Του Ιωάννη Περγαντή,
Η κοινωνία στην ελληνιστική Αθήνα αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης. Στα χρόνια της μακεδονικής ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο, οι μετασχηματισμοί που λαμβάνουν μέρος στο εσωτερικό της πόλης, αν και μικροί, παράγουν ένα διαφορετικό αποτέλεσμα αλλά και μια διαφορετική εικόνα, σε σχέση με αυτή των προηγουμένων δεκαετιών και αιώνων. Παρόλο που το γενικότερο μοντέλο διατηρήθηκε απαράλλαχτο, σημειώθηκαν κάποιες μεταβολές, οι οποίες θα φάνταζαν τελείως ξένες και ανεπιθύμητες στα μάτια του Περικλή και των προκατόχων του.
Η αθηναϊκή κοινωνία, όπως και όλους του αιώνες ύπαρξης της, χωρίζονταν σε ένα βασικό δίπολο: τους εύπορους και τους απλούς πολίτες. Πλούσιοι Αθηναίοι υπήρχαν και στα χρόνια της ακμής της δημοκρατίας, αλλά τότε το πολίτευμα φρόντιζε αυτά τα άτομα να μην δέχονται διαφορετική μεταχείριση ή να μην μπορούν να εκμεταλλευτούν το χρηματικό τους πλεονέκτημα προς όφελος τους. Αυτό όμως αλλάζει στην ελληνιστική περίοδο. Οι πλούσιοι, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια έμεναν σε παρόμοιες οικίες με αυτές των υπολοίπων συμπολιτών τους, τώρα διαμένουν σε πολυτελή και πλουσιοπάροχα σπίτια, ενώ η οικονομική τους ευχέρεια τους προσδίδει ένα διαφορετικό και πιο υψηλό status. Η αρχή της διατήρησης μιας ισορροπίας μεταξύ των πολιτών κατέρρευσε, με τους ευκατάστατους Αθηναίους να προβαίνουν στην κατασκευή μεγάλων σπιτιών με αίθρια, τοιχογραφίες και κήπους, με τις περισσότερες φορές να είναι διώροφα. Αν και ακολουθούν τις αρχές των κλασσικών σπιτιών της εποχής (κοινόχρηστοι χώροι, γυναικωνίτης, ανδρώνες), ήταν εμφανώς πιο πλουσιοπάροχα και αντανακλούσαν την εικόνα ενός εύπορου ιδιοκτήτη.
Από την άλλη πλευρά, το υπόλοιπο μέρος του πληθυσμού, είχε την ίδια ζωή και δυσκολίες των προηγούμενων χρόνων. Με τους περισσότερους να μένουν εκτός των ορίων του άστεως, καταπιάνονταν στις αγροτικές και γεωργικές εργασίες, οι οποίες αντιμετώπιζαν τις συνήθεις δυσκολίες των κακοκαιριών. Συνήθως έμεναν μακριά από τα πολιτικά γεγονότα και αποφάσεις, και γενικότερα από τη πόλη της Αθήνας, καθώς αρκετοί θεωρούσαν τις μεταβολές που είχαν λάβει μέρος φορείς διαφθοράς και κατάπτωσης. Προτιμούσαν την πιο ειρηνική ζωή της υπαίθρου, παρά τις όποιες κακουχίες ή κινδύνους που εγκυμονούσε.
Ένα πληθυσμιακό μέρος της πόλης, το οποίο αρκετές φορές παραλείπεται από την ιστοριογραφία, είναι αυτό της γυναίκας. Και στην ελληνιστική εποχή, η θέση της γυναίκας δεν ήταν καλύτερη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Μέχρι την ηλικία των 15 ανατρέφονταν στο σπίτι με την εκμάθηση βασικών οικιακών εργασιών, ώστε να ακολουθήσει ένας προσχεδιασμένος γάμος. Το υπόλοιπο της ζωής της το περνούσε επί το πλείστον εντός των τοίχων του σπιτιού, όπου μαζί με τις δούλες προέβαινε στη φροντίδα της οικείας και των παιδιών. Η εμπλοκή της στο πολιτικό βίο ήταν αδύνατη, ενώ η περιφορά της στο δημόσιο χώρο γίνονταν μόνο κατά εξαίρεση, κυρίως για γυναίκες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, οι οποίες πηγαίναν στη αγορά για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Η μόνη ευκαιρία για τις γυναίκες να δραστηριοποιηθούν εκτός του σπιτιού ήταν στις κατά τόπους θρησκευτικές εορτές, στις οποίες τις περισσότερες φορές διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Παρόλο που η ανατροφή των κοριτσιών διαρκούσε μέχρι την ηλικία των 15, το ίδιο δεν ίσχυε και για τα αγόρια. Όταν έφταναν τα 6 με 7 έτη, τότε στέλνονταν μαζί με τον παιδαγωγό τους σε κάποιον δάσκαλο, ώστε να λάβει τη βασική εκπαίδευση, όπως αριθμητική, γραμματική και μουσική. Όταν έφταναν στη εφηβεία, τα αγόρια τότε μπορούσαν να ακολουθήσουν δύο κατευθύνσεις: εάν ο νεαρός ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, τότε οι γονείς του αναλάμβαναν τη χρηματοδότηση μαθημάτων με γνωστούς σοφιστές και φιλοσόφους της εποχής, οι οποίοι παρέθεταν τα μαθήματα τους στα γυμνάσια. Εάν από την άλλη το παιδί ήταν από μια πιο απλή οικογένεια, τότε το εκπαιδευτικό ταξίδι έφτανε στο τέλος του, με τον νέο να μαθητεύει κάτω από τον πατέρα του, ώστε να συνεχίσει το πατρικό επάγγελμα.
Σε γενικά πλαίσια, η κοινωνία της Αθήνας έμεινε κάπως απαράλλαχτη. Οικονομικές διαφοροποιήσεις, υποβαθμισμένη γυναίκα και ανισότητα στις ευκαιρίες για εξέλιξη. Αυτό όμως που άλλαξε ήταν η θέση των πλουσίων στη πόλη. Το καχεκτικό και παρακμάζον δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπόρεσε να περιορίσει την «επεκτατικότητα» των ευπόρων. Αν και στα πρώτα χρόνια των ελληνιστικών χρόνων η ηγεμονικότητα των πλουσίων ήταν κάπως περιορισμένη, οι επόμενοι χρόνοι είναι αυτοί οι οποίοι θα γίνουν μάρτυρες μιας νέας τάξης ανθρώπων, των οποίων ο οβολός θα μπορεί να καθορίζει καταστάσεις και επιλογές.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Mosse, Claude (2002), Ιστορία μιας δημοκρατίας: Αθήνα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- Lefevre, Francois (2016), Ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, Αθήνα: Ινστιτούτο Του Βιβλίου-Καρδαμίτσα.
- Orrieux, Claude – Pantel, Pauline Schmitt (2018), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα: Εκδοτική Gutemberg.