16.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ απόδειξη στην ποινική δίκη

Η απόδειξη στην ποινική δίκη


Της Στέλλας Κίζυλη,

Η ποινική δίκη, ως σύνθετη και μακροσκελής διαδικασία, αποσκοπεί, κυρίως, στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου. Για τον σκοπό αυτό, κρίσιμη είναι η απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, βάσει των οποίων ο δικαστής θα διαμορφώσει τη δικαιοδοτική του κρίση και, κατ’ επέκταση, θα αποτιμήσει τη συντρέχουσα εικόνα των πραγμάτων. Η ποινική δίκη δεν είναι σαν την πολιτική, δηλαδή εξετάζονται σε αυτήν όλα τα πραγματικά περιστατικά και όχι μόνο όσα αμφισβητούνται. Δεν αρκεί να βεβαιωθεί η τέλεση ενός εγκλήματος, αλλά χρειάζεται να αποδειχθεί η τέλεσή του από τον συγκεκριμένο δράστη.

Ο ΚΠΔ, στα άρθρα 177 και 178, προβλέπει τις αρχές, δηλαδή τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη, καθώς και τα διαθέσιμα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων ή της ηθικής απόδειξης strictο sensu επιτάσσει τη θεμελίωση της δικανικής πεποίθησης του δικαστή στους κανόνες της λογικής, τη φύση των πραγμάτων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία, ότι εμφιλοχώρησαν υποκειμενικά στοιχεία κατά τη διαμόρφωσή της.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com Φωτογράφος: WILLIAM POTTER

Εξάλλου, προσωπικά υπεύθυνοι δικαστές, μέσω των οποίων συγκροτούνται τα δικαστήρια, και οι οποίοι απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, κατά το άρθρο 87 του Συντάγματος, λαμβάνουν δικανική κρίση επί της αλήθειας των πραγματικών περιστατικών, ως προϋπόθεση της δικανικής κρίσης επί της ενοχής. Αναγκαίο σύστοιχο της ηθικής απόδειξης είναι η αιτιολογία της απόφασης, αφού ο δικανικός λόγος είναι απαραίτητο να είναι αντικειμενικά προσβάσιμος και ελέγξιμος. Το Σύνταγμα, μάλιστα, δεν αρκείται σε μια απλή αιτιολογία, αλλά απαιτεί αυτή να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή να στηρίζεται στα επιμέρους αποδεικτικά μέσα και να εμπεριέχει τους αποδεικτικούς συλλογισμούς, που εκπηγάζουν από τα αποδεικτικά μέσα και, μέσω των οποίων, αποκαλύπτεται ο τρόπο σκέψης.

Ωστόσο, το ζήτημα που απασχόλησε τη θεωρία και τη νομολογία είναι αν υπάρχουν όρια στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και, πιο συγκεκριμένα, αν μπορεί ο δικαστής να αναζητεί αποδεικτικά μέσα με οποιονδήποτε τρόπο και να τα αξιολογεί στο πλαίσιο της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Παρά τις διάφορες θεωρίες που υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς, οι οποίες, άλλοτε, σταθμίζοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα, κατέληγαν στο ότι η αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων μπορεί να δικαιολογηθεί ενόψει της βαρύτητας του εγκλήματος, της σοβαρότητας, της δικονομικής παρατυπίας και της ανάγκης για προστασία του θιγόμενου από την παραβίαση της αποδεικτικής απαγόρευσης, εδραιωμένη είναι πλέον η άποψη ότι η λειτουργία και η αποστολή των αποδεικτικών απαγορεύσεων συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της δίκαιης δίκης.

Όπως γίνεται εύλογα αντιληπτό, δεν θα είχε νόημα να μιλάμε για «δίκαιη δίκη», αν μπορούσε να αξιοποιηθεί αποδεικτικά ένα μέσο που αποκτήθηκε παράνομα. Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η ρύθμιση του ισχύοντος ΚΠΔ, η οποία ορίζει ότι τα αποδεικτικά μέσα, που αποκτήθηκαν παράνομα, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Η απαγόρευση αυτή, ωστόσο, δεν είναι απόλυτη, αφού μπορεί να καμφθεί προς όφελος του κατηγορουμένου, ιδίως αν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από αυτό και δεν μπορεί να αποδειχθεί με άλλον τρόπο. Αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας και, κατ’ επέκταση, την ανάγκη προστασίας της αξιοπρέπειας του αθώου κατηγορουμένου.

Η ανακριτική διερεύνηση κάθε υπόθεσης υπακούει σε δύο αναγκαιότητες: αφενός, στην έγκαιρη συλλογή και εξασφάλιση του αποδεικτικού υλικού, προκειμένου να στηριχθεί σ’ αυτό η εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας περαιτέρω και, αφετέρου, στην επισταμένη και ενδελεχή ανίχνευση της βασιμότητας της κατηγορίας σε ένα πρώιμο στάδιο, ώστε, αν τα στοιχεία ενοχής είναι ανεπαρκή, να κλείσει η υπόθεση από την προδικασία. Πέρα, όμως, από τις αρχές που διέπουν γενικά την απόδειξη, σκόπιμη είναι η αναφορά στα επιμέρους αποδεικτικά μέσα που προβλέπει ο ΚΠΔ. Ειδικότερα, αυτά είναι οι ενδείξεις, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, η ομολογία του κατηγορουμένου, οι μάρτυρες και τα έγγραφα.

Πηγή εικόνας: The Associated Press (AP), Φωτογράφος: Andrew Harnik

Όλα αποτελούν ανακριτικές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται υπό προϋποθέσεις από τον ανακριτή και τους ανακριτικούς υπαλλήλους. Αυτοί οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώσουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για διενέργεια αυτοψίας, συνοδευόμενοι, αν παραστεί ανάγκη, από ιατροδικαστές και πραγματογνώμονες για τη διεξαγωγή ερευνών, να βρίσκουν πειστήρια και, εν γένει, να ενεργούν σκόπιμα, για να διαλευκάνουν το έγκλημα. Εν κατακλείδι, η αποδεικτική διαδικασία είναι καίριας σημασίας για την έκβαση της ποινικής δίκης, η οποία αποβλέπει, όχι μόνο στην ικανοποίηση των θυμάτων, των οποίων τα έννομα αγαθά υπέστησαν βλάβη, αλλά και στην εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία διαταράσσεται από την τέλεση κάποιου εγκλήματος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία- Η δομή της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
  • «Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη», Μεταπτυχιακή εργασία, Σ. Φωκαΐδου, repo.lib.duth.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στέλλα Κίζυλη
Στέλλα Κίζυλη
Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πλέον είναι ασκούμενη δικηγόρος. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την αρθρογραφία.