Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Ένα από τα βασικά προβλήματα, που έχει να αντιμετωπίσει το γερμανικό κράτος, από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έπειτα, είναι η –οικονομική– ανισότητα μεταξύ της ανεπτυγμένης (νότιο)δυτικής πλευράς και της αναπτυξιακά στάσιμης ανατολικής πλευράς της χώρας. Ωστόσο, τα τελευταία τρία περίπου χρόνια έχουν εισρεύσει κεφάλαια, τόσο από ιδιώτες όσο και από το κράτος, παρουσιάζοντας διάφορες περιοχές της πρώην κομμουνιστικής περιοχής οικονομική επέκταση, σε αντίθεση με το νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα της Γερμανίας, όπου, καθ’ όλη την περίοδο των κρίσεων, πιέστηκαν σημαντικά.
Οι λόγοι που προσέλκυσε το τελευταίο διάστημα επενδυτές και επιχειρηματίες αυτή η περιοχή είναι αρκετά προφανείς. Αρχικά, εξαιτίας της οικονομικής στασιμότητας όλα αυτά τα χρόνια, τα περιθώρια ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής είναι μεγάλα και οι ευκαιρίες για υψηλές αποδόσεις αρκετές. Επίσης, μέχρι πρότινος, η ανατολική Γερμανία ήταν από τις ελάχιστες περιοχές της κεντρικής Ευρώπης που είχαν μείνει, σε μεγάλο βαθμό, βιομηχανικά ανεκμετάλλευτες, παρόλο διέθεταν κάποιες βασικές υποδομές και εγκαταστάσεις από τις βιομηχανίες της Σοβιετικές Ένωσης, πριν την πτώση της, σε κάποιες περιοχές.
Μεταξύ άλλων, η τάση εσωστρέφειας των οικονομιών, από την περίοδο της πανδημίας του Covid-19 και έπειτα, ευνόησε την πρώην κομμουνιστική Γερμανία. Εκτός του ότι η περιοχή βρίσκεται εντός του ομοσπονδιακού κανονιστικού πλαισίου ενός ανεπτυγμένου κράτος, το εργατικό δυναμικό είναι πιο «φθηνό», παράγοντας που προσελκύει τις επιχειρήσεις, λόγω της μείωσης του λειτουργικού τους κόστους. Παράλληλα, γίνονται και προσπάθειες για καλύτερη κατάρτιση των εργαζομένων μέσω προγραμμάτων και ίδρυση σχολών ή αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων.
Επίσης, άλλη σημαντική παράμετρος είναι και οι δημοσιονομικοί πόροι που έχουν διατεθεί –και συνεχίζουν να διοχετεύονται– από τη γερμανική Κυβέρνηση, με σκοπό τη στήριξη της ανάπτυξης στην περιοχή. Αυτό αποτελεί, ίσως, τον βασικότερο παράγοντα προσέλκυσης επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των ημιαγωγών, καθώς είναι μια βιομηχανία που απαιτεί μεγάλες οικονομίες κλίμακας για τη βιωσιμότητά τους, αφού έχει υψηλά σταθερά κόστη και απαιτεί αρκετούς πόρους για το τμήμα Έρευνας & Ανάπτυξης. Επιπλέον, και η κατασκευή νέων εργοστασίων παραγωγής (fabs) είναι σημαντικά κοστοβόρα, συνεπώς η κρατική αρωγή κρίνεται ως ένα βασικό κίνητρο για τέτοιου είδους επενδύσεις. Για αυτό η Κυβέρνηση Scholtz διοχετεύει δισεκατομμύρια δημοσίου χρήματος προς «το πετρέλαιο του 21ου αιώνα», όπως περιέγραψε ο Γερμανός Καγκελάριος τον συγκεκριμένο τεχνολογικό πόρο, ο οποίος, γενικά, συμμετέχει με υψηλό ποσοστό Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας στην παραγωγή ηλεκτρονικών προϊόντων.
Μία από τις πιο πρόσφατες επιχειρηματικές επεκτάσεις μεγάλης εταιρείας στην ανατολική Γερμανία αποτελεί το άνοιγμα νέου εργοστασίου ημιαγωγών της Infineon στη Δρέσδη, αξίας € 5 δις, το οποίο χρηματοδοτήθηκε και από κονδύλια του δημοσίου (περίπου € 1 δις στη συγκεκριμένη περίπτωση), καθώς για τη χώρα αποτελεί και μια επένδυση στρατηγικού χαρακτήρα σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο. Αυτή είναι, ενδεικτικά, μία από τη σειρά επενδύσεων που έχουν γίνει, γενικά, σε γερμανικό έδαφος και, συγκεκριμένα, από εταιρείες του κλάδου των ημιαγωγών. Παραδείγματα άλλων επιχειρήσεων αποτελούν οι Intel και Wolfspeed, ενώ αναμένεται να ακολουθήσει και ο ταϊβανέζικος κολοσσός T.S.M.C., ο οποίος έχει ηγετική θέση στον κλάδο των microchip. Με το ενδιαφέρον της τελευταίας εταιρείας και μόνο, μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο μεγάλος πόλος έλξης έχει γίνει η γερμανική αγορά. Η T.M.S.C. για την Ταϊβάν καθιστά μια εταιρεία με εθνική στρατηγική στόχευση, η οποία ιδρύθηκε, το 1987, με κρατική πρωτοβουλία, για να δομηθεί το –πετυχημένο– αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της Intel, η οποία πρόκειται να κατασκευάσει νέο εργοστάσιο στο Μαγδεβούργο (ανατολική Γερμανία), με την επένδυση να ανέρχεται περίπου στα € 17 δις. Από το γερμανικό κράτος, μάλλον, θα λάβει γύρω στα € 6,8 δις, ενώ διευθυντικά στελέχη της Intel πιέζουν για χρηματοδότηση ύψους € 10 δις.
Δεν είναι τυχαίο, όμως, αυτές οι δημόσιες επιδοτήσεις στον κλάδο των microchips τα τελευταία 3 χρόνια. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να το παρομοιάσουμε –εν μέρει– με τα ενεργειακά αγαθά. Αυτό, διότι οι ασιατικές χώρες και, συγκεκριμένα, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα, κατέχουν –σχεδόν– το μονοπώλιο σε αυτά τα τεχνολογικά προϊόντα, όπως αντίστοιχα λίγα κράτη διαθέτουν εμπορεύματα ενέργειας (ως πρώτη ύλη). Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία κατά την προ-Covid περίοδο, λόγω των ωφελειών που προσφέρει το ελεύθερο εμπόριο. Ωστόσο, τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, τα οποία ακόμη, ως έναν βαθμό, καλά κρατούν, ανέβασαν τις τιμές και δημιούργησαν ελλείψεις, διαμορφώνοντας την ανάγκη για πολλά κράτη να επενδύσουν στην εγχώρια παραγωγή βασικών αγαθών. Έτσι συμβαίνει λίγο πολύ και με τους ημιαγωγούς στην ανατολική, κυρίως, Γερμανία. Παράλληλα, η γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή της ανατολικής Ασίας, λόγω της επιθετικότητας της Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν, λειτούργησε καταλυτικά σε αυτό, αφού το 90% της παγκόσμιας προσφοράς των πιο προηγμένων chip παράγεται εκεί. Αυτή τη φορά, η Γερμανία, αλλά και ευρύτερη η Γηραιά Ήπειρος, φαίνεται πως δεν θέλει να βρεθεί προ εκπλήξεως, όπως με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι Η.Π.Α., τόσο στον τομέα της τεχνολογίας όσο και της ενέργειας, ξοδεύοντας δισεκατομμύρια, ώστε να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους σε αυτά τα βασικά αγαθά, αλλά και για να βγουν μπροστά στην «κούρσα» της τεχνολογικής εξέλιξης. Ειδικότερα, ο νόμος Chips and Science της Κυβέρνησης Biden, ένα πακέτο $ 280 δις, που περιλαμβάνει χρηματοδότηση $ 52 δις για την ενίσχυση της εγχώριας κατασκευής ημιαγωγών στις Η.Π.Α. και ο νόμος Inflation Reduction Act, ο οποίος παρέχει $ 369 δις επιδοτήσεις και φορολογικές πιστώσεις για τεχνολογίες καθαρής ενέργειας, έδωσαν το έναυσμα για υψηλές επιδοτήσεις και σε άλλες οικονομίες. Κατά αυτόν τον τρόπο, πιέζεται και η Ευρωπαϊκή Ένωση για χαλαρότερους δημοσιονομικούς κανόνες για την πυροδότηση οικονομικών κινήτρων, ώστε να μην φύγουν όλες οι τεχνολογικές εταιρείες και, πόσo μάλλον, οι κατασκευαστές ημιαγωγών για τις Η.Π.Α. Συγκεκριμένα, η Ε.Ε. έχει θεσπίσει τον δικό της νόμο για τα τσιπ, ο οποίος στοχεύει να συγκεντρώσει € 43 δις σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις για τη βιομηχανία τσιπ της Ευρώπης, διπλασιάζοντας το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά ημιαγωγών, από λιγότερο από 10%, σήμερα, σε 20% έως το 2030.
