Του Ιωάννη Περγαντή,
Ο προϊστορικός ελλαδικός χώρος αποτελεί ένα πεδίο συνεχών ερευνών και ανατροπών. Τα ελάχιστα αρχαιολογικά κατάλοιπα τα οποία έχουν ανασκαφεί (τουλάχιστον μέχρι στιγμής), δεν μας διαφωτίζουν επαρκώς για την άντληση ουσιαστικών συμπερασμάτων. Έτσι, αρκετές είναι φορές στις οποίες τα λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια εξετάζονται παράλληλα με τα μυθολογικά, η σύμπραξη των οποίων μας βοηθά να διαμορφώσουμε μια θολή εικόνα για εκείνη τη περίοδο.
Η μυθολογία, αν και πολλές φορές κινείται μακριά από την πραγματικότητα, μας δίνει συχνά πληροφορίες και στοιχεία τα οποία ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον μύθο, γενάρχης όλων των Ελλήνων ήταν ο Έλληνας, γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην περιοχή της Θεσσαλίας. Ο Έλληνας αργότερα απέκτησε τρεις γιούς με τη νύμφη Ορσηίδα, τον Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο. Ο Ξούθος αργότερα απέκτησε και αυτός αρκετούς γιούς με τη πριγκίπισσα της Αθήνας Κρέουσα, δύο από τους οποίους ήταν ο Ίωνας και ο Αχαιός. Οι τέσσερις πιο επιφανείς γιοί (Δώρος, Αίολος, Ίωνας, Αχαιός) διασκορπίστηκαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο, δημιουργώντας δικά τους βασίλεια, μαζί με μυθικές γενεαλογίες.
Ο μύθος αυτός, αν και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αντανακλά σε ένα αληθινό στοιχείο, την κοινή καταγωγή όλων των φυλών. Αυτή η καταγωγή, φυσικά, δεν μπορεί να ταυτιστεί σε μια οικογένεια, αλλά με την ευρύτερη περιοχή του Βόρειου ελλαδικού χώρου, και πιο συγκεκριμένα αυτή της Μακεδονίας. Και τα τέσσερα φύλα ανάγουν την καταγωγή τους σε αυτή την περιοχή, με το καθένα να ακολουθεί μια διαφορετική πορεία και εξέλιξη.
Ίωνες
Αν και οι πληροφορίες για τη προέλευσή τους είναι ελλιπείς, πιθανολογείται ότι και οι Ίωνες μετακινήθηκαν από τη Βόρεια Ελλάδα, ώστε να εγκατασταθούν την Εποχή του Χαλκού στην περιοχή της Αττικής και της Εύβοιας. Εκεί ίδρυσαν οικισμούς και ήταν οργανωμένοι σε ένα είδους ομοσπονδίας, με διάφορες φατρίες να απαρτίζουν την ευρύτερη φυλή. Αυτή η κατάσταση θα διαρκέσει και μέχρι τη Γεωμετρική Εποχή, όταν από τη περιοχή θα περάσουν βίαια οι Δωριείς, στο πλαίσιο της «Καθόδου των Δωριέων». Αυτή η απότομη ανακατάταξη που θα πραγματοποιηθεί ώθησε αρκετούς Ίωνες να διαφύγουν από την Αττική, και να μετοικήσουν σε νησιά του Αιγαίου αλλά και στα παράλια της Μικράς Ασίας, σηματοδοτώντας τον Α΄ Αποικισμό και την αρχή των ελληνικών αποικιών.
Δωριείς
Η καταγωγή των Δωριέων ανάγεται στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, λόγω όμως συγκρούσεων με άλλα γειτονικά φύλα, αναγκάστηκαν να μεταβούν στην οροσειρά της Πίνδου. Λόγω του περιορισμένου χώρου αλλά και πόρων που διέθετε η περιοχή, η φυλή αναγκάστηκε σε ακόμη μια μετακίνηση, αυτή τη φορά προς τον νότο. Η «Κάθοδος των Δωριέων», για την οποία έχουν σχηματισθεί αρκετές θεωρίες, έλαβε μέρος για την εύρεση πιο εύφορων περιοχών και πεδιάδων για τους Δωριείς να εγκατασταθούν. Αυτή η μετεγκατάσταση ήταν εύκολη να γίνει, λόγω του μεγάλου πλεονεκτήματος των Δωριέων, τον σίδηρο, ο οποίος ήταν πιο ανθεκτικός από το χαλκό των υπόλοιπων φυλών.
