8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ ιεραπόδημος Ελένη: Ισαπόστολος και Αγία

Η ιεραπόδημος Ελένη: Ισαπόστολος και Αγία


Του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου,

Η μνήμη της βασιλομήτορος, Φλαβίας Ιουλίας Ελένης, τιμάται μαζί με εκείνη του υιού της και πρώτου χριστιανού Αυτοκράτορα στις 21 του μηνός Μαΐου. Ο λόγος φυσικά για τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος με τις πολιτικές του αποφάσεις ενήργησε ευεργετικά για την θεμελίωση της σχέσης αλληλεξάρτησης μεταξύ Κράτους – Εκκλησίας. Στο προηγούμενο άρθρο εξετάσαμε αυτήν ακριβώς τη στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου απέναντι στην –υπό διωγμό– θρησκεία του Χριστιανισμού· ενώ στο παρόν θα φωτίσουμε την προσωπικότητα της μητέρας του, της Αγίας και Ισαποστόλου Ελένης.

Η Αγία Ελένη γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βυθινίας (σημερινό Χέρσεκ στην επαρχία Γιάλοβας), ενώ μετέπειτα η γενέθλια πόλη της μετονομάστηκε –προς τιμή της– σε Ελενόπολις. Η ημερομηνία γέννησης της Αγίας φαίνεται να μην έχει οριστεί με ακρίβεια, ωστόσο την τοποθετούμε περί τα μέσα του 3ου αι. Σε νεαρή ηλικία γνωρίζει και νυμφεύεται τον Κωνστάντιο Χλωρό και μαζί του φέρνει στον κόσμο τον μετέπειτα οικιστή της Πόλης των πόλεων, της Κωνσταντινούπολης, τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄. Πολύς λόγος έχει γίνει για την καταγωγή της Αγίας Ελένης, καθώς ο Επίσκοπος των Μεδιολάνων, Αμβρόσιος, την αποκαλεί ως ”stabularia” (ήτοι γυναίκα που εργαζόταν σε πανδοχείο, αρνητική και παρεξηγημένη ιδιότητα για την εποχή). Το πλέον βέβαιο είναι πως η καταγωγή της ήταν ταπεινή και δεν αποτελούσε γόνο κάποιας ισχυρής οικογένειας, για αυτό τον λόγο και όταν πια ο σύζυγός της αναβιβάσθηκε στο αξίωμα του καίσαρα η μοίρα της Αγίας ήταν προδιαγεγραμμένη, αφού ο ρωμαϊκός νόμος απαγόρευε την έγγαμη σύνδεση ενός ανωτάτου αξιωματούχου με μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής· ο Κωνστάντιος νυμφεύθηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού, Θεοδώρα.

Οι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Πηγή εικόνας: artisgr.shop

Η Αγία Ελένη και ο μικρός Κωνσταντίνος εγκλωβίζονται στην αυλή του Διοκλητιανού και λειτουργούν εν είδει μοχλού πολιτικής και στρατιωτικής πίεσης στον Κωνστάντιο Χλωρό που διαφέντευε τις δυτικές επαρχίες. Έτσι, μέχρι και το 306 –όπου ο Κωνσταντίνος αναλαμβάνει ως Αύγουστος– η Ελένη αποσύρεται από το προσκήνιο και επανέρχεται κυρίως μετά την ανάδειξη του υιού της σε μονοκράτορα (το 324) τιμημένη από τον τελευταίο με τον τίτλο της Αυγούστας και εγκατεστημένη στο παλαιό ανάκτορο του Σεσσορίου στην Ρώμη. Επίσης, της παρεχωρήθη το δικαίωμα να φέρει αυτοκρατορικό διάδημα, ενώ η μορφή της αποτυπώθηκε στα νομίσματα του ρωμαϊκού κράτους. Να σημειώσουμε, ακόμη, πως καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής της στην Νικομήδεια η ίδια –ασπαζόμενη το δόγμα του Χριστιανισμού– γαλούχησε τον υιό της διαποτίζοντάς τον με τις πατερικές διδαχές.

Έκτοτε, αφιερώνει τον εαυτό της σε αγαθοεργίες, καθώς και στην επιτέλεση θεάρεστων έργων: όπως η οικοδόμηση χριστιανικών ναών, οι οποίοι διασώζονται μέχρι σήμερα και μάλιστα αποτελούν σημείο αναφοράς και θρησκευτικής ευλάβειας. Με την πρωτοβουλία της Αγίας Ελένης και την υποστήριξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου, θεμελιώνονται οι ναοί της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ, η βασιλική της Γεσθημανής στο Όρος των Ελαιών, ενώ τέλος συνέβαλε τα μέγιστα στην πρώτη θεμελίωση του ναού της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ.

Στο ανάκτορο του Σεσσορίου στη Ρώμη, η Αγία ανεγείρει (το 325) την βασιλική του Τιμίου Σταυρού της Ιερουσαλήμ, όπου στεγάσθηκε –παρεπόμενα– μέρος του Τιμίου Ξύλου από τον σταυρό του Ιησού Χριστού. Ωστόσο, πώς η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου φτάνει στο σημείο να εκκινήσει την αποστολή ευρέσεως των Αγίων αυτών κειμηλίων; Ο Μέγας Κωνσταντίνος στα πλαίσια της επιδίωξης μετατόπισης του κέντρου βάρους της Αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή, θεμελίωσε την Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την οποία και θέλησε να λαμπρύνει με διοικητικά και θρησκευτικά οικοδομήματα απείρου κάλλους αλλά και με θησαυρούς από όλα τα μήκη και πλάτη της ρωμαϊκής επικράτειας. Αξίωσε από υψηλόβαθμους στρατιωτικούς αξιωματούχους, όπως ο Αρτέμιος (ο μετέπειτα αγιοποιηθείς), την εκπλήρωση της επιθυμίας του περί της ανακομιδής αγίων λειψάνων στην νέα πρωτεύουσα.

Έτσι, θέλοντας να υπερτονίσει την πνευματική ακτινοβολία της Πόλης και της Αυτοκρατορίας, εγκαινίασε μια φιλοχριστιανική πολιτική στα πλαίσια της οποίας εγγράφεται η αποστολή της μητέρας του στους Αγίους Τόπους και η ανάθεση σε εκείνη του βεβαρυμμένου εγχειρήματος της ανεύρεσης του Σταυρού του Κυρίου. Ακόμη, σκοπός του Κωνσταντίνου ήταν η πάταξη των βλαπτικών ενεργειών που εξαπέλυαν οι Εβραίοι εις βάρος των χριστιανών, αφού οι πρώτοι παρεμπόδιζαν την απρόσκοπτη λατρεία των δευτέρων και κυρίως –παρεμβληθέντων τριακοσίων χρόνων– είχαν επικαλύψει με πρόσθετο χώμα τον λόφο της σταύρωσης του Κυρίου, καταχώνοντας τα ιερά πειστήρια του μαρτυρικού του θανάτου.

