Της Χρυσάνθης Παπαναστασίου,
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να είναι περήφανη είναι το γεγονός πως έχει απομακρυνθεί αρκετά από ορισμένες αναχρονιστικές πρακτικές πως ο σύγχρονος τρόπος σκέψης έχει εκμοντερνιστεί και ότι παράλληλα παρατηρούνται σημαντικές εξελίξεις ως προς μία πιο φιλελεύθερη, ισότιμη και ισόνομη μεταχείριση όλων των πολιτών. Σε μία εποχή, λοιπόν, που οι διακρίσεις τείνουν να καταπολεμώνται και ανοίγεται ο δρόμος προς την απόλυτη συμπερίληψη, πώς είναι δυνατόν ακόμη να υπάρχει ένα ελλιπές πλαίσιο για την αντιμετώπιση και τιμωρία εγκλημάτων που έχουν ένα γενικότερο και σχετικά απρόσωπο χαρακτήρα, όπως τα εγκλήματα μίσους ή αυτά της έμφυλης βίας; Ακόμα, γιατί, παρά την έκταση και σοβαρότητα που αυτά έχουν, αλλά και τη γενικότερη πρόοδο των νομικών συστημάτων, η κοινωνική, αλλά και νομική τους αντιμετώπιση είναι τόσο διάχυτη και αμφιλεγόμενη;
Η σεξουαλική παρενόχληση, είναι ένα αρκετά ιδιόρρυθμο έγκλημα, εξαιτίας της λεπτής γραμμής που το διαχωρίζει από μη τιμωρητέες πράξεις, αλλά και την επιφύλαξη σχετικά με την αλήθεια ή μη των πραγματικών περιστατικών. Στον ελληνικό ποινικό κώδικα, η σεξουαλική παρενόχληση βρίσκεται στην «ομπρέλα» των εγκλημάτων προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και περιγράφεται περιπτωσιολογικά με έναν αρκετά ικανοποιητικό ορισμό. Το πρόβλημα που προκύπτει γύρω από αυτή δεν είναι, λοιπόν, η ανεπαρκής ή ατελής νομική διάταξη, όπως συμβαίνει σε άλλα εγκλήματα, όπως ο βιασμός, αλλά η τοποθέτηση ενός πραγματικού περιστατικού στο «καλούπι» της κατηγορίας. Ο προβληματισμός που προκύπτει και γίνεται πρώτο θέμα συζήτησης, όταν μία κατηγορία παρενόχλησης βγαίνει στο φως, είναι το ποια συμπεριφορά κρίνεται παρενοχλητική. Η συζήτηση αυτή, είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και η λάθος μεταχείρισή της καταλήγει είτε σε αδιέξοδο είτε σε δυσάρεστα και μη επιθυμητά συμπεράσματα. Ποιος κρίνει τη συμπεριφορά και με ποια κριτήρια; Τι είναι αυτό που διαχωρίζει την παρενόχληση από το —όπως κάποιοι ισχυρίζονται— επίμονο φλερτ;
Ο διάλογος που συνήθως προκύπτει στο πλαίσιο της παρενόχλησης βρίσκει τις δύο πλευρές διαμετρικά αντίθετες, σε βαθμό τέτοιο που η πιο άμεσα σχετιζόμενη έκφραση με το συγκεκριμένο αδίκημα είναι «ο λόγος σου εναντίον του δικού μου». Είναι ένα έγκλημα δίχως απτά αποδεικτικά στοιχεία, βασιζόμενο κυρίως σε ιδιωτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ατόμων, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την απόδειξή του. Η δυσκολία απόδειξης, όμως, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελεί αιτία νομικής αμέλειας ή κοινωνικής υποτίμησης της σοβαρότητάς του. Το ζήτημα είναι πως ούτε όρια-πλαίσια μπορούν να τεθούν. Είναι τέτοια η φύση του εγκλήματος, που με διακεκομμένες γραμμές διαχωρίζεται από απλές πράξεις, ώστε μία τέτοια περιοριστική μεταχείριση μόνο ερμηνευτικό ζήτημα θα προκαλούσε. Μία έκφραση ή πρόταση μπορεί να είναι εξευτελιστική ή προσβλητική για έναν δέκτη, αδιάφορη ή άνευ σημασίας για κάποιον άλλον, καθώς η αλληλεπίδραση εξαρτάται κυρίως από τον τόνο, τη σχέση θύτη και θύματος, τις περιστάσεις και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εκτυλίσσεται. Είναι ένα άκρως υποκειμενικό ζήτημα και εκεί έγκειται η δυσκολία διάκρισης και απόδειξής του.
Η μία οπτική, που έχει ως άξονα τη σύγχρονη φιλελεύθερη κοινωνική πραγματικότητα, προτάσσει την ελευθερία έκφρασης και χρησιμοποιεί ως βασικό επιχείρημα την ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες επαφές και σχέσεις του σήμερα. «Από πότε ποινικοποιείται το φλερτ;», αναφέρουν ορισμένοι επανειλημμένα και σπεύδουν να χαρακτηρίσουν την αντίθετη άποψη ως υπερβολική. Ισχυρίζονται πως, μη γνωρίζοντας την οπτική του δέκτη και πώς αυτός εκλαμβάνει την αλληλεπίδραση, αυτοί απλά προσέγγιζαν ερωτικά τον συνομιλητή τους. Γιατί, άλλωστε, η αντίδραση, αλλά και τα όρια του θύματος είναι τόσο δυσδιάκριτα και οι αναφορές που στοιχειοθετούν σεξουαλική παρενόχληση, τόσο κομψές, που σίγουρα θα κρίνονταν ως «επιτυχείς και καλοδεχούμενες» ερωτικές προσεγγίσεις!
Το ανησυχητικό, είναι, πως παρά τον σαρκασμό της προηγούμενης θέσης, ορισμένοι θύτες θεωρούν πράγματι πως απλά φλερτάρουν, ενώ στην πραγματικότητα μιλούν χυδαία και προσβάλλουν ή φέρνουν σε δύσκολη θέση το θύμα. Παρά το γεγονός πως η διαπίστωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι για τον θύτη, οφείλουμε να αναρωτηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένες είναι ορισμένες παρωχημένες αντιλήψεις, όπως το πρότυπο του άντρα κυνηγού-διεκδικητή, που χρησιμοποιεί κάθε μέσο, για να επιτύχει τον στόχο του ή η —έστω και ασυνείδητη— αντίληψη πως μία τέτοια προσέγγιση είναι επιθυμητή. Γιατί, φυσικά, και κατά γενική ομολογία, όλοι αισθάνονται τρομερά κολακευμένοι μετά από ένα σφύριγμα από κάποιον επιβάτη αυτοκινήτου ή μετά από έναν ρομαντικό μονόλογο αποτελούμενο από χαρακτηρισμούς και επίθετα από κάποιον που σε ακολουθεί μέσα στη νύχτα! Υπερβολικά, λοιπόν, χαρακτηρίζονται τα θύματα και άτομα που δεν εκτιμούν το «παραδοσιακό» φλερτ. Πηγή αυτής της αντίληψης είναι πως η κοινωνία έχει σε τέτοιο βαθμό εμποτιστεί από τον πατριαρχικό τρόπο σκέψης, που δυστυχώς συναινεί στην αναπαραγωγή αυτών των συμπεριφορών.
Το πραγματικό ζήτημα, όμως, δεν προκύπτει μόνο από το παραπάνω επιχείρημα. Σίγουρα αυτό αποτελεί τη βάση της αμφισβήτησης, ωστόσο, εύκολα ένας νοήμων άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί πως μία τόσο ακραία προσέγγιση δεν μπορεί να είναι διφορούμενη. Τον προβληματισμό καθιστούν δυσκολότερο ορισμένες πιο μετριοπαθείς «φωνές» που δεν χρησιμοποιούν ως αμάχητο επιχείρημα τη φυσικότητα που δρα ένας άντρας «παλιάς κοπής», αλλά προβαίνουν σε μία εκ του αντιθέτου κοινωνική κριτική. Αναρωτιούνται αν μία πιο σκληρή μεταχείριση απέναντι στο έγκλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης, που θα περιλαμβάνει έναν -έστω και στοιχειώδη- ορισμό της «καθώς πρέπει» συμπεριφοράς, αντί να εξελίξει τη σκέψη γύρω από τα εγκλήματα έμφυλης βίας, επαναφέρει αναχρονιστικές έννοιες, όπως αυτή της «δημοσίας αιδούς» ή της «κοινωνικής ευπρέπειας».
Αυτό που προβληματίζει, είναι ότι αυτή η επαναφορά ενδεχομένως να προκαλέσει την επανένταξη στον χώρο της απαγόρευσης κάποιων μορφών έκφρασης της ερωτικής συμπεριφοράς, γεγονός που δεν συνάδει με τη σύγχρονη φιλελεύθερη θεώρηση. Είμαστε, πράγματι, έτοιμοι να επιστρέψει ο έλεγχος σε ορισμένες πτυχές της ζωής που κρίνονται ως ιδιωτικές; Η κριτική γύρω από αυτή τη σκέψη στηρίζεται κυρίως στο γεγονός πως είναι αρκετά μηδενιστική. Προβάλλει ένα είδος ηθικής επιλογής, καθώς σε καλεί να επιλέξεις με αρκετά απόλυτο τρόπο αν προτιμάς την επιστροφή σε προ φεμινιστικών κινημάτων και σεξουαλικής επανάστασης εποχές, ως αντίτιμο για την προστασία των θυμάτων παρενόχλησης ή το αντίθετο.
Η κοινωνική αντιμετώπιση απέναντι στο συγκεκριμένο έγκλημα, ανακυκλώνει την ιστορική του πορεία. Πρόκειται για ένα έγκλημα, που στον ευρωπαϊκό νομικό χώρο άργησε αρκετά να εμφανιστεί και δέχτηκε σκληρή κριτική κατά την περίοδο που αυτό υιοθετήθηκε. Κρίθηκε ως ξενόφερτο και «αμερικάνικη υπερβολή», που δεν συμβαδίζει με τα ευρωπαϊκά, και ιδίως τα γαλλικά δεδομένα, με την τελευταία χώρα να αποτελεί τον πιο ηχηρό αντίλογο απέναντί του. Αν, μάλιστα, ορισμένες συγκυρίες δεν είχαν προκύψει κατά την περίοδο της νομικής του κατοχύρωσης, ενδεχομένως, ακόμη το νομικό πλαίσιο να βρισκόταν σε πρώιμο στάδιο. Ακόμη και σήμερα, το επιχείρημα της υπερβολής και του χαρακτηρισμού αυτών που συνηγορούν υπέρ της σημασίας αυτοτελούς νομικής μεταχείρισης αυτής της εγκληματικής πράξης ως σεμνότυφων ή συντηρητικών, είναι βασική παράμετρος που την καθιστά αμφιλεγόμενη. Κανείς, ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνά πως τα νομοθετικά κείμενα παρουσιάζουν μία αρκετά ανδροκεντρική προσέγγιση των εγκλημάτων έμφυλης βίας, η οποία αποτελεί έναν από τους κυριότερους λόγους σύγχυσης, αλλά και εγκαθιδρύει ένα πλαίσιο περιορισμένης ασφάλειας —πραγματικής και νομικής— για τα θύματα.
Αυτό που πρέπει να αποτελέσει αμάχητο επιχείρημα σχετικά με την αναγνώριση της σπουδαιότητας του εν λόγω εγκλήματος, αλλά και ώθηση για την προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εξέλιξης της νομικής του αντιμετώπισης, είναι το γεγονός πως αποτελεί το θεμέλιο όλων των εγκλημάτων έμφυλης βίας. Βάση της θεμιτής αλλαγής, είναι η συνειδητοποίηση του μοτίβου και η κατανόηση πως τα εγκλήματα αυτά είναι «αλυσιδωτά». Αν δεν υπάρχει επαρκές και ορθό νομικό πλαίσιο και κοινωνική συναίσθηση της παρενόχλησης, τότε πώς μπορούμε να ζητάμε μία σωστά διατυπωμένη διάταξη για το έγκλημα του βιασμού ή ακόμη και τη νομική κατοχύρωση της γυναικοκτονίας, αν αυτή κριθεί ως σκόπιμη; Αυτή η αίσθηση της «συνέχειας» δεν θα επιφέρει απαραίτητα μεταβολή στην ποινική μεταχείριση, αλλά μία συνειδησιακή αλλαγή, η οποία θα καταστήσει σαφές πως τα ακραία περιστατικά βίας δεν αποτελούν έκπληξη ή εξαίρεση, αλλά συνδέονται άμεσα με άλλες πράξεις που ακολουθούν το ίδιο μοτίβο σκέψης και δράσης.
Συνεπώς, αν και το πεδίο σκέψης γύρω από την σεξουαλική παρενόχληση είναι αρκετά ομιχλώδες, οφείλουμε να μην λησμονούμε πως όσο δύσβατο και αν είναι το μονοπάτι της αναγνώρισης, του ορισμού και της απόδειξής της δεν παύει να αποτελεί πραγματικότητα για ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, και κατά συνέπεια χρήζει σωστής μεταχείρισης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Harassment and sexual harassment, coe.int, διαθέσιμο εδώ
- The history of sexual harassment explains why many women wait so long to come forward, vox.com, διαθέσιμο εδώ
- Hill, A. (1998), Speaking Truth to Power, Εκδόσεις Anchor