Της Ζένιας Κουφοπαντελή,
Το 1886, ο Adolph Weil περιέγραψε την λεπτοσπείρωση ως μία σοβαρή νόσο που χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, νεφρική ανεπάρκεια και σπληνομεγαλία. Η ασθένεια σχετιζόταν με δραστηριότητες κατά τις οποίες, οι άνθρωποι έρχονταν σε επαφή με το νερό και ονομάστηκε νόσος του Weil. Η νόσος, γνωστή και ως πυρετός των αγρών, είναι ίσως η πιο διαδεδομένη ζωονόσος στον κόσμο. Η ιατρική κοινότητα έχει καταλήξει ότι προκαλείται από μόλυνση με τις σπειροχαίτες του γένους Leptospira και προσβάλλει τον άνθρωπο, αλλά και ένα ευρύ φάσμα ζώων-ξενιστών, αποτελώντας την πιο διαδεδομένη ζωονόσο στο κόσμο. Ο μικροοργανισμός που ευθύνεται για την εμφάνιση της ασθένειας χαρακτηρίστηκε για πρώτη φορά το 1907 από τον Stimson, ο οποίος διαπίστωσε την παρουσία του στους νεφρούς ενός ασθενούς. Ονομάστηκε Leptospira interrogans, λόγω του χαρακτηριστικού σχήματος ερωτηματικού της σπειροχαίτης.
Η συχνότητα εμφάνισης της νόσου είναι σημαντικά υψηλότερη σε χώρες με ζεστό κλίμα σε σχέση με τις εύκρατες περιοχές, καθώς η αυξημένη θερμοκρασία είναι περιοριστικός και αναγκαίος παράγοντας για την επιβίωση της Leptospira. Υπολογίζεται ότι το 73% των περιπτώσεων εντοπίζεται στη νοτιοανατολική Ασία. Τα δεδομένα, όμως, δείχνουν ότι η Leptospira βρίσκει πρόσφορο έδαφος και κατά τη διάρκεια των βροχών στις περιοχές με θερμό κλίμα, καθώς το υγρό περιβάλλον και η παρουσία οργανικών υλικών συντελούν στην παρατεταμένη επιβίωση του μικροβίου.
Ο άνθρωπος μολύνεται μέσω επαφής με το δέρμα που έχει λύσεις συνεχείας, με βλεννογόνους ή μέσω κατάποσης, μεταδίδεται κυρίως μέσω μολυσμένων τρωκτικών ως ενδιάμεσων ξενιστών, ενώ η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι σπάνια. Εφόσον τα βακτήρια εισέλθουν στο σώμα του ξενιστή, περνούν στο λεμφικό σύστημα και, στη συνέχεια, στην κυκλοφορία του αίματος. Από εκεί, η μόλυνση μπορεί να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα, αλλά τείνει να παραμένει κυρίως στο ήπαρ και στους νεφρούς. Ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της μόλυνσης και της εκδήλωσης των συμπτωμάτων κυμαίνεται περίπου σε μία ή δύο εβδομάδες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να φτάσει μέχρι και έναν μήνα.
Το φάσμα των κλινικών συμπτωμάτων είναι εξαιρετικά ευρύ. Η συντριπτική πλειονότητα των λοιμώξεων δεν φαίνεται να είναι σοβαρά περιστατικά και η αποθεραπεία έρχεται χωρίς ιδιαίτερες επιπλοκές, αλλά και χωρίς να απαιτείται η διακομιδή του πάσχοντα στο νοσοκομείο. Οι κλινικές εκδηλώσεις της λεπτοσπείρωσης μπορεί να κυμαίνονται από ήπια συμπτώματα γρίπης μέχρι πολύ σοβαρές, απειλητικές για τη ζωή, μορφές της νόσου, που χαρακτηρίζονται από ίκτερο, νεφρική ανεπάρκεια, και σοβαρή πνευμονική αιμορραγία.
Συγκεκριμένα, η κλινική εκδήλωση της λεπτοσπείρωσης αποτελείται από δύο φάσεις: μια οξεία ή σηψαιμική φάση (διάρκειας μίας εβδομάδας), που ακολουθείται από την ανοσολογική φάση, που χαρακτηρίζεται και από την παραγωγή αντισωμάτων και την αποβολή της Leptospira μέσω των ούρων. Οι περισσότερες από τις επιπλοκές της λεπτοσπείρωσης σχετίζονται με εντοπισμό των μικροοργανισμών μέσα στους ιστούς κατά τη διάρκεια της ανοσολογικής φάσης στη διάρκεια της δεύτερης εβδομάδας της νόσου. Η σοβαρή εκδήλωση της περισσότερο διαδεδομένης ζωονόσου στον κόσμο παρουσιάζει τα ακόλουθα κύρια χαρακτηριστικά: ίκτερο, νεφρική ανεπάρκεια, αιμορραγία, αλλά και διάφορες διαταραχές του μυοκαρδίου με συχνή την παρουσία διάφορων αρρυθμιών.
Η διάγνωση της λεπτοσπείρωσης βασίζεται στη μικροσκοπική παