Της Γιάννας Φουρνάρη,
Η σκηνοθέτιδα Agnès Varda, γνωστή και ως «γιαγιά του γαλλικού νέου κύματος», γεννήθηκε το 1928 στο Βέλγιο, όπου είχε καταφύγει η ελληνικής καταγωγής οικογένειά της μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από μικρή εκδήλωσε ενδιαφέρον για τις τέχνες, ιδίως τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Ξεκίνησε να σπουδάζει λογοτεχνία, μα γρήγορα στράφηκε προς τη φωτογραφία, συμμετέχοντας σε πολλές εκθέσεις. Το 1954, σε ηλικία 26 ετών δημιουργεί την πρώτη της ταινία, με τίτλο La Pointe Courte. Έχοντας ελάχιστη επαφή με τον κινηματογράφο ως τότε με ερασιτεχνικό εξοπλισμό, το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο και απαλλαγμένο από μανιέρες της εποχής, αποτελώντας, έτσι, ένα απ’ τα πρώτα έργα που εντάσσονται στο λεγόμενο γαλλικό νέο κύμα. Χαρακτηριστικά του νέου αυτού ρεύματος είναι η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου, οι λήψεις σε εξωτερικό χώρο με φυσικό φως έναντι του στούντιο, η κοινωνική θεματολογία και η «συγκεντρωτική» προσέγγιση με τον σκηνοθέτη να αναλαμβάνει και άλλους ρόλους, όπως του σεναριογράφου ή του υπεύθυνου φωτογραφίας.
Ένα γνώρισμα πολλών ταινιών της Varda είναι πως διαπνέονται από φεμινιστικές ιδέες. Στην ασπρόμαυρη ταινία Cleo from 5 to 7 του 1962, μια διάσημη τραγουδίστρια, κατά την αναμονή των αποτελεσμάτων μιας βιοψίας, βλέπει με πιο καθαρή ματιά τη ζωή της και συνειδητοποιεί πως ο φαινομενικά κολακευτικός ρόλος της «αψεγάδιαστης» γυναίκας που της έχει επιβληθεί δεν την κολακεύει όπως πίστευε, αλλά αντίθετα την πνίγει.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1977, έρχεται το The one sings the other doesn’t με πλάνα που αναβλύζουν χρώμα, σαν μια γιορτή της γυναικείας απελευθέρωσης. Οι δύο ηρωίδες ζουν ακριβώς με τον τρόπο που τις εκφράζει, ανεξάρτητες, δυναμικές και έχοντας αποτινάξει τις επιταγές της εποχής. Τόσο μέσα από τη σχέση τους όσο και με την αλληλεπίδρασή τους με άλλες γυναίκες, αναδεικνύεται η ομορφιά της αλληλοϋποστήριξης και ο μαγικός κώδικας που μοιράζονταν μεταξύ τους οι γυναίκες που είχαν αυτή την ιδεολογία. Η ταινία έχει στοιχεία μιούζικαλ, με τα τραγούδια να αναδεικνύουν τη σαρωτική ομορφιά και τη δύναμη που εκπέμπονταν απ’ την έκφραση των γυναικείων αναγκών και επιθυμιών. Τέλος, μέσω της ταινίας, η Varda τοποθετήθηκε σθεναρά υπέρ της οριστικής νομιμοποίησης των εκτρώσεων στη Γαλλία, που τότε ήταν ακόμη σε δοκιμαστική περίοδο.
Το έργο, ωστόσο, που έχει ταυτιστεί περισσότερο με το όνομα της Varda είναι το Vagabond του 1985. Όπως δηλώνει και ο ελληνικός τίτλος Δίχως στέγη δίχως νόμο, η δεκαοχτάχρονη ηρωίδα ζει –από επιλογή– περιπλανώμενη μόνη της από τόπο σε τόπο, χωρίς κάποιον προορισμό. Γνωρίζουμε την ηρωίδα αποσπασματικά μέσα από περιστατικά που διηγούνται όσοι συναναστράφηκαν μαζί της στην πορεία της, στοιχείο που αναδεικνύει και το εύρος των αντιδράσεων –θαυμασμό, ζήλεια, απορία, φόβο ή απόρριψη– που γεννούσε η επιλογή της. Θίγεται, παράλληλα, το θέμα του τιμήματος αυτής της απόλυτης ελευθερίας, με τη μοναξιά να προβάλλεται ως η άλλη όψη του νομίσματος.
Τέλος, η Varda έδωσε νέα πνοή στο είδος του ντοκιμαντέρ, με αντιπροσωπευτικότερα έργα τα Black Panthers, Faces Places και το Daguerreotypes. Μάλιστα, γύρισε και δύο αυτοβιογραφικά ντοκιμαντέρ, τα Varda by Agnès και το The beaches of Agnès, μέσα από τα οποία παρέχεται μια βαθύτερη μάτια στο έργο και την προσωπικότητά της. Μια δήλωσή της που συνοψίζει τον στόχο ως σκηνοθέτιδα είναι η εξής: «Μέσα από τις ταινίες μου δεν θέλω να δείξω στους ανθρώπους συγκεκριμένα πράγματα, αλλά κυρίως να τους κινήσω την επιθυμία να δουν σε βάθος».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ανιές Βαρντά: Η γιαγιά της Νουβέλ Βαγκ, sansimera.gr, εδώ
- Δέκα ταινίες της Ανιές Βαρντά για ένα ταχύρρυθμο μάθημα στην κινηματογραφική… ευτυχία, flix.gr, διαθέσιμο εδώ