Πρώτη «στάση» των Δωριέων ήταν η Φωκίδα, στην οποία ίδρυσαν τη Δωρική Τετράπολις, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως μητρόπολή της. Από εκεί, πέρασαν στην Πελοπόννησο ακολουθώντας δύο κύριες κατευθύνσεις: μερικοί μέσω πλοίων διέσχισαν τον Κορινθιακό κόλπο, ενώ άλλοι μέσω ξηράς πέρασαν από τη Βορειοανατολική Πελοπόννησο προς την Αργολίδα. Αυτή η μετακίνηση, σε αντίθεση με την διαδεδομένη αντίληψη, δεν κατέλυσε τον μυκηναϊκό πολιτισμό, αλλά ήταν δυνατή λόγω του ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός είχε ήδη εκλείψει, ανοίγοντάς τους τον δρόμο για μια ανεμπόδιστη εξάπλωση. Στην Πελοπόννησο ήρθαν σε σύγκρουση με τους πολύ παλαιότερους Αχαιούς και Αρκάδες, τους οποίους κατάφεραν να περιορίσουν σε ορισμένα σημεία. Μετά από τη σχεδόν ολοκληρωτική κατάληψη της Πελοποννήσου, ο Δωριείς ακολούθησαν το παράδειγμα των Ιώνων και μετοίκησαν σε νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Αιολείς
Με ορμητήριο τη Δυτική Μακεδονία, οι Αιολείς κατάφεραν να εδραιωθούν σε ολόκληρη σχεδόν τη Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο. Μια βασική ιδιαιτερότητα των Αιολών ήταν ότι η φυλή απαρτίζονταν από διάφορες άλλες υπο-φυλές, ο συνδετικός κρίκος των οποίων ήταν αρκετά χαλαρός. Για αυτό το λόγο, αν και κατάφεραν να επικρατήσουν σε μια αρκετά μεγάλη περιοχή, γρήγορα εκδιώχθηκαν από άλλες γειτονικές φυλές. Οι Θεσσαλοί επικράτησαν στη Θεσσαλία, οι Αιτωλοί τους εκδίωξαν από την Στερεά Ελλάδα, ενώ οι Αχαιοί (μια από τις διάφορες Αιολικές φυλές), ακολούθησαν τη δική τους πορεία. Οι λιγοστές κοιτίδες των Αιόλων που επιβίωσαν τα επόμενα χρόνια ήταν η Θεσσαλία (στην οποία συνυπήρχαν με τους Θεσσαλούς), τα Βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας με τα όμορα νησιά και η Βοιωτία, στην οποία επιβίωσε φυλετικά (και όχι γλωσσολογικά) ένα από τα διάφορα φύλα.
Αχαιοί
Αν και οι Αχαιοί δεν αναφέρονται συχνά μαζί με τα υπόλοιπα φύλα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι άξιοι αναφοράς. Ως μέρος της ευρύτερης Αιολικής φυλής, οι Αχαιοί κατευθύνθηκαν από τη Δυτική Μακεδονία προς το νότο, καταφέρνοντας να εγκατασταθούν αλλά και να επικρατήσουν στην περιοχή της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας. Αυτή η κυριαρχία θα τους επιτρέψει να γίνουν κυρίαρχοι αυτών των περιοχών, αναπτύσσοντας κρατικές δομές, πολιτισμό και γλώσσα, διαμορφώνοντας έτσι τον γνωστό σε όλους μυκηναϊκό πολιτισμό. Η μακραίωνη παρουσία τους θα λάβει απότομα τέλος, με τα αίτια να μην έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί. Ο 11ος αιώνας ήταν μια περίοδος απόλυτης παρακμής, η οποία επιταχύνθηκε κατά πολύ μετά την έλευση των Δωριέων. Η τεχνολογική ανωτερότητά τους, μαζί και με την αδυναμία των Αχαιών να τους προβάλουν κάποια αντίσταση, έφερε σχεδόν ολόκληρη τη Πελοπόννησο στην κατοχή τους. Οι Αχαιού, ανήμποροι, διέφυγαν προς τα νησιά του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Μόνο ένα μέρος τους έμεινε στην Βόρεια Πελοπόννησο, στην οποία κατάφερε να εγκατασταθεί μόνιμα.
Η ιστορία των μετακινήσεων αυτών είναι αρκετά περίπλοκη. Οι ελάχιστες πληροφορίες και τα λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια που έχουν βρεθεί κάνουν δύσκολο το έργο των ερευνητών ως προς τη άντληση κάποιου συμπεράσματος. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που εύκολα μπορεί να κατανοηθεί είναι ότι οι μετακινήσεις αυτές έλαβαν μέρος προς εύρεση μιας καλύτερης περιοχής για εγκατάσταση, η οποία θα τους παρείχε μια καλύτερη ζωή. Αυτές οι ανακατατάξεις, οι πτώσεις παλαιότερων πολιτισμών και η ανάδυση νέων, προετοιμάζουν το έδαφος και δίνουν τα κατάλληλα ερεθίσματα για την συγκρότηση της μελλοντικής ελληνικής ταυτότητας και του ελληνικού κόσμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Wilcken, Ulrich (1976), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
- Lefevre, Francois (2016), Ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου- Καρδαμίτσα.