Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Εκστρατεία στην Τροία και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις: από τη μια, η αρχαία ιστορία και, από την άλλη, μια σύγχρονη σύγκρουση, ωστόσο με τεράστιες απώλειες και στις δύο περιπτώσεις. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτά συνδυαστούν κάτω από τη δημιουργική πένα ενός συγγραφέα; Η απάντηση βρίσκεται στο νέο μυθιστόρημα του Θοδωρή Καλλιφατίδη με τίτλο Η πολιορκία της Τροίας, που διατίθεται από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Ο πολυγραφότατος συγγραφέας με καταγωγή από τη Λακωνία έχει στο ενεργητικό μια πληθώρα βιβλίων, μεταξύ των οποίων μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές και δοκίμια μέχρι θεατρικά έργα και σενάρια. Σε αυτό συνέβαλαν και οι σπουδές του στη Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης στη Σουηδία, όπου έμεινε και μάλιστα δίδαξε για ένα διάστημα. Το έργο του συνολικά έχει κυκλοφορήσει σε είκοσι γλώσσες, ενώ το μυθιστόρημα που παρουσιάζουμε σήμερα έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, ιταλικά, εσθονικά, τουρκικά και φυσικά στα σουηδικά.
Το εν λόγω βιβλίο, λοιπόν, κάνει ένα άλμα στον χρόνο και ενώνει τα δύο αυτά γεγονότα με έναν απλό μεν, ενδιαφέροντα δε τρόπο. Έτσι, βρισκόμαστε στον Απρίλιο του 1944 σε ένα χωριό της Ελλάδας, η οποία ήταν αντιμέτωπη με τη γερμανική κατοχή. Εκεί έφτασε η νέα δασκάλα που θα αναλάμβανε τη μόρφωση των παιδιών, η Μαρίνα ή Μάγισσα, όπως την αποκαλούσαν τα παιδιά, αφού μάγευε ακόμα και τα σκυλιά που σταματούσαν τα γαυγίσματα κάθε φορά που την έβλεπαν. Εφτά παιδιά ήταν όλα κι όλα, έξι αγόρια και ένα κορίτσι, «Ιερός αθισμός», όπως έλεγε η δασκάλα. Ανάμεσά τους και ο πρωταγωνιστής μας, που μόλις την αντίκρισε, την ερωτεύτηκε.
Ξεκίνησαν τα μαθήματα, λοιπόν, στο σχολείο κι όλα κυλούσαν ομαλά –όσο αυτό ήταν δυνατόν σε μια εμπόλεμη περίοδο– ώσπου ακούστηκαν στον ουρανό αεροπλάνα και μετά από μερικά δευτερόλεπτα έπεσαν οι πρώτες βόμβες. Αμέσως η Μαρίνα πήρε τα παιδιά και πήγαν σε μια παραπλήσια σπηλιά, μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Τότε για να απασχολήσει το μυαλό τους άρχισε να τους διηγείται μια ιστορία για έναν άλλο πόλεμο που είχε τις ρίζες του πολύ πίσω στον χρόνο. Τα αεροπλάνα έφυγαν, αλλά η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμη και έγινε μια άτυπη συμφωνία. Κάθε φορά που έβρισκαν χρόνο, ταξίδευαν πάλι στο παρελθόν.
Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο χωρίζεται σε δύο παράλληλες εποχές, του Τρωικού Πολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου, με τη δασκάλα να αναλαμβάνει τον πρώτο. Ο ερωτευμένος μαθητής της μας περιγράφει πώς κυλούν οι μέρες τους στο χωριό. Ο συγγραφέας, σεβόμενος το πνεύμα της ομηρικής ιστορίας, παρουσιάζει με τη γλαφυρή του οπτική τη διαμάχη ανάμεσα στους Τρώες και τους Έλληνες, δίνοντάς τους ξανά φωνή και με έμφαση στο συναίσθημα. Ερχόμαστε σε επαφή με τις προσπάθειες των Ελλήνων να βρουν ούριο άνεμο, στις σκληρές μάχες ανάμεσα στις δύο πλευρές με αμφίρροπο αποτέλεσμα κάθε φορά, τον θάνατο του Πάτροκλου από το χέρι του Έκτορα, αλλά και τον δικό του θάνατο από τον Αχιλλέα.
Από την άλλη, περιγράφονται οι στιγμές των ανθρώπων του χωριού, άλλοτε ανέμελες με τις βόλτες στην πλατεία ή με τον αγώνα ποδοσφαίρου που οργανώθηκε κι άλλοτε πάλι σκληρές με τις εκτελέσεις αθώων χωρικών ως αντίποινα για τον θάνατο ενός Γερμανού συνταγματάρχη. Μέσα από τις δύο αυτές ιστορίες καταδεικνύεται η βιαιότητα και η ματαιότητα του πολέμου, με τον πρωταγωνιστή μας να λέει χαρακτηριστικά «Τρεις χιλιάδες χρόνια είχαν περάσει από τότε, αλλά ο θάνατος παρέμενε ο ίδιος», καθιστώντας το ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αντιπολεμικά έργα.