Της Όλγας Βαρδακαστάνη,
Ήδη από τη Βυζαντινή περίοδο, ανάμεσα στους εξιδιασμένους τρόπους θανατικής εκτέλεσης των καταδίκων -την υποδούλωση, τις σωματικές ποινές, την κουρά και την εξορία-, επιβαλλόταν και η δήμευση, ως παρεπόμενη περιουσιακή ποινή. Σαν συμπληρωματική -της κύριας ποινής- τιμωρία ήταν ιδιαίτερα επαχθής τόσο για το δράστη, όσο και την οικογένειά του, καθώς ολόκληρη η περιουσία του περιερχόταν στο Βυζαντινό Κράτος, πράγμα που συνεπαγόταν και την ταυτόχρονη ενίσχυση της περιουσίας του αυτοκράτορα. Ωστόσο, από τα χρόνια του Ιουστινιανού, άρχισε να περιορίζεται η εφαρμογή της μόνο στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, εφόσον τα κατώτερα στρώματα βρίσκονταν σε κατάσταση ανέχειας, δηλαδή φτώχειας, και αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά.
Στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο, η δήμευση διαφέρει έως ένα βαθμό, καθώς επιβάλλεται σε περιουσιακά αντικείμενα που θεωρούνται προϊόντα εγκλήματος (κακουργήματος ή πλημμελήματος), το οποίο διαπράχθηκε με πρόθεση (δόλο). Όπως διευκρινίζει το άρθρο 68§1 του Ποινικού Κώδικα, εκτός από τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία, αφαιρείται από την κατοχή του δράστη και οτιδήποτε αποκτήθηκε εξαιτίας των στοιχείων αυτών (είτε άμεσα είτε έμμεσα), καθώς και αντικείμενα ή μέσα, τα οποία προορίζονται για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και ανήκουν, είτε στο δράστη (φυσικό αυτουργό), είτε σε κάποιο συμμέτοχο (π.χ. συνεργό). Στην περίπτωση που τα περιουσιακά αντικείμενα έχουν αναμειχθεί με τη νόμιμη περιουσία του ενόχου, δημεύεται και η νόμιμη έως την αξία των στοιχείων που αναμείχθηκαν. Αν τα αντικείμενα αυτά δεν μπορούν να βρεθούν ή έπαψαν να υπάρχουν, τότε το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να δημεύσει στοιχεία της περιουσίας του δράστη που θεωρούνται ίσης αξίας με τα αναμειχθέντα (Άρθρο 68§3).
Στο σημείο αυτό προκύπτει μια εύλογη ερώτηση: Σε ποιες περιπτώσεις αποτρέπει ο δικαστής τη δήμευση της περιουσία του δράστη;
Το Δικαστήριο όταν κρίνει την ποινή της δήμευσης δυσανάλογη, αποφεύγει την επιβολή της. Αυτό συμβαίνει όταν: (α) πρόκειται να στερήσει από το δράστη και την οικογένειά του περιουσιακά αντικείμενα απαραίτητα για τη διαβίωση και τον βιοπορισμό τους και (β) συντρέχει κίνδυνος «υπέρμετρης» και «ανεπανόρθωτης» βλάβης (άρθρο 68§2). Μολαταύτα, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να διατάξει, είτε περιορισμένη δήμευση, είτε χρηματική ποινή. Παράλληλα, το άρθρο 68§4 διευκρινίζει πως, όταν τα περιουσιακά αντικείμενα δεν υπάρχουν πλέον ή δεν επαρκούν ή ανήκουν σε τρίτο πρόσωπο, μπορεί να επιβληθεί από το Δικαστήριο χρηματική ποινή, που το ύψος της αντιστοιχεί στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, για τα οποία προοριζόταν η δήμευση.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν τα αναμειχθέντα, σε έγκλημα, περιουσιακά αντικείμενα έχουν μεταβιβαστεί σε ένα τρίτο πρόσωπο;
Σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, επιτρέπεται να διαταχθεί η ποινή της δήμευσης, ακόμα και σε τρίτο πρόσωπο, εφόσον τα αντικείμενα μεταβιβάστηκαν σε αυτόν ή περιήλθαν στην κατοχή του με άλλο τρόπο, γνωρίζοντας ότι αποτελούν προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, που διαπράχθηκε με πρόθεση και πως ο σκοπός της εκποίησής τους ήταν να αποτραπεί η δήμευση. Καθίσταται σαφές πως για να επιβληθεί τιμωρία στον τρίτο, πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα δήμευσης του αντιτίμου που έλαβε ο δράστης από τη μεταβίβαση των περιουσιακών του αντικειμένων. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, το αντάλλαγμα είναι ανύπαρκτο ή μηδαμινό συγκριτικά με την πραγματική (αγοραία) αξία των αντικειμένων που εκποιήθηκαν.
Επιπρόσθετα, ο νομοθέτης, μέσω του άρθρου 238 Π.Κ., επιβάλλει την ποινή της δήμευσης σε εγκλήματα που αφορούν την υπηρεσία και ειδικότερα, τη χρήση της υπηρεσίας για ιδιωτικό όφελος. Στην ιδιαίτερη αυτή κατηγορία εγκλημάτων εντάσσονται: (α) η δωροληψία υπαλλήλου (άρθρο 235 Π.Κ.), (β) η δωροδοκία υπαλλήλου (άρθρο 236 Π.Κ.), (γ) η δωροληψία και δωροδοκία δικαστικών λειτουργών (άρθρο 237 Π.Κ.) και (δ) η εμπορία επιρροής (άρθρο 237Α Π.Κ.).
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η τύχη της περιουσίας μετά τη δήμευση υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών λειτουργών. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο μπορεί: (α) να διατάξει την καταστροφή των περιουσιακών στοιχείων, (β) να αξιοποιήσει τα κατασχεθέντα προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος ή την επίτευξη άλλων κοινωνικών σκοπών και (γ) να συμβάλει στην οικονομική και ηθική ικανοποίηση του θύματος (άρθρο 68§6).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), Νοέμβριος 2019, Έκδοση 3, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Σ. Ν. Τρωιάνος, Εισηγήσεις Βυζαντινού Δικαίου, Εκδόσεις Ηρόδοτος
- Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, τόμος 1, Εκδόσεις Σάκκουλα