Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Κατά τον πλούσιο ιστορικά 12ο αιώνα ο συσχετισμός των δυνάμεων στη Μεσόγειο και την Ευρώπη ήταν αρκετά περίπλοκος με την εδραίωση νέων δυνάμεων ή χωρών που άρχισαν να βγαίνουν έντονα στο προσκήνιο, αναζητώντας την ανάδειξή τους ως πόλο εξουσίας. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Ουγγαρία, η οποία εμφανίζεται τον 9ο αιώνα στην Κεντρική Ευρώπη, αρχίζει να παγιώνεται τον επόμενο αιώνα για να κερδίσει τον «τίτλο» της περιφερειακής δύναμης τον 12ο.
Την ίδια στιγμή στην Ανατολή το Βυζάντιο είχε ανασυνταχθεί στρατιωτικά, πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά από την ανάρρηση μιας νέας δυναστείας, αυτής των Κομνηνών, που ανήλθε στο θρόνο στα μέσα του 11ου αιώνα, αναχαιτίζοντας την πτωτική πορεία της Αυτοκρατορίας.
Η ανάπτυξη των δύο αυτών πόλων οδήγησε στον μονόδρομο της σύγκρουσης. Έτσι, παρατηρούμε πως οι δεκαετίες του 1150 και 1160 ήταν ιδιαίτερα τεταμένες ανάμεσα στις σχέσεις τους, με τους Ούγγρους, πέραν του ότι αναδείχθηκαν σε διεθνή δύναμη, να αρχίζουν να έχουν βλέψεις προς την Δαλματία, την Κροατία αλλά και γενικότερα στα Βορειοδυτικά Βαλκάνια, κάτι που δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητο από το Βυζάντιο.
Ο Αυτοκράτορας, λοιπόν, Μανουήλ Α´ Κομνηνός για να μπορέσει να κάμψει την επεκτατική αυτή διάθεση, εφάρμοσε διπλωματικές αλλά και στρατιωτικές στρατηγικές. Ως προς το πρώτο σκέλος έλαβε στην αυλή της Κωνσταντινούπολης τον μικρότερο διάδοχο του ουγγρικού θρόνου για να ανδρωθεί και να αρραβωνιαστεί την θυγατέρα του Μανουήλ. Ωστόσο, δεν αρκέστηκε σε αυτό, καθώς δεν διαφαινόταν ικανή μια επιγαμία για να εξομαλύνει τις σχέσεις τους, και έτσι ανά διαστήματα προχωρούσε σε μικρές και συχνές εκστρατείες ούτως ώστε να εξαλείψει τις ορέξεις διαφόρων τοπικών ηγεμόνων.
Ήδη από το 1164 βυζαντινές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονταν κοντά στον Δούναβη για να έχουν υπό έλεγχο την περιοχή, διεξάγοντας διάφορες τοπικές μάχες. Αυτό συνεχίστηκε και τον επόμενο χρόνο, ενώ το 1166 αποφασίστηκε η επίθεση σε τρία διαφορετικά μέτωπα. Το σκηνικό έγινε ακόμα πιο εκρηκτικό το 1167, οπότε έλαβε χώρα η μάχη του Σιρμίου (στη σημερινή πόλη Σρέμσκα Μιτροβίτσα, επί του ποταμού Σάβα), όπου υπήρχε το ομώνυμο φρούριο.
Η κλονισμένη υγεία του αυτοκράτορα δεν του επέτρεψε την παρουσία του στο πεδίο των μαχών, θέση που έλαβε ο Μέγας Δουξ, Ανδρόνικος Κοντοστέφανος, ένας οξυδερκής και μεθοδικός άνθρωπος και ανιψιός του Μανουήλ. Ως διοικητής του στρατού κατόρθωσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις δυνάμεις που διέθετε, αξιοποιώντας όλα τους τα πλεονεκτήματα.
Διαβάζουμε, λοιπόν, μέσα από τις πηγές της εποχής, πως χώρισε τους στρατιώτες σε τρία μέτωπα. Κύριο τμήμα τους ήταν μία ομάδα από ιπποτοξότες (Τούρκους, Κουμάνους και λίγους Δυτικούς ιππότες), καθιστώντας τους την εμπροσθοφυλακή του στρατού. Στο κέντρο, μαζί με τον Κοντοστέφανο, βρισκόταν η αυτοκρατορική φρουρά –το ισχυρό τους όπλο–, ενώ συμπεριλαμβάνονταν και Λομβαρδοί μισθοφόροι και μια μικρή μονάδα Σέρβων πεζικάριων. Έπειτα, στα αριστερά είχαν τοποθετηθεί τα τακτικά βυζαντινά στρατεύματα, με τον σχηματισμό τους να αποτελείται από τέσσερις ταξιαρχίες, ενώ τέλος στα δεξιά καταλάμβαναν τη θέση τα μισθοφορικά σώματα (Βυζαντινοί, Γερμανοί και Τούρκοι). Το κάθε ένα από αυτά τα σκέλη είχε ως ενίσχυση μονάδες υποστήριξης.
Από την άλλη, και ο στρατός των Ούγγρων ακολούθησε έναν παρόμοιο διαχωρισμό, με την διαίρεση των μονάδων σε τρία τμήματα, ωστόσο παρατηρούμε μόνο μια γραμμή μεγάλου βάθους. Γενικότερα η παράταξη των ανδρών του αντιπάλου επιλέχθηκε να είναι σε πρώτο πλάνο το πεζικό και από πίσω του το ιππικό, με σκοπό την αποτελεσματικότερη παρέμβαση του δεύτερου.
Η σύγκρουση άρχισε με τα βυζαντινά ελαφρά στρατεύματα να βγαίνουν μπροστά, ώστε οι τοξότες να βάλουν κατά του εχθρού με στόχο να τον παρασύρουν σε έφοδο και μετά να αποσύρουν τις δυνάμεις τους προς τα πίσω. Πράγματι ο σχεδιασμός αυτός είχε επιτυχία, με τους Ούγγρους να ορμούν δίχως να το σκεφτούν πολύ, με τους επιτιθέμενους της αριστερής πλευράς να φτάνουν στον ποταμό Σάβα και εκεί ανασυντάχθηκαν. Τα άλλα δύο τμήματα έμειναν αμετακίνητα στις θέσεις τους προβάλλοντας σταθερή αντίσταση. Η αντεπίθεση ξεκίνησε αμέσως με το δεξί μέρος, ενώ ύστερα από λίγο εμφανίστηκε το κεντρικό αλλά και το ανασυνταγμένο αριστερό, κατατροπώνοντας τους αντιπάλους και οδηγώντας τους σε φυγή.
Έτσι, η στρατιωτική και διοικητική αρτιότητα του σχεδίου του Κοντοστέφανου έφερε την υψηλής σημασίας νίκη για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κρατώντας προς ώρας τους Ούγγρους μακριά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Haldon, J. (2001), Οι πόλεμοι του Βυζαντίου, Αθήνα: Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη
- Battle of Sirmium, byzantium.gr, Διαθέσιμο εδώ