Της Σπυριδούλας Βλάχα,
Πρόσφατα, διαβάζοντας ένα μάθημα για την εξεταστική, ένα κεφάλαιο αναφερόταν στις συντροφικές σχέσεις. Ανάμεσα στους λόγους που οι συντροφικές σχέσεις σχετίζονταν με την ευτυχία, συμπεριλαμβανόταν και το γεγονός ότι κοινωνικά θεωρούνται δείκτης επιτυχίας. Η αλήθεια είναι, πως αυτή η φράση με προβλημάτισε σχετικά με το πώς εκλαμβάνονται οι ρομαντικές σχέσεις στην κοινωνία μας.
Από τη μία πλευρά, το να βρίσκεται κανείς σε μία σχέση με έναν άνθρωπο που εκτιμά και πραγματικά ενδιαφέρεται για εκείνον, αποτελεί ένδειξη συναισθηματικής ωριμότητας και επιτυχημένων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Το να μπορεί κανείς να σχετίζεται ουσιαστικά και ειλικρινά με τους άλλους ανθρώπους, και ιδιαίτερα, να δημιουργεί τόσο στενές σχέσεις όπως οι συντροφικές, σημαίνει πως το άτομο αυτό «έχει δουλέψει» αρκετά με τον εαυτό του, και είναι σε θέση να δημιουργήσει αλλά και να διατηρήσει μία σχέση, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ του «εγώ» και «ο άλλος», και συχνά καταφέρνοντάς το.
Σε αυτή την περίπτωση που η σύναψη μίας ρομαντικής σχέσης αφορά την εσωτερική πληρότητα, τη διάθεση για «μοίρασμα» και την ανάπτυξη των απαραίτητων διαπροσωπικών ικανοτήτων προκειμένου αυτή να συντηρηθεί, το άτομο μπορεί να τη δει ως μία προσωπική επιτυχία, αφού πρόκειται για κάτι που το ίδιο επιθυμεί και είναι πρόθυμο να εξελιχθεί μέσα από αυτό. Ωστόσο, όταν οι σχέσεις δημιουργούνται με βασικό κριτήριο, το άτομο να θεωρηθεί επιτυχημένο, τότε ανακύπτουν ζητήματα.
Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία, ο θεσμός του γάμου ήταν από πολύ παλιά κριτήριο κοινωνικής επιτυχίας και όποιος παντρευόταν, θεωρούταν πως είχε «φτιάξει τη ζωή του» και πως είχε εκπληρώσει τον σκοπό του στη ζωή. Αυτό φυσικά, ίσχυε τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Σύμφωνα με την τότε άποψη, οι μεν, χρειάζονταν μία γυναίκα για να τους «βάλει στον ίσιο δρόμο», ενώ οι δε, έναν άνδρα προκειμένου να μπορέσουν να γίνουν μητέρες, πραγματοποιώντας έτσι το βασικό σκοπό της ζωής τους. Φυσικά, υπήρχε και το οικονομικό κριτήριο, που είχε να κάνει τόσο με τον θεσμό της προίκας της κοπέλας, όσο και με το γεγονός πως όταν μία κοπέλα παντρευόταν, η πατρική της οικογένεια είχε να θρέψει «ένα στόμα λιγότερο».
Ωστόσο, με το πέρασμα τον χρόνων, αν και οι απόψεις περί γάμου ως σημάδι μιας επιτυχημένης ζωής έχουν περιοριστεί αρκετά, η αλήθεια είναι πως δεν έχουν εξαλειφθεί. Μάλιστα, οι αντιλήψεις αυτές δεν αφορούν μόνο τον γάμο, αλλά και την οποιαδήποτε σύναψη μιας ρομαντικής σχέσης. Είναι σαν αυτόματα, το άτομο με το που αποκτά κάποιον/α σύντροφο, να αποκτά και αξία. Και δυστυχώς, η άποψη αυτή δεν υπάρχει μόνο στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Αρκεί να σκεφτούμε εφηβικές ταινίες –συνήθως αμερικάνικες– στις οποίες μία κοπέλα ή ένα αγόρι, ανησυχεί και λυπάται επειδή δεν βρίσκει κάποιο άτομο για να πάνε μαζί στο χορό του σχολείου. Και αρκεί επίσης, να αναλογιστούμε σε πόσες ταινίες, δύο έφηβοι είναι μαζί, χωρίς ωστόσο να είναι χαρούμενοι, απλώς και μόνο για να βρίσκονται σε σχέση, επειδή «όλοι οι άλλοι είναι».
Εκκινώντας από μία τέτοια οπτική, είναι λογικό οποιαδήποτε συντροφική σχέση συναφθεί να μην είναι επιτυχημένη, καθώς δεν βασίζεται στην αγάπη και την έλξη, αλλά στη σκέψη «δεν πρέπει να είμαι μόνος μου». Κατ΄ αναλογία, όταν δύο άτομα παντρεύονται χωρίς να είναι σίγουρα για το αν μπορούν και επιθυμούν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους μαζί, απλώς και μόνο επειδή «περνάνε τα χρόνια» ή «τόσο καιρό είναι μαζί», οι πιθανότητες για προσωπική δυστυχία αυξάνονται. Επομένως, το μήνυμα που μεταφέρεται είναι πως καλύτερα κανείς να είναι μαζί με κάποιον, ακόμα και δυστυχισμένος, παρά μόνος του, μάλλον γιατί η δυστυχία του να είσαι μόνος σου είναι μεγαλύτερη.
Ωστόσο, σε αυτό σημείο, μπερδεύεται η μοναχικότητα με τη μοναξιά. Η πρώτη, σχετίζεται με την επιλογή του ατόμου να είναι μόνο του, ενώ η δεύτερη με μία κατάσταση μοναχικότητας που δεν έχει επιλέξει. Άλλωστε, το να μη βρίσκεται κανείς σε μία σχέση, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μόνος του. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω μας, οι οποίοι μας αγαπούν και τους αγαπάμε, από οικογένεια μέχρι φίλους, και οι οποίοι κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη.
Επιπλέον, το να επιλέγει κανείς τη συντροφική μοναχικότητα, επειδή γνωρίζει ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να δεσμευτεί τη δεδομένη στιγμή, ή πως οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει μέχρι τώρα, δεν του έχουν προκαλέσει αυτού του είδους το ενδιαφέρον, αποτελεί ένδειξη μεγάλης ωριμότητας. Μάλιστα, είναι πολύ χειρότερο όταν δύο άτομα προχωρούν σε μία σχέση, η οποία καθιστά δυστυχισμένους τόσο τους ίδιους, όσο και τους κοντινούς τους ανθρώπους –και ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχουν παιδιά–, απλώς και μόνο για να πληρούν ένα κοινωνικό κριτήριο.
Κλείνοντας, οι συντροφικές σχέσεις χρειάζεται να συνάπτονται από επιλογή και όχι από ανάγκη. Το να είναι κανείς single, δεν μειώνει την αξία του, γιατί οι άνθρωποι δεν χρειάζονται κάποιον δίπλα τους για να αποκτήσουν αξία. Αντίθετα, ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και αξίζει για αυτό που είναι. Το σημαντικό, είναι να έχουμε δίπλα μας ανθρώπους οι οποίοι προσδίδουν ακόμα μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή μας, χωρίς ωστόσο η ευτυχία μας να εξαρτάται αποκλειστικά από αυτούς. Ίσως και αυτό να χρειάζεται να είναι το κριτήριο μιας επιτυχημένης ζωής: πόσο χαρούμενοι και όχι πόσο δεσμευμένοι είμαστε!