Της Στέλλας Κίζυλη,
Το Σύνταγμα, στο άρθρο 4, κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, θεμελιώδη αρχή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και παράγοντα καθορισμού του πεδίου δράσης της Διοίκησης, αφενός, και των επιλογών του νομοθέτη, αφετέρου. Πιο συγκεκριμένα, η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι η κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών πρέπει να γίνεται με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα, περιβάλλοντας, έτσι, με συνταγματικό κύρος την αρχή της φορολογικής ισότητας.
Το κράτος, μέσω της φορολογίας, αφαιρεί –ανάλογα με το μέγεθος της φορολογητέας ύλης– από τους πολίτες οικονομική δύναμη, με σκοπό τον μετριασμό των οικονομικών ανισοτήτων και, κατ’ επέκταση, την υλοποίηση της αρχής του «κοινωνικού κράτους». Το τελευταίο, με τη σειρά του, επιστρέφει μέρος των εσόδων αυτών στους οικονομικά ασθενέστερους με τη μορφή μεταβιβαστικών πληρωμών, ενισχύοντας, με αυτόν τον τρόπο, το βιοτικό τους επίπεδο.
Η αρχή της φορολογικής ισότητας επιτάσσει την «ίση μεταχείριση» και, πιο συγκεκριμένα, τη «δίκαιη» κατανομή των φορολογικών βαρών, ενώ, παράλληλα, απαγορεύει οποιαδήποτε αυθαίρετη διάκριση, είτε είναι επωφελής είτε δυσμενής, για πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων. Ειδικότερα, επιβάλλεται η όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων, που τελούν κάτω από τις ίδιες οικονομικές συνθήκες και η ανόμοια μεταχείριση εκείνων, που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες.
Η κατανομή αυτή, όπως συνταγματικά προβλέπεται, πρέπει να γίνει ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις των φορολογουμένων, δηλαδή να είναι ανάλογη της φοροδοτικής ικανότητας κάθε πολίτη. Σε αντίθεση με τις προβιομηχανικές κοινωνίες, όπου κύριος παράγοντας καθορισμού της φοροδοτικής ικανότητας ήταν η περιουσία και, κυρίως, τα εισοδήματα από την ακίνητη περιουσία, τα σύγχρονα Συντάγματα υιοθετούν το κριτήριο της συνολικής οικονομικής δύναμης του ατόμου. Σε αυτή περιλαμβάνονται τόσο το εισόδημα, που αποκτά από διάφορες πηγές, όσο και η περιουσία του, που αποτελεί διαθέσιμο απόθεμα αγοραστικής δύναμης.
Πέρα από αυτά, αξιόλογο κριτήριο της οικονομικής δύναμης αποτελεί και η «δαπάνη», η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των έμμεσων, αλλά, κυρίως, των άμεσων φόρων, όπως ο φόρος εισοδήματος. Ωστόσο, οι δείκτες αυτοί αποτελούν αντικειμενικούς παράγοντες, ενώ, αναμφίβολα, η φοροδοτική ικανότητα προσδιορίζεται και από υποκειμενικούς παράγοντες.
Εξάλλου, εύλογα γίνεται αντιληπτό ότι άτομα με το ίδιο εισόδημα δεν έχουν την ίδια φοροδοτική ικανότητα, όταν έχουν διαφορετικό αριθμό μελών οικογένειας, μιας και έχουν αυξημένα οικονομικά βάρη. Συνεπώς, κατά τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η οικογενειακή κατάσταση του ατόμου, αλλά και το καθαρό εισόδημα, δηλαδή το απαλλαγμένο από τις δαπάνες απόκτησής του.
Για την προσαρμογή του φορολογικού βάρους στην πραγματική οικονομική δύναμη του φορολογούμενου επιβάλλεται η αφαίρεση δαπανών, τις οποίες έχει υποχρέωση λόγω νομικών ή πραγματικών συνθηκών να καταβάλλει, και οι οποίες συνεπάγονται τη μείωση της φοροδοτικής του ικανότητας. Βάσει αυτών των δεδομένων, ο προσδιορισμός της ικανότητας γίνεται κατά τρόπο που λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα ιατρικής και φαρμακευτικής περίθαλψης, οι εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία και τυχόν έκτακτες και ειδικές δαπάνες, όπως η νοσηλεία. Οι δαπάνες αυτές είναι απαραίτητο να εκπίπτονται από τον οφειλόμενο φόρο, ώστε αυτός να ανταποκρίνεται στην πραγματική φοροδοτική ικανότητα κάθε φορολογούμενου.
Από την άλλη, βέβαια, παρά το γεγονός ότι η αρχή της φορολογικής ισότητας ως βασική αρχή που διαπνέει τον προσδιορισμό του φόρου παρέχει τα ορθά εχέγγυα, επιδέχεται και εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις αυτές είναι όχι μόνο ανεκτές, αλλά, ενίοτε, και επιβεβλημένες, ενόψει της αρχής της φορολογικής δικαιοσύνης και του Κοινωνικού Κράτους. Ειδικότερα, η απαλλαγή του ελάχιστου ορίου συντήρησης, η έκπτωση της ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, η ευνοϊκή μεταχείριση των αγροτών, η διαφορετική μεταχείριση του εισοδήματος από την εργασία και του προερχόμενου από το κεφάλαιο, όχι μόνο δεν παραβιάζουν, αλλά υλοποιούν την αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική –ακόμα και αρνητική– στην εφαρμογή της επεκτατικής ισότητας στις φοροαπαλλαγές. Ειδικότερα, όπως υποστηρίζει, η επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων, θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη υπεισέλευση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας και, ως εκ τούτου, θα αντίκειται στην αρχή διάκρισης των λειτουργιών.
Συμπερασματικά, η φορολογική προνομιακή μεταχείριση, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της παροχής κινήτρων, αλλά και στην συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία και ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας, ο οποίος βιώνει μια βαθιά κρίση, ενόψει και του σοβαρού δημογραφικού προβλήματος, επιβάλλεται, αν θέλουμε να μιλάμε για δίκαιο και κοινωνικό κράτος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Φορολογικό δίκαιο», Κωνσταντίνος Δ. Φινοκαλιώτης, Ε’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
- «Η επεκτατική εφαρμογή της αρχής της ισότητας», Διπλωματική εργασία, Διδή Αναστασία, ikee.lib.auth.gr, διαθέσιμη εδώ