Νόμισμα της Φλαβίας Ιουλίας Ελένης, μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Πρέπει να επισημανθεί πως εκκινώντας η Αγία Ελένη από την Ρώμη προς την Παλαιστίνη, το 327, πλησίαζε ήδη τα ογδόντα έτη ζωής· ενώ η αποστολή της είχε ενισχυθεί από τον υιό της με άφθονους οικονομικούς και υλικούς πόρους, εξειδικευμένο προσωπικό, καθώς και στρατό. Επίσης, η θανάτωσή του αγαπημένου της εγγονού Κρίσπου ως απόρροια συκοφαντίας, απετέλεσε ένα γεγονός το οποίο την έπληξε βαθύτατα και συντέλεσε στο μεγάλο ταξίδι. Αφ’ ης στιγμής αφίκετο στα Ιεροσόλυμα αναζήτησε –ματαίως– τον τόπο του θείου μαρτυρίου. Κάπου εδώ η Ιστορία εμβολιάζεται από τον θρύλο, ωστόσο σκοπίμως θα παραλείψω τις καθ’ υπερβολή θρυλούμενες πτυχές. Έτσι –κατά μια εκδοχή– την Αγία συνδράμει κάποιος Εβραίος ονόματι Ιούδας (ο οποίος μάλιστα αρχικά δίσταζε και υποβάλλοντάς τον στη βάσανο του ξηροπήγαδου, εκείνη απέσπασε τις πληροφορίες που επιζητούσε), ενώ –κατά μια άλλη– το μέρος της υποδεικνύει ένα αρωματικό φυτό (ο βασιλικός) το οποίο φυόταν στο σημείο κατάχωσης του Τιμίου Ξύλου. Διενεργώντας ένα πρώιμο είδος ανασκαφής, η Αγία Ελένη εντοπίζει τους τρείς σταυρούς (εκείνον του Κυρίου, του εκ δεξιών «καλού» ληστή και του εξ αριστερών «πονηρού»), καθώς και τους τέσσερις αγίους Ήλους (τα καρφιά που διαπέρασαν το άχραντο σώμα του Ιησού).

Η συγκίνηση των παρισταμένων επισκόπων, ακολούθων και εργατών ήταν πολύ μεγάλη και η απορία όλων ήταν το ποιος από τους τρεις ήταν του Σταυροθέντος Ιησού Χριστού. Τότε, σύμφωνα με τα όσα μεταφέρει ο Επίσκοπος Κύρου, Θεοδώρητος: καθ’ υπόδειξη του Επισκόπου Μακαρίου οι τρεις σταυροί εναποτέθηκαν στο άψυχο σώμα μιας νεκρής (της οποίας η πομπή διήρχετο από την περιοχή προς ενταφιασμό), έτσι προς έκπληξη όλων εκείνη αναστήθηκε όταν ήρθε σε επαφή με τον τρίτο κατά σειρά σταυρό, καταδεικνύοντας ολοφάνερα πως πρόκειται για τον Τίμιο Σταυρό του θείου μαρτυρίου. Αντικρίζοντας το θαύμα, ο Εβραίος Ιούδας ασπάσθηκε την χριστιανική πίστη και βαπτίσθηκε με το όνομα «Κυριακός», ενώ μελλοντικά ανέλαβε διοικητικές θέσεις στους κόλπους της Εκκλησίας (η οποία τιμά την μνήμη του στις 28 Οκτωβρίου). Αμέσως μετά, η Αγία Ελένη πρόσταξε να κατατάμουν τους δυο εναπομείναντες σταυρούς και διαπλέκοντας τα μέρη εκείνου του «καλού» ληστή, με εκείνου του «πονηρού», πέτυχε την καθαγίαση και του σταυρού του τελευταίου. Χρησιμοποιώντας την πανάρχαια μέθοδο των φρυκτωριών, η Αγία πέμπει στην Κωνσταντινούπολη την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος και ο υιός της διαμηνύει την απόφασή του περί ανέγερσης περίλαμπρων θρησκευτικών ναών και περιφοράς του Τιμίου Σταυρού σε όλες τις επαρχίες της Ανατολής, στις οποίες η Αγία ελέησε πένητες, περιέθαλψε αρρώστους και χορήγησε αμνηστία σε καταδίκους.

Κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Ευσέβιο Καισαρείας: η βασιλομήτωρ περιέτρεξε τις επαρχίες με «μεγαλοπρέπεια βασιλικής εξουσίας», ωστόσο συγχρωτιζόταν με το πλήθος «με απλή και σεμνή περιβολή». Πλησίον του σημείου της ανασκαφής, το 135 ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε ανεγείρει ναό αφιερωμένο στην θεά Αφροδίτη, επί του οποίου η Αγία Ελένη κτίζει τον –γνωστό σε όλη την χριστιανοσύνη– Ναό της Αναστάσεως. Μια μέρα μετά από αυτή των θυρανοιξίων του ναού, ήτοι στις 14 Σεπτεμβρίου του 330 ή του 335 ο Πατριάρχης ύψωσε τον Σταυρό του Χριστού στον ουρανό, ενώ οι πιστοί εν ενί λόγω αναφωνούσαν «Κύριε ελέησον». Η εύρεση του Τιμίου Ξύλου και των αγίων Ήλων τιμάται από την Εκκλησία στις 6 Μαρτίου.

H στιγμή της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη. Πηγή εικόνας: orthodoxianewsagency.gr

Στα πλαίσια των ταξιδιών η Αγία Ελένη βρέθηκε και στην Μεγαλόνησο, στην Κύπρο. Σύμφωνα με τον Λεόντιο Μαχαιρά –κατόπιν οράματος της Αγίας– Άγγελος Κυρίου της μετέφερε τα ακόλουθα:

«κυρία μου Ἑλένη, ὡς γίον ἐποῖκες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔκτισες πολλοὺς ναοὺς, ἤτζου ποῖσε καὶ ὧδε, ὅτι ὁρισμὸς εἶναι εἰς τὴν αὐτὴν χώραν νὰ κατοικοῦσιν ἀνθρῶποι ἕως τῆς συντελείας, καὶ νὰ μὲν ξηλειφθῇ εἰς τοὺς αἰῶνας· καὶ ἔκτισε ναὸν εἰς τὸ ὄνομαν τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ βάλε ἀπὸ τὰ τίμια ξύλα, ἀποὺ βαστᾷς».

Το επόμενο πρωί η Αγία Ελένη διαπίστωσε πως ένας από τους δυο σταυρούς των ληστών έλειπε και όταν διέταξε να τον αναζητήσουν, οι στρατιώτες της τον εντόπισαν –όλως διόλου– στο όρος Όλυμπος. Προσδεχόμενη τη θεία κρίση, η Αγία θεμελίωσε εκεί νέο ναό και το όρος μετονομάσθηκε σε Σταυροβούνιο.

Καταληκτικός σταθμός του θεάρεστου ταξιδιού της ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου κλήρος, λαός αλλά και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, υποδέχθηκαν με περίσσια ευλάβεια το πλήθος των κεκτημένων κειμηλίων από τους Αγίους Τόπους. Ως μια απόπειρα σύνδεσης της επίγειας με την επουράνια βασιλεία, ο Κωνσταντίνος προσέθεσε ανάμεσα στα πολυτελή πετράδια του διαδήματός του δυο από τους Ήλους (καρφιά) του μαρτυρικού Σταυρού του Ιησού Χριστού. Σήμερα, τα κυρίως μέρη του Τιμίου Σταυρού φυλάσσονται στο σκευοφυλάκιο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, κάτω από τον Γολγοθά, αλλά και στην μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

Ο Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα. Πηγή εικόνας: travel.gr Φωτογράφος: Περικλής Μεράκος

Άξιο αναφοράς αποτελεί το ότι ο Ευσέβιος δεν αναφέρει τίποτα περί ανεύρεσης του Τιμίου Ξύλου και η πρώτη μνεία γίνεται από τον Επίσκοπο Μεδιολάνων Αμβρόσιο το 395. Εις ό,τι αφορά τις εμβληματικές αυτές μορφές της χριστιανοσύνης και της Ιστορίας, τους Αγίους και Ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, οι πηγές είναι ασαφείς ως προς τις λεπτομέρειες των γεγονότων. Ακριβώς για τον λόγο ότι και οι δυο έδρασαν –συνειδητά ή ασυνείδητα– υποστηρικτικά προς την νέα θρησκεία που διαφαινόταν πως θα είχε τεράστια απήχηση ανά την Οικουμένη, πιστοί και ιερωμένοι διέπλεξαν –στο διάβα των αιώνων– την ιστορική αλήθεια με την θρησκευτική ανάγκη πλάσης παραδόσεων και θρύλων προς επίρρωση της Πίστης. Ωστόσο, ακόμα και οι παραδόσεις έχουν την δική τους ανεκτίμητη αξία και οφείλουμε να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη ως προς την αποτίμηση των πεπραγμένων.

Η Αγία Ελένη μεθίσταται του βίου της περίπου το 329 στην Νικομήδεια, από φυσικά αίτια· έπειτα τα λείψανά της ανακομίζονται στην Κωνσταντινούπολη και εναποτίθενται στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Το 1204, εξ αφορμής της κατάληψης της Βασιλεύουσας από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, μέσα στα αμέτρητα κειμήλια τα οποία απάγονται βιαίως συγκαταλέγεται και η σαρκοφάγος της Αγίας, η οποία μεταφέρεται στη λειψανολάγνο Βενετία. Έκτοτε, το σκήνωμα της δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, παρά μόνο τον Μάιο του 2017, όπου εξετέθη για προσκύνηση στον Ναό της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Eberhard Horst (2007), Μέγας Κωνσταντίνος: Βιογραφία, Μτφ. Αλεξάνδρα Παύλου, Αθήνα: Εκδόσεις Ωκεανίδα, σ. 388-395.
  • Ευάγγελος Π. Λέκκος, Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη: οι ευσεβείς βασιλείς, τεύχη. Εκδόσεις Σαΐτη, σειρά: «Άγιοι και Εορτές».
  • Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (επιμ.) (1873), Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄: χρονογράφοι βασιλείου Κύπρου, Τύποις του Χρόνου, Βενετία, σ. 53-409.
  • Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου (2016), Οι Άγιοι Ισαπόστολοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Αθήνα: Έκδοση Αποστολικής Διακονίας.
  • Κώστα Καραστάθη (2012), Μέγας Κωνσταντίνος: Κατηγορίες και Αλήθεια, Αθήνα: Εκδόσεις Άθως.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεώργιος Ι. Θεοδωρόπουλος
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 2002, όπου ολοκλήρωσε την εγκύκλια παιδεία του, ενώ εν συνεχεία κατέστη Πτυχιούχος (με κατεύθυνση Ιστορίας) του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Από το 2024 είναι Μεταπτυχιακός φοιτητής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες Θεωρήσεις και Προοπτικές», στο οικείο πανεπιστημιακό τμήμα. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα άπτονται της περιόδου της Νεώτερης Ιστορίας με έμφαση εις ό,τι αφορά την άνδρωση της εθνικής συνείδησης και την διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων (από την Άλωση του 1204 έως και την Επανάσταση του 1821), τον Αγώνα για την Εθνεγερσία και την σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Έχει απευθύνει πλείστες εισηγήσεις σε φοιτητικά - επιστημονικά συνέδρια, ενώ ένεκα της καταγωγής και του επισταμένου ενδιαφέροντος στο επίκεντρο των συστηματικών μελετών του τίθενται οι καταβολές και η δράση του Λοκρού ήρωα της Επανάστασης, Οδυσσέα Ανδρούτσου, και του πατέρα του (Ανδρέα) Ανδρούτσου. Ήδη από το 2023 απασχολείται επαγγελματικά στο κεντρικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Πεδίο – Ελληνικά Γράμματα, ενώ φιλοδοξεί να εντρυφήσει περαιτέρω στην ιστορική επιστήμη, διαγράφοντας μια ουσιώδη ακαδημαϊκή πορεία. Τέλος, είναι λάτρης της παράδοσης και ασχολείτο επί σειρά ετών με την δημοτική μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς.