Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Σε πρόσφατη ακρόαση, που συγκλήθηκε στο Κογκρέσο των Η.Π.Α. για την εξέταση των καταρρεύσεων των τραπεζών Silicon Valley και Signature, οι οποίες προκάλεσαν τριγμούς ευρείας κλίμακας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο στην αμερικανική αγορά όσο και σε συσχετιζόμενες αγορές, γερουσιαστές κατηγόρησαν τα στελέχη και τους επενδυτές των τραπεζών ότι έβαλαν σε προτεραιότητα τα κέρδη έναντι της ασφάλειας των καταθέσεων.
Να θυμηθούμε ότι η βασική αιτία της πτώσης της S.V.B. ήταν η απόφασή της να επενδύσει μεγάλο μέρος καταθέσεων από εταιρείες τεχνολογίας και εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων (V.Cs) σε ένα χαρτοφυλάκιο τίτλων, που αποτελείται, κυρίως, από μακροχρόνια δάνεια και ενυπόθηκα ομόλογα του δημοσίου των Η.Π.Α. Αυτά τα χρεόγραφα έχασαν αξία, όταν η Federal Reserve άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια πέρυσι, με αποτέλεσμα να χρειαστεί, λόγω ανάγκης ρευστότητας, να τα πουλήσει με ζημιά. Σύμφωνα με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας, Greg Becker, η απόφαση να πουλήσουν ένα μέρος των τίτλων της με ζημία $ 1,8 δις προήλθε από συμβουλές ανήσυχων επενδυτών και καταθετών της Goldman. Αυτό, προφανώς, είχε ως συνέπεια να προκαλέσει ένα ισχυρό bunk run μη ασφαλισμένων μεγαλοκαταθετών, δημιουργώντας στην τράπεζα τεράστια κεφαλαιακή «τρύπα».
Μεταξύ άλλων, δόθηκε ευθύνη για την κρίση και στη Federal Reserve, επειδή ενήργησε καθυστερημένα απέναντι στην κλιμάκωση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό, πάντως, είναι μια πραγματικότητα. Σχεδόν όλες οι Κεντρικές Τράπεζες, τουλάχιστον οι επιφανέστερες, καθησύχαζαν το κοινό μέχρι και τις αρχές του 2022 ότι ο πληθωρισμός είναι παροδικός και ότι δεν θα αποτελέσει κεντρικό πρόβλημα των οικονομιών, υπονομεύοντας, δηλαδή, τον —τότε— επικείμενο κίνδυνο αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών. Έτσι, μέχρι και τότε, πολλές τράπεζες, αλλά και επιχειρήσεις που είναι εξαρτημένες από εξωτερική χρηματοδότηση, δεν λάμβαναν στα σοβαρά την ανάγκη αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου.
Ωστόσο, το βασικό ζήτημα της πρόσφατης τραπεζικής κρίσης, η οποία παρουσιάστηκε, κυρίως, στις Η.Π.Α., δεν έχει να κάνει τόσο με την «κερδοσκοπία» των τραπεζικών ιδρυμάτων και με την ξαφνική «στροφή» της Fed στη νομισματική της πολιτική. Αντιθέτως, το πρόβλημα βρίσκεται ευρύτερα στις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές.
Οι τράπεζες είναι εγγενώς εύθραυστες, καθώς η βασική τους λειτουργία είναι να μετατρέπουν τη βραχυπρόθεσμη και ασφαλή χρηματοδότηση σε μακροπρόθεσμο και επικίνδυνο δανεισμό. Το πρώτο σκέλος, δηλαδή οι καταθέσεις στις υποχρεώσεις του ισολογισμού τους, είναι, συνήθως, άμεσα ρευστοποιήσιμες από τους κατόχους τους. Συνεπώς, μπορούν πολύ εύκολα να βρεθούν σε σχεδόν στιγμιαίο χρόνο στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Τις περισσότερες φορές, όμως, οι τράπεζες παρέχουν μια φθηνότερη προσφορά κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση πραγματικών επενδύσεων, καθώς περιορίζουν το ζήτημα της ασύμμετρης πληροφόρησης —και όχι μόνο— μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών μονάδων μιας οικονομίας. Η μακροχρόνια λειτουργία τους έχει επιδείξει τόσο τα προτερήματα όσο και τις αδυναμίες ενός τραπεζικού συστήματος. Παρά, όμως, τις πολλές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις από τις αρχές που γίνονται κατά καιρούς, συνήθως μετά από μια ισχυρή κρίση, για να θωρακίσουν το τραπεζικό σύστημα, συνεχίζει να δημιουργεί ανησυχίες ο βαθμός ευαισθησίας του απέναντι σε σημαντικούς κινδύνους μεταξύ των συμμετεχόντων.
Όταν παγιοποιείται ένα μαζικό bank run (ή deposit run), οι τράπεζες στρέφονται για ρευστότητα στις Κεντρικές Τράπεζες. Ο παραδοσιακός ρόλος του δανειστή έσχατης ανάγκης, που διαδραμάτισαν οι Κεντρικές Τράπεζες, έγινε «ξεπερασμένος», όπως λέγεται, όταν τα περιουσιακά στοιχεία των εμπορικών τραπεζών άρχισαν να αποτελούνται από εξασφαλίσεις μη επενδυτικής βαθμίδας, οι οποίες δεν μπορούσαν να αποτιμηθούν στο σύντομο χρονικό διάστημα που απαιτείται.
Αν και οι κρίσεις που έπληξαν τις τρεις αμερικανικές τράπεζες και την ελβετική Credit Suisse ήταν όλες λόγω ιδιοσυγκρασιακών θεμάτων τους ως έναν βαθμό, υπάρχουν κοινά σημεία μεταξύ τους. Και οι τέσσερις επλήγησαν από bunk runs, όταν οι καταθέτες έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους μαζικά, αποσταθεροποιώντας τους δανειστές, οι οποίοι, στη συνέχεια, έπρεπε να πουλήσουν γρήγορα περιουσιακά στοιχεία, για να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πελατών τους. Ενδεικτικά, η κατάρρευση της S.V.B., η οποία έχασε $ 42 δις, δηλαδή το 1/4 του χαρτοφυλακίου καταθέσεών της σε μια μέρα, απέδειξε ότι οι τράπεζες θα πρέπει να είναι πιο καλά προετοιμασμένες για τέτοιου είδους σενάρια και απαιτείται αναθεώρηση κάποιων κανόνων, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση.
Οι κίνδυνοι από την αύξηση των επιτοκίων είναι ένα ακόμα κοινό σημείο που χαρακτήρισε τις καταρρεύσεις των τραπεζών στις Η.Π.Α. Αυτό οδήγησε σε απομείωση των επενδύσεων, που ήταν δημόσιο χρέος υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, εξαιτίας των αυξανόμενων επιτοκίων. Σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες των Η.Π.Α., οι τράπεζες είχαν τη δυνατότητα να αγνοήσουν αυτή την πτώση της αξίας τους, ακόμη και αν τα ομόλογα ήταν μέρος του χαρτοφυλακίου «διαθέσιμων προς πώληση» (A.F.S.) και όχι εκείνων που σχεδίαζαν να κρατήσουν μέχρι τη λήξη τους, κάνοντας την κεφαλαιακή τους θέση να φαίνεται ισχυρότερη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Sheila Bair, πρώην Διοικήτρια της F.D.I.C. (Federal Deposit Insurance Corporation), οι Η.Π.Α. πρέπει να ακολουθήσουν την παγκόσμια προσέγγιση και να αναγκάσουν τις τράπεζες να αναγνωρίζουν τις ζημίες στα ομόλογα A.F.S. σε πραγματικό χρόνο.
Υπάρχουν, όμως, και ευρύτερα ζητήματα με τον τρόπο διαχείρισης του επιτοκιακού κινδύνου. Οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να συλλάβουν τους κινδύνους των μεταβολών των επιτοκίων μέσω ενός πρόσθετου κεφαλαίου, που ονομάζεται «κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο». Οι κεφαλαιακές επιβαρύνσεις για παράγοντες, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος, ο οποίος καλύπτει τις κύριες κεφαλαιακές απαιτήσεις και έχει αυστηρά και άμεσα παγκόσμια πρότυπα, καταγράφονται στον Πυλώνα 1 της Βασιλείας, ενώ ο κίνδυνος επιτοκίου βρίσκεται στον Πυλώνα 2 της Βασιλείας, ο οποίος αντιμετωπίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπου οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν μεγάλη διακριτική ευχέρεια.
Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν σε ποια ιδρύματα πρέπει να ισχύουν οι κανόνες της Βασιλείας. Στην Ευρώπη, οι ρυθμιστικές αρχές αποφάσισαν να εφαρμόσουν τους κανόνες σε σχεδόν κάθε δανειστή, ενώ οι ρυθμιστικές αρχές των Η.Π.Α. ακολούθησαν μια σταδιακή προσέγγιση, εφαρμόζοντας τους πιο αυστηρούς κανόνες της Βασιλείας σε τράπεζες με ισολογισμό άνω των $ 700 δις, ένα ελαφρύτερο πακέτο για όσους έχουν περισσότερα από $ 250 δις και ένα ακόμα πιο χαλαρό σε όσους έχουν μικρότερο.
Ως τράπεζα με περιουσιακά στοιχεία λιγότερα από $ 250 δις, η S.V.B. δεν χρειάστηκε να συμμορφωθεί με τους κανόνες ρευστότητας της Βασιλείας και ορισμένους άλλους κανόνες της, παρόλο που είχε σημαντικές δραστηριότητες στο εξωτερικό. Η τράπεζα επωφελήθηκε, επίσης, από την απορρύθμιση που σημειώθηκε κατά την εποχή Trump, που έδωσε στους δανειστές τριετή περίοδο χάριτος για τα stress test.
Βέβαια, οι ανησυχίες δεν περιορίζονται μόνο στον αμιγώς τραπεζικό κλάδο. Υπάρχουν φόβοι και για την ασφάλεια των ασφαλιστικών εταιρειών, των συνταξιοδοτικών ταμείων και άλλων χρηματοπιστωτικών ενδιάμεσων φορέων. Σε αυτούς τους φορείς πρέπει είτε να απαγορευθεί ο μετασχηματισμός περιουσιακών στοιχείων είτε να δοθεί πρόσβαση στη ρευστότητα της Κεντρικής Τράπεζας με τους παρακάτω όρους, σύμφωνα με τον Mevyn King, πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας (2003-2013).
Ο ίδιος επισήμανε, επίσης, ότι, αποτρέποντας τις τράπεζες από το να εκδίδουν περισσότερες τρέχουσες υποχρεώσεις από ό,τι η Κεντρική Τράπεζα είναι διατεθειμένη να δανείσει έναντι των διαθέσιμων εξασφαλίσεων, μπορεί να περιοριστεί το μέγεθος της παροχής ρευστότητας από αυτές, μέσω των προγραμμάτων διάσωσης που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους. Η βασική αρχή είναι ότι οι τράπεζες θα πρέπει πάντα να διαθέτουν μια ενδεχόμενη πιστωτική γραμμή από την Κεντρική Τράπεζα για την κάλυψη των τρεχούμενων υποχρεώσεων. Κάθε τράπεζα θα αποφάσιζε πόσο από τα περιουσιακά της στοιχεία θα προσέθετε στην Κεντρική Τράπεζα.
Γενικότερα, βασικό πρόβλημα αποτελεί ευρύτερα η ελλιπής και, πολλές φορές, κατά προσέγγιση εφαρμογή των κανόνων της τελευταίας Βασιλείας. Δεν αρκεί, δηλαδή, αυτή τη φορά μια απλή αναθεώρηση του πλαισίου. Επιπλέον, απαιτείται η διαμόρφωση απλούστερων και λιγότερο δαπανηρών προγραμμάτων ρευστότητας, αλλά και ένα σχεδόν κοινό πλαίσιο, στο οποίο θα λειτουργούν όλες οι τράπεζες, αλλά και μερικοί ακόμα –μη τραπεζικοί– χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- We need a new approach to bank regulation, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- How should regulators react to the new banking risks?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Bosses of failed US banks accused of putting profits over safety, ft.com, διαθέσιμο εδώ