Της Νίκης Καραχάλιου,
Το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας απολαμβάνει προστασίας στα περισσότερα σύγχρονα Συντάγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού, αποτελώντας δε θεμελιώδη και βαρύνουσας σημασίας διάταξη. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο ύπατος νόμος της πολιτείας δεν είναι τίποτα άλλο από μία εγγύηση της διασφάλισης των ελευθεριών των πολιτών, ένα γραπτό κείμενο, που αναγνωρίζει το δικαίωμα του ανθρώπου να έχει δικαιώματα. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, λοιπόν, το Σύνταγμα «απλώνει» τα κλαδιά του κι επηρεάζει όλους τους τομείς του δικαίου, και βεβαίως, εξαίρεση δεν θα μπορούσαν να αποτελούν το ποινικό δίκαιο και η ποινική δικονομία.
Στον κλάδο του ποινικού δικαίου, εξαιρετικά σημαντική τομή για την εγγύηση της διασφάλισης των ατομικών ελευθεριών, στάθηκε η οριοθέτηση και η τυποποίηση του ποινικού κολασμού, η οποία εισήχθη επισήμως στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα, ως συνταγματικός κανόνας το 1975, με το αρθρ. 7, παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά το γράμμα του νόμου: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης». Επί της ουσίας, ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 ανήγαγε σε συνταγματική διάταξη κι έθεσε σε εφαρμογή την βασική αρχή του ποινικού δικαίου “nullum crimen nulla poena sine lege” (κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο).
Ουσιαστικά, κατοχυρώνεται η αρχή της τυποποίησης του εγκλήματος και της ποινής, πράγμα που σημαίνει ότι ο νόμος, που έχει παραχθεί κατά την συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία, προσδιορίζει την έννοια του εγκλήματος και ποια πράξη αποτελεί έγκλημα, επιβάλλοντας την αντίστοιχη ποινή. Το έθιμο ή η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων δεν θεμελιώνουν το αξιόποινο. Η τυποποίηση της ποινικής καταστολής στο άρθρο 7 του Συντάγματος βρίσκεται και στην αρνητική λειτουργία της: τι δεν μπορεί να εκληφθεί ως έγκλημα. Φυσικά, δεν τιμωρείται το φρόνημα. Φορείς είναι τόσο οι Έλληνες, όσο και οι αλλοδαποί, δηλαδή οποιοδήποτε άτομο βρίσκεται στην χώρα.
Η τυποποίηση της ποινικής καταστολής περιλαμβάνει συγκεντρωτικά τι δεν μπορεί να εκληφθεί ως έγκλημα, δηλαδή οποιαδήποτε συμπεριφορά δεν έχει προσδιοριστεί από τον ποινικό νόμο ως αξιόποινη πράξη πριν από την τέλεσή της, τι δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενη ποινή (π.χ. βασανιστήρια, κάθε είδους σωματικές κακώσεις, βλάβη της υγείας, άσκηση ψυχολογικής βίας, θανατική ποινή, προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας) και, τέλος, ποιες είναι οι συνέπειες της άσκησης ποινικής καταστολής πέρα από τα όρια της τυποποίησης του ποινικού κολασμού (τιμωρία για επιβολή απαγορευμένης ποινής, αποζημίωση σε περίπτωση άδικης ή παράνομης στέρησης της ελευθερίας).
Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον κλάδο του ποινικού δικαίου, η παρέμβαση του Συντάγματος για την προστασία των ατομικών ελευθεριών είναι τόσο κρίσιμη, όσο σε κανέναν άλλο τομέα του δικαίου, εξαιτίας του αποφασιστικού ρόλου, που διαδραματίζει η ποινική καταστολή στην ζωή ενός ατόμου. Έτσι, στην περίπτωση της απουσίας μιας τέτοιας βασικής αρχής, η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε κατάχρηση των ποινών από την κρατική εξουσία και τα ποινικά δικαστήρια, ουσιαστική ατομική ελευθερία δεν θα υπήρχε, γιατί αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει υπό τον φόβο της ποινικής τιμωρίας, μιας τιμωρίας, που ταυτόχρονα δεν θα ήταν ορισμένη από τον νόμο. Ουσιαστικά, από την μια, η κρατική εξουσία αυτοδεσμεύεται, με το αρθ. 7 να συνιστά φραγμό απέναντι στην αυθαιρεσία και καταχρηστική άσκηση της εξουσίας, από την άλλη περιορίζει τις πράξεις των πολιτών, οι οποίοι, ωστόσο δεν αιφνιδιάζονται, αφού το έγκλημα είναι νομικά ορισμένο.
Η τυποποίηση του εγκλήματος και της ποινής συνιστά απαύγασμα μακροχρόνιων ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Τις πρώτες ρίζες της, τις συναντάμε ήδη στο Ρωμαϊκό και Βυζαντινό Δίκαιο, η ουσιαστική κατοχύρωσή της, ωστόσο, συνέβη, μετά την Γαλλική Επανάσταση στο άρθρο 8 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Στην Ελλάδα, η αρχή αυτή κηρύχθηκε, πρώτη φορά στην συνταγματική προκήρυξη του Ρήγα Φεραίου το 1797, ενώ κατοχυρώθηκε στα Συντάγματα του 1844, του 1864, του 1911, του 1952 και του 1927. Φυσικά, η πιο ολοκληρωμένη και τελειοποιημένη της μορφή εντοπίζεται στο Σύνταγμα του 1975.
Τέλος, ως ειδικότερη μορφή της προσπάθειας του Συντάγματος για διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας, σε σχέση με το ποινικό δίκαιο θα μπορούσε να θεωρηθεί και η θέσπιση του τεκμηρίου της αθωότητας, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος διατηρεί την αθωότητά του, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Αν και δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα, θεωρείται συστατικό στοιχείο της διεξαγωγής της δίκαιης δίκης και απορρέει από την συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Σπύρος Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2η έκδοση, 2022