Της Κατερίνας Χασιώτη,
Είναι ευρέως παραδεκτό ότι η εύρυθμη διεξαγωγή μιας δίκης εξασφαλίζεται με τη συμμετοχή των διαδίκων σε αυτή. Ο δικαστής είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να ακούσει και τις δύο αντικρουόμενες πλευρές προκειμένου να έχει μια πιο ολοκληρωμένη οπτική επί της δικάζουσας υπόθεσης, και επομένως, να είναι σε θέση να κάνει τη σωστή επαγωγή και εφαρμογή του κατάλληλου, για κάθε περίπτωση, κανόνα δικαίου. Η απόφαση που θα εκδοθεί από τη δίκη, στην οποία μετέχουν νομίμως όλοι οι διάδικοι, είναι κατ’ αντιμωλίαν. Γενικότερα, προτιμάται από τον ίδιο τον νομοθέτη ο συγκεκριμένος τρόπος διεξαγωγής της δίκης, αλλά δεν μπορεί να παραβλέψει και την πιθανότητα κωλύματος κάποιου διαδίκου να πάρει μέρος σε αυτή εξαιτίας ορισμένου σοβαρού λόγου, π.χ. λόγος ανωτέρας βίας. Επί τούτου, ο νομοθέτης μερίμνησε και προέβλεψε τη δυνατότητα στον ερημοδικασθέντα διάδικο να ανατρέψει την απόφαση και να επιδιώξει νέα συζήτηση.
Αρχικά, πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός της ερήμην δίκης από την ματαίωση της δίκης (Αρ. 260 ΚΠολΔ). Όσον αφορά τη ματαίωση, αν δεν εμφανιστούν κατά τη μέρα της δικασίμου αμφότεροι οι διάδικοι, τότε η συζήτηση ματαιώνεται δηλαδή δεν υπάρχει απόφαση, ενώ ερήμην δίκη υφίσταται όταν παρατηρείται το φαινόμενο της φυσικής απουσίας ενός από τους διαδίκους ή όταν ο διάδικος είναι φυσικά παρών, αλλά δικονομικά δεν παρίσταται ορθά (π.χ. όταν δεν παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ήταν υποχρεωτική η παράσταση με βάση το Αρ. 94 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, στην περίπτωση της ερήμην δίκης προβλέπεται το τακτικό ένδικο μέσο της ανακοπής της ερημοδικίας. Κατά τον Νίκα «Ανακοπή ερημοδικίας είναι το τακτικό ένδικο μέσο, με το οποίο ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην ζητά από το ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την ερήμην του απόφαση, την εξαφάνισή της και τη νέα συζήτηση της υποθέσεως». Η αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας καθιερώνεται στο Αρ. 501 ΚΠολΔ, κατά το οποίο η ανακοπή αυτή περιορίζεται στις περιπτώσεις που ο μη παραστάς διάδικος, δηλαδή ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Το εν λόγω ένδικο μέσο έχει προθεσμία 15 μέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, διαφορετικά αν ο διάδικος είναι αγνώστου διαμονής ή κάτοικος εξωτερικού, η προθεσμία είναι 60 μέρες (Αρ. 503 παρ. 1 και 2).
Επίσης, στην ανακοπή ερημοδικίας δεν προβλέπεται καταχρηστική προθεσμία δηλαδή σε περίπτωση μη επίδοσης ή μη έγκυρης επίδοσης της ερήμην αποφάσεως, δεν ξεκινά η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας και επομένως αυτή μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, καθώς δεν υπόκειται σε παραγραφή. Έτσι, η ερήμην εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση που δεν επιδόθηκε, μπορεί να καταστεί ανέκκλητη μετά την παρέλευση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του Αρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όχι όμως και τελεσίδικη, εφόσον θα υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας.
