Της Νικόλ Καστόρα,
Σίγουρα την σεζόν 2022-2023 στην ελληνική τηλεόραση η σειρά που συζητήθηκε όσο καμία άλλη, είναι το Maestro ή Maestro in blue, όπως το ονόμασε το Netflix, του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Άξιζε όμως πραγματικά τη θέση αυτή και τον τόσο μεγάλο ντόρο που δημιούργησε; Ή μήπως κάποια ονόματα, κάποιες έξυπνες κινήσεις και κάποια στοχευμένα θέματα την μεταμόρφωσαν από Σταχτοπούτα σε πριγκίπισσα;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Είναι δημιούργημα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ενός πολύ φτασμένου σκηνοθέτη , ο οποίος έχει αφήσει το στίγμα του στην ελληνική τηλεόραση, αφενός γιατί οι ταινίες του είναι εμπνευσμένες από το Χόλυγουντ, ενώ οι υπόλοιπες σειρές είναι γυρισμένες με ελληνικά δεδομένα και αφετέρου γιατί τα θέματα που θίγονται είναι πολύ πιασάρικα, εφευρετικά και για αυτόν τον λόγο, η προσέλκυση του κοινού είναι αναμφίβολη! Ακόμα και αν κάποιος δεν παρακολουθεί φανατικά τα έργα του, πάντα θέλει να γευτεί λίγο από τον «απαγορευμένο καρπό» που έχει κυρίαρχη θέση στο σενάριο του και ποικίλει (θυμηθείτε το «κλείσε τα μάτια» που ο ίδιος άντρας έχει σχέση, χωρίς να το ξέρει, αρχικά και με τη μητέρα και με την κόρη ή το ιδιοφυές και απίστευτα πρωτότυπο «Αν» , στο οποίο σε δύο παράλληλες ζωές πάντα συνάπτει θυελλώδη και προκλητικά σεξουαλική σχέση με το άλλο του μισό ή το ρομαντικό «Δύο μέρες μόνο» στο οποίο το πάθος δύο ερωτευμένων, μίας χορεύτριας και ενός συγγραφέα, είναι τόσο ακλόνητο που στο τέλος αν και έχουν περάσει από εκατό κύματα και όλα δείχνουν πως δεν θα τα καταφέρουν, ο έρωτάς τους νικά!) και τώρα στο Maestro η σχέση μιας δεκαεννιάχρονης με έναν πενηντάρη, κάτι που ακόμα και σήμερα θεωρείται ταμπού, προσελκύει και δελεάζει το κοινό. Άρα το Maestro έχει ένα σκηνοθετικό και σεναριακό προβάδισμα. Πάμε όμως στο Maestro αυτό καθαυτό…
Γυρίζεται σε δύο εκτυφλωτικά εντυπωσιακά νησιά! Τους Παξούς που τα γαλαζοπράσινα νερά τους έχουν κάτι το παραδεισένιο και την γοητευτική και αριστοκρατική Κέρκυρα. Επίσης, οι συντελεστές είναι ένας και ένας, όλοι απόλυτα ταιριαστοί για τον εκάστοτε ρόλο. Ίσως και το μεγαλύτερο προσόν του Παπακαλιάτη μετά το σενάριο είναι να επιλέγει τους καταλληλότερους συνεργάτες! Στο καστ όλοι ξεχωρίζουν με τον δικό τους τρόπο.
Ένα άλλο σημείο που ξεχωρίζει είναι η σεναριακή θεματολογία που έχει επιλέξει. Θέματα καθημερινά, ρεαλιστικά που δυστυχώς μαστίζουν στην ελληνική κοινωνία : Η γυναικεία κακοποίηση( η Μαρία Καβογιάννη μας συγκινεί με την ερμηνεία τής κακοποιημένης γυναίκας και ο Γιάννης Τσορτέκης μάς συγκλονίζει με την υποκριτική του στο ρόλου του αρρωστημένα βίαιου τόσο συζύγου όσο και πατέρα), ο ρατσισμός προς τους ομοφυλόφιλους (ιδιαίτερα συναισθηματική ερμηνεία από τον Γιάννη Μπένιο) και το ξέπλυμα χρήματος (εγγυημένη επιλογή ,όπως πάντα, ο Φάνης Μουρατίδης). Παρόλο που τα θέματα αυτά είναι επίκαιρα και θίγουν πολύ σημαντικά ζητήματα, ενώ στην αρχή φαίνεται πως θα έχουν σημαντική θέση στη σειρά, εν τέλει επισκιάζονται από τον έρωτα της Κλέλιας και του Ορέστη, ο οποίος από ένα σημείο και μετά κατέχει το μονοπώλιο στη σειρά.
Αρχικά, το θέμα της διευλεύκανσης του φόνου που επιλέγει ο Παπακαλιάτης να είναι το θέμα γύρω από το οποίο περιστρέφεται η σειρά, είναι η καλύτερη αλλά και η πιο συνηθισμένη επιλογή όμως, γιατί είναι μια επιλογή που εξασφαλίζει εκ του ασφαλούς υψηλή θεαματικότητα. Βλέπετε, ένας φόνος προσελκύει πάντα το κοινό, αφού όλοι μας έχουμε μέσα μας το μικρόβιο του ντεντέκτιβ, αλλά και γιατί ακόμα και οι λιγότερο ρομαντικοί θεατές, που δεν θα επιλέξουν την σειρά για τα ερωτικά της στοιχεία, θα καθίσουν να την δουν. Ο τρόπος που επιλέγει να ξετυλίγει σιγά-σιγά την εξιχνίαση του φόνου (στο τέλος κάθε επεισοδίου) είναι αριστοτεχνικός. Επιπλέον, ο «ένοχος» δεν είναι η πρώτη υποψία του θεατή και άρα σε αυτό το σημείο κερδίζει το στοίχημα! Βέβαια, πολύ πετυχημένη επιλογή είναι και ο τρόπος αφήγησης που έχει επιλέξει (ο αφηγητής δεν είναι ο ίδιος, όπως είναι το σύνηθες, αλλά εναλλάσσεται και σε κάθε επεισόδιο είναι και άλλος πρωταγωνιστής. Με αυτό το εφευρετικό τέχνασμα πετυχαίνει να διηγηθεί την ιστορία από όλες τις πτυχές και μέσα από τα μάτια όλων των πρωταγωνιστών!).
Σίγουρα η Χάρις κλέβει την παράσταση και η υποκριτική της ως μοντέρνα, εναλλακτική και φιλελεύθερη γιαγιά με εξέπληξε. Η ιστορία της είναι πολύ δραματική και ενδιαφέρουσα από μόνη της, αλλά και επειδή είναι σαν να μετενσαρκώνεται στον έρωτα της εγγονής της Κλέλιας, καθώς βιώνει τις ίδιες δυσκολίες που είχε βιώσει και η γιαγιά της στην ηλικία της. Μία άλλη σκηνή που ξεχώρισα είναι η γνωριμία της Κλέλιας με τον Ορέστη. Δεν εννοώ στους Παξούς φυσικά, την πρώτη τους συνάντηση…( σπόιλερ δεν κάνουμε!)
Όσοι έχετε δει την σειρά θα καταλάβετε! Ο Παπακαλιάτης επιλέγει την ήδη πεπατημένη οδό του ζευγαριού που υποτίθεται πως γνωρίζεται μόλις τώρα και τελικά τα φαινόμενα απατούν και το κοινό αιφνιδιάζεται ! (παρόμοια γνωριμία είναι εκείνη της Σοφίας και του Άρη στην πρώτη σκηνή του «Δύο μέρες μόνο».) Μοναδικό πλάνο εκείνο στο ξενοδοχείο, όπου φαίνονται μόνο τα περιγράμματα των σωμάτων του ζευγαριού, καθώς ο καθένας βρίσκεται στο μπαλκόνι του πάνω από τον άλλον. Επιπροσθέτως, μια ακόμα σκηνή που με άγγιξε ιδιαίτερα, γιατί την βρήκα πολύ τρυφερή, είναι η σκηνή που η Κλέλια κρυφά κάθε βράδυ συναντάει τον Ορέστη στο αυτοκίνητό του, προκειμένου να τον δει έστω και πέντε λεπτά, μέχρι να την πάει σπίτι της. Παρόλο που ο Ορέστης προσπαθεί απεγνωσμένα να μην λυγίσει, τελικά ο έρωτας κερδίζει και η πρώτη τους σκηνή πάθους, υπό την μουσική υπόκρουση της διασκευής του ομώνυμου τραγουδιού “I can’t help falling in love” με την ιδιαίτερη φωνή της Μαρίζας Ρίζου, μάς μαγεύει! Γενικά πάντα η μουσική ξεχωρίζει σε όλες τις δημιουργίες του, έτσι συμβαίνει και σε αυτή. Σίγουρα όμως η διασκευή του τραγουδιού «Τυχερό αστέρι» απογείωσε την σειρά δικαίως, γιατί οι στίχοι του είναι εξαιρετικοί, ο Χαλκιάς το ερμηνεύει μοναδικά, αλλά και η σκηνή της πρόβας του τραγουδιού τραβάει όλα τα βλέμματα και δικαίως το τραγούδι αυτό ακούγεται σε όλα τα ραδιόφωνα! Η σκηνή που δεν μου άρεσε αισθητικά, είναι εκείνη που ο Ορέστης δολοφονεί του ρηχούς, πλούσιους συγγενείς του στη φαντασία του. Η σκηνή με τα αίματα και τους σκοτωμένους ανθρώπους θυμίζει θρίλερ και δεν ταιριάζει με το ύφος της σειράς. Το μόνο που επιτυγχάνει είναι να προκαλέσει.
Πηγή εικόνας: in.gr
Εν κατακλείδι, θεωρώ πως το Maestro είναι μια σειρά καλογυρισμένη, που δεν υστερεί σε τίποτα από τις ξένες σειρές. Παρόλα αυτά, το ελληνικό στοιχείο απουσιάζει παντελώς και για αυτό σε χαρακτήρα δεν ξεχωρίζει πολιτισμικά από τις υπόλοιπες σειρές του Netflix. Πιστεύω πως της άξιζε η θέση στην πλατφόρμα του Netflix, γιατί είναι μια άρτια σειρά, χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά, πως δεν έχουν γυριστεί και άλλες ελληνικές σειρές, που δεν δικαιούνταν μία θέση στο Netflix.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τυχερό αστέρι / Tychero asteri – Maestro, youtube.com, διαθέσιμο εδώ