Δεδομένων των παραπάνω, η κρατική υποστήριξη στις επενδύσεις σε ημιαγωγούς φαίνεται θετική, αλλά και απαραίτητη. Ωστόσο, τα δισεκατομμύρια που δαπανούνται από τα κράτη είναι υπερβολικά. Εκτός από τη σημαντική επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και της διόγκωσης του δημόσιου χρέους, υπονομεύεται ο ανταγωνισμός στην αγορά, καθώς, συνήθως, τέτοιου είδους μεγάλες επιδοτήσεις κατευθύνονται προς μεγάλες επιχειρήσεις, διότι έχουν και τη δυνατότητα να υλοποιήσουν έργα μεγαλύτερου βεληνεκούς και αντικτύπου. Οι υπέρογκες αυτές επιδοτήσεις, επίσης, είναι και αχρείαστες για αυτές τις εταιρείες, καθώς διαθέτουν σε μεγάλο βαθμό τα κεφάλαια για την επέκτασή τους, που πιθανότατα θα τους διογκώσει μελλοντικά και την κερδοφορία ούτως ή άλλως, ενώ η αύξηση της παραγωγής μπορεί να καταλήξει να υπερκαλύψει την εγχώρια ζήτηση, εξάγοντας το πλεόνασμα. Το πρόβλημα με το τελευταίο είναι πως με επενδύσεις του δημοσίου θα καλυφθεί ζήτηση από το εξωτερικό, με το όφελος να λαμβάνεται από την εκάστοτε εταιρεία και όχι από το κράτος.
Μιας και το επίκεντρο των επενδύσεων στους ημιαγωγούς βρίσκεται στη Γερμανία, δεν μπορεί να μη σχολιαστεί και η αναγκαία αλλαγή που χρειάζεται να κάνει η χώρα στο αναπτυξιακό της μοντέλο, γεγονός που έχει κατακριθεί και από μεγάλη μερίδα ακαδημαϊκών οικονομολόγων, καθώς θεωρείται –μέχρι σήμερα– πολύ επιτυχημένο για την ίδια. Συγκεκριμένα, η γερμανική οικονομία είναι θεμελιωμένη στις αρχές του ορντοφιλελευθερισμού, που αποφεύγεται η κρατική παρέμβαση στην οικονομία, ενώ οι χορηγήσεις επιδοτήσεων και φορολογικών προνομίων αφορούν ορισμένες βιομηχανίες στρατηγικού ενδιαφέροντος, χωρίς, όμως, την υπονόμευση του ανταγωνισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο, μάλιστα, έχει δομηθεί και η οικονομία της Ε.Ε.
Έστω, όμως, ότι αυτές οι επενδύσεις έχουν επιτυχία, χωρίς ιδιαίτερο αρνητικό αντίκτυπο. Η πλήρης απεξάρτηση και πάλι δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί. Περίπου το 80% του περιοδικού πίνακα (που γνωρίζουμε από τη χημεία) χρειάζεται για την παραγωγή ημιαγωγών και, προφανώς, μεγάλο μέρος αυτών των χημικών στοιχείων εισάγεται στη Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη, από άλλες χώρες. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταλάβουμε πως το κόστος της τόσο μεγάλης σπατάλης δημοσίου χρήματος υπερβαίνει το συνολικό όφελος.
Η Γερμανία, αλλά και η κάθε μεγάλη χώρα, θα πρέπει να βελτιώσουν το επιχειρηματικό τους περιβάλλον, ώστε να ευνοηθεί η ανάπτυξη της καινοτομίας στον ιδιωτικό τομέα και να στηριχθεί ο ανταγωνισμός, ο οποίος θα επιφέρει χαμηλές τιμές και βελτιωμένη ποιότητα. Επιπρόσθετα, χρειάζεται να χρηματοδοτηθούν δημόσια έργα για ψηφιακή αναβάθμιση των υποδομών, να δοθούν κίνητρα για προσέλκυση καταρτισμένου προσωπικού με παράλληλη εκπαίδευση του ήδη υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού. Ελπίζουμε πως αυτή η «κούρσα» επιδοτήσεων στον ενεργειακό και τεχνολογικό κλάδο θα σταματήσει σύντομα, έπειτα από πιέσεις στην αγορά χρέους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Germany’s new chip factories: a bet on the future or waste of money?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- The global microchip race: Europe’s bid to catch up, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Έχουν οι επενδύσεις της χώρας μας στρατηγική στόχευση; Κάν’ το όπως η Ταιβάν, protothema.com, διαθέσιμο εδώ