διάρκεια του 7ου π.Χ. αιώνα η Ελλάδα κατακλύζεται από αντικείμενα που εισάγονται από την ανατολή και η τέχνη που δημιουργείται στους κόλπους των ελληνικών πόλεων σε ακμή εκείνη την περίοδο έχει ονομαστεί για τον λόγο αυτό «ανατολίζουσα». Οι λαοί της ανατολικής Μεσογείου εκπέμπουν μία αριστοκρατική πολυτέλεια ενός πλούσιου υλικού πολιτισμού που γοητεύει τους Έλληνες, οι οποίοι με μεγάλη προθυμία την εισάγουν και την προσαρμόζουν στην τέχνη τους. Επιπλέον, η μετανάστευση πληθυσμιακών ομάδων από την Κιλικία, τη Συρία και την Παλαιστίνη λόγω της επέκτασης του βασιλείου των Ασσυρίων, έχει ως αποτέλεσμα τεχνίτες από τις περιοχές αυτές να εισέρχονται στον ελλαδικό χώρο για εργασία, γεγονός που προσέφερε στα ελληνικά εργαστήρια πλήθος γνώσεων τεχνικών και αισθητικών. Φυσικά οι νέες αυτές γνώσεις προσαρμόστηκαν στην ελληνική ιδεολογία και οπτική και οδήγησαν στην σύσταση μίας πολιτισμικής έκφρασης που σημάδεψε την ελληνική πολιτισμική παράδοση και αποτέλεσε το πλατύσκαλο για να πατήσει η κλασική τέχνη.
Την Αρχαϊκή περίοδο ιδιαίτερο χαρακτήρα δίνουν οι δημιουργίες μεγάλου μεγέθους αγαλμάτων σε πολλά εργαστήρια του ελλαδικού χώρου, το καθένα δίνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής στις μορφές αυτές. Οι λεγόμενοι, πέτρινοι στην αρχή και στην συνέχεια και μαρμάρινοι, κούροι και κόρες υπήρξαν από τις εντονότερες πολιτισμικές εκφράσεις της περιόδου αυτής. Η επιρροή ήρθε και πάλι από την ανατολή, με έμπνευση να αποτελεί ενδεχομένως και το σύνταγμα των μορφών του Φαραώ της Αιγύπτου Ραμσή στο Άμπου Σίμπελ. Οι γυμνές ανδρικές και πλούσια ενδεδυμένες και διακοσμημένες γυναικείες αγαλματένιες μορφές αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν της περιόδου αυτής και στην πορεία οδήγησαν στην κορύφωση της πλαστικής τέχνης με τη δημιουργία αγαλμάτων θεών και ανθρώπων που φιλοτεχνήθηκαν από τους μεγάλους γλύπτες της κλασικής περιόδου, τον Πραξιτέλη, τον Φειδία, τον Λύσιππο κ.α. και προσέφεραν στην χώρα μία αίγλη που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πλάντζος Δημήτρης, Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία, Εκδόσεις Καπόν: Αθήνα 2016
- ΑΙΓΥΠΤΟΣ 2 – ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΡΑΜΣΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΜΦΙΔΑ ΣΤΟ ΑΜΠΟΥ ΣΙΜΠΕΛ, zyrinis.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μυκηναϊκή Τέχνη, worldhistory.org, διαθέσιμο εδώ