Ως προς τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα, δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχει κάθε διάδικος, που δικάσθηκε ερήμην κατά την πρωτοβάθμια ή τη δευτεροβάθμια δίκη. Ενεργητικά νομιμοποιείται κάθε διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, ο καθολικός διάδοχος αυτού και ο ειδικός διάδοχος που απέκτησε το επίδικο αντικείμενο μετά την άσκηση της αγωγής (Αρ. 502 παρ. 1 ΚΠολΔ). Δικαίωμα ανακοπής έχει και ο κυρίως παρεμβαίνων, αν δικάσθηκε ερήμην. Αντίθετα, ο προσθέτως παρεμβαίνων δε νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας εκτός και αν ανέλαβε τη δίκη (Αρ. 502 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή ασκεί, οιονεί πλαγιαστικώς, το δικαίωμα ανακοπής του ερημοδικασθέντος υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου (Αρ. 502 παρ. 3 ΚΠολΔ). Στην αναγκαία ομοδικία, αν ένας εκ των ομοδίκων ασκήσει την ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει στη δίκη της ανακοπής να κληθούν και όλοι οι άλλοι αναγκαίοι ομόδικοι. Παθητικά νομιμοποιείται ο αντίδικος του ερημοδικούντος και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι αυτού.
Ως προς τα αποτελέσματα ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας, διαπιστώνεται ότι αποτελεί ένα μη μεταβιβαστό ένδικο μέσο, καθώς οδηγεί σε αναδίκαση της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση. Επιπλέον, έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την εκτελεστότητα της απόφασης. Μόνον οι τελεσίδικες αποφάσεις παρέχουν τίτλο εκτελεστό και από τις οριστικές μόνο εκείνες που κηρύχθηκαν προσωρινώς εκτελεστές (Αρ. 904 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ). Εξάλλου κατά το Αρ. 321 ΚΠολΔ, τελεσίδικες είναι «όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση». Προκύπτει, επομένως, ότι η ερήμην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν είναι τελεσίδικη και άρα δεν μπορεί κατ’ αρχήν να αποτελέσει τίτλο προς εκτέλεση, εκτός αν κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή.
Σύμφωνα με τον Νίκα «τελεσίδικη δεν είναι ασφαλώς και δε μπορεί να εκτελεσθεί ούτε και η ερήμην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αφού κι αυτή υπόκειται στην ανακοπή ερημοδικίας. Εξυπακούεται ότι η ανασταλτική ενέργεια και της προθεσμίας και της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας αίρεται, αν η ερήμην απόφαση κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή». Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αναστέλλεται η προθεσμία της έφεσης για όσο διάστημα διαρκεί η προθεσμία της ανακοπής. Με την επίδοση της ερήμην αποφάσεως, η προθεσμία της ανακοπής (15 μέρες) και της έφεσης (30 μέρες) συντρέχουν, δηλαδή το πρώτο 15ημερο είναι κοινό.
Η ανακοπή ερημοδικίας δεν ανοίγει νέα δίκη αλλά συνεχίζει τη παλιά και γίνεται απλώς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση. Το πρώτο που ελέγχει το δικαστήριο της ανακοπής είναι το εμπρόθεσμο και το νομότυπο της ανακοπής, δηλαδή το παραδεκτό αυτής και αφού το ελέγξει, στη συνέχεια εξετάζει το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής. Η απόδειξη των λόγων αυτών γίνεται προαποδεικτικώς και αρκεί η πιθανολόγησή τους. Αν η ανακοπή γίνει δεκτή, κατ’ ουσίαν, εξαφανίζεται η ερήμην απόφαση και οι πράξεις που ενεργήθηκαν με έρεισμα αυτή, επιβάλλεται η επιστροφή του παραβόλου και το δικαστήριο προχωρεί αμέσως στην εξέταση της επίδικης διαφοράς. Συνεπώς, η απόφαση που θα εκδοθεί θα είναι ενιαία τόσο για το παραδεκτό και το βάσιμο της ανακοπής όσο και για την ουσία της διαφοράς.
Εν κατακλείδι, σκοπός της ανακοπής ερημοδικίας είναι κατά βάση η προάσπιση του δικαιώματος ακροάσεως του ερημοδικαζομένου προσώπου, καθώς με το εν λόγω ένδικο βοήθημα του δίνεται μια δεύτερη δυνατότητα ακρόασης στον ίδιο δικαιοδοτικό βαθμό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2018