Της Χρυσούλας Θεοδώρου,
Το ζήτημα της αξιοποίησης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στην ποινική διαδικασία έχει τεθεί υπό συζήτηση και έχει, πρόσφατα, επιληφθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με την απόφαση ΣυμβΠλημΑθ 934/2022. Η απόφαση αυτή προσφέρει διευκρινίσεις, σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί με μη νόμιμο τρόπο. Η βασική αρχή που εφαρμόζεται στην απόφαση είναι η αρχή της στάθμισης, καθώς γίνεται προσπάθεια να ισορροπηθούν οι αντικρουόμενες αξίες της ποινικής διαδικασίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο πυρήνας της απόφασης στοιχειοθετείται στην αρχή της στάθμισης. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, μπορεί να θεωρηθεί και να ληφθεί υπόψη ένα αποδεικτικό μέσο που δεν αποκτήθηκε νόμιμα, ως «άλλη πληροφορία» στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης δίωξης. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση αυτού του μέσου δεν είναι σημαντική για την απόδειξη της ένοχης του κατηγορούμενου, αλλά για την κίνηση της ποινικής δίωξης με βάση τις ενδείξεις ενοχής. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί παράνομα δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαδικασία της ποινικής δίκης, ενώ η ύπαρξη ενδείξεων ενοχής αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο.
Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο, που έθιξε το Συμβούλιο, είναι η δυνατότητα κάμψης των απολύτων διατυπώσεων των άρθρων 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 19 παρ. 3 του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να γίνει χρήση παράνομα αποκτηθέντος στοιχείου για την αποφυγή καταδίκης του κατηγορούμενου, εάν αποδειχθεί ότι η έλλειψη αυτού του στοιχείου αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και νόμιμη προστασία. Αυτή η προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να εξετάζονται και να σταθμίζονται προσεκτικά οι συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περίπτωσης, προκειμένου να αξιολογηθεί η αποδεικτική αξία του παρανόμως αποκτηθέντος στοιχείου και η επίδρασή του στην διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
Επιπλέον, το Συμβούλιο τόνισε τη σημασία της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας κατά τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Αν ένα αποδεικτικό μέσο έχει προέλθει από βασανιστήρια ή απεχθής προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τότε αυτό το υλικό δεν μπορεί να ληφθεί καθόλου υπόψιν στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Αυτή η αρχή διασφαλίζει ότι οι βασικές αξίες και τα δικαιώματα των ανθρώπων προστατεύονται κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, διευκρινίζει ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και παροχής έννομης προστασίας δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης. Σε περίπτωση που εγκυμονεί κίνδυνος καταπάτησης αυτών των δικαιωμάτων, τότε η απολυτότητα αυτή του 177 παρ.2 ΚΠΔ υποχωρεί μπροστά στην αρχή της δίκαιης δίκης.
Από την πλευρά της ποινικής δικαιοσύνης, η απόφαση αυτή επιτρέπει την εξέταση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί παράνομα με βάση την προοπτική της μεγάλης ποινικής αξίας των εγκλημάτων. Αυτό σημαίνει ότι, αν μια παράνομη απόκτηση αποδεικτικού μέσου έχει ως αποτέλεσμα την απόδειξη ενός σοβαρού εγκλήματος και δεν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα στοιχεία για την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, τότε το αποδεικτικό μέσο μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την αυτεπάγγελτη δίωξη. Ωστόσο, η νομολογία και οι αποφάσεις των δικαστηρίων μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του δικαίου και στην εξέλιξη των νομικών προτύπων.
Η απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αντανακλά την εξέλιξη της νομικής πραγματικότητας και την ανάγκη προσαρμογής της στις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ποινική δικαιοσύνη. Με την αναγνώριση της δυνατότητας αξιοποίησης παράνομα αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων κατά περίπτωση, το Συμβούλιο ανοίγει τον δρόμο για μια πιο ευέλικτη και δίκαιη προσέγγιση στην αξιολόγηση των αποδείξεων σε ποινικές διαδικασίες.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η απόφαση αυτή δεν αποδυναμώνει τη σημασία της νομιμότητας και του σεβασμού προς τα δικαιώματα των ατόμων που αναμένονται να αποδειχθούν ένοχοι ή αθώοι. Πρόκειται απλώς για μια ευέλικτη προσέγγιση που επιτρέπει την αξιολόγηση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, λαμβάνοντας υπόψιν τις περιστάσεις, τη σοβαρότητα του εγκλήματος και τις εγγυήσεις που προβλέπονται από το Νόμο.
Συμπερασματικά, η πρόταση αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ποινική δικαιοσύνη και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αποδοχή ότι παρανόμως αποκτηθέντα αποδεικτικά μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίπτωση σε εγκλήματα μεγάλης απαξίας ανοίγει τον δρόμο για μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση στη δικαστική διαδικασία. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της αρχής πρέπει να γίνεται με προσοχή και επαγρύπνηση, προκειμένου να μην διακυβευτεί η εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα και να μην δημιουργηθεί αίσθημα ατιμωρησίας. Η προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων πρέπει να παραμείνει ως ένας βασικός πυλώνας της δικαστικής διαδικασίας, εξασφαλίζοντας την αρχή της αθωότητας μέχρι απόδειξης της ενοχής τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
ΣυμβΠλημΑθ 934/2022, sakkoulas-online.gr, διαθέσιμο εδώ