Της Ευγενίας Σαχινιάν,
Ο Κατρέυς, ήταν ένας από τους απογόνους και ο μεγαλύτερος γιος του Μίνωα και της Πασιφάης. Εκείνος με τη σειρά του είχε τέσσερα παιδιά, την Αερόπη, την Κλυμένη, την Απημοσύνη και τον Αλθαιμένη. Κάποτε είχε ζητήσει να λάβει έναν χρησμό σχετικά με το πώς θα πέθαινε και η απάντηση που πήρε ήταν, πως θα τον σκότωνε δυστυχώς ένα από τα παιδιά του ή τα εγγόνια του. Παρά την προσπάθεια που έκανε να κρατήσει κρυφό αυτόν τον χρησμό από τα τέκνα του, ο ένας του γιος, ο Αλθαιμένης, το έμαθε. Με σκοπό να αποφύγει να διαπράξει αυτό το φρικτό έγκλημα, πήρε την αδελφή του την Απημοσύνη και έφυγαν μακριά, με πορεία προς τα ανατολικά, φτάνοντας στον τελικό τους προορισμό, τη Ρόδο. Στην τοποθεσία του νησιού όπου και εγκαταστάθηκαν, ίδρυσαν μια αποικία με το όνομα Κρητηνία, προς τιμήν της γενέτειρας τους της Κρήτης.
Εκεί που ζούσαν τα δύο αδέλφια, έτυχε μια μέρα να βρεθεί και ο φτερωτός θεός Ερμής, ο οποίος τυφλώθηκε από την παρουσία της Απημοσύνης και την ερωτεύτηκε παράφορα, χωρίς όμως την ανταπόκριση της ίδιας της νεαρής. Προκειμένου, όμως, να καταφέρει να την παρασύρει στην αγκαλιά του, το πρόσωπο που τον είχε μαγέψει, κατέστρωσε το εξής σχέδιο: Έστρωσε στο δρόμο από όπου εκείνη θα περνούσε τομάρια από σφαγμένα ζώα, τα οποία ήταν αρκετά ολισθηρά, και στάθηκε κοντά τους περιμένοντας να πλησιάσει προς τα εκεί η Απημοσύνη. Καθώς, λοιπόν, η Απημοσύνη ξεκίνησε από το σπίτι που διέμενε με τον αδελφό της, ώστε να πάει να φέρει νερό από την πηγή, τέθηκε σε λειτουργία το σχέδιο του Ερμή. Δεν παρατήρησε τα γδαρμένα τομάρια και γλίστρησε, πέφτοντας άθελά της στην αγκαλιά του Ερμή.
Λίγο καιρό αργότερα, έμεινε έγκυος όντας βιασμένη και πήρε την απόφαση να διηγηθεί το περιστατικό στον αδελφό της. Οργισμένος, όμως, ο Αλθαιμένης, θεώρησε πως η αδελφή του χρησιμοποίησε εσκεμμένα το όνομα του θεού Ερμή, ως ελαφρυντικό για την πράξη της. Την χτύπησε, λοιπόν, με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο, και την εγκατέλειψε, αφήνοντάς τη τραυματισμένη, με την ίδια να υποκύπτει στα τραύματά της.
Όσο για τη μοίρα των άλλων αδελφών του, της Αερόπης και της Κλυμένης, ο πατέρας τους Κατρεάς, τις έδωσε στον Ναύπλιο με σκοπό είτε να τις φυγαδεύσει είτε να τις πετάξει στη θάλασσα, καθώς είχαν χάσει την παρθενιά τους, με άντρες από το στρατό του. Εν συνεχεία, ο Κατρέας ξόδεψε πολύ χρόνο μόνος του αναζητώντας κάποιον για να τον χρήσει διάδοχο του θρόνου του, όμως μάταια.
Το τέλος του και η εκπλήρωση του χρησμού δεν αργούσε να πλησιάσει, αφού ο Κατρέας επιβιβάζεται σε ένα πλοίο με προορισμό το νησί της Ρόδου. Οι ντόπιοι κάτοικοι, όταν είδαν το πλοίο να πλησιάζει τις ακτές θεώρησαν πως είναι ληστές και άρχισαν την επίθεση, ανάμεσά τους και ο Αλθαιμένης. Εκείνη ήταν η στιγμή που ο χρησμός από το μαντείο θα έβγαινε αληθινός, όταν ο γιος του βασιλιά σήκωσε ένα κοντάρι, σημάδεψε τον πατέρα του και τον άφησε να πέσει νεκρός στο έδαφος. Ο Αλθαιμένης όταν έμαθε την ταυτότητα του νεκρού, δεν ξεπέρασε ποτέ τον καημό, και από τις τύψεις του απευθύνθηκε στους θεούς παρακαλώντας τους να του πάρουν τη ζωή. Η επίκλησή του εισακούστηκε, με το έδαφος της γης να ανοίγει στα δυο και να τον «καταπίνει».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κακριδής, Ι. (2021), Ελληνική Μυθολογία: Οι Ήρωες – Τοπικές Παραδόσεις, τμ. 3, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
- Κατρέας, greek-language.gr, Διαθέσιμο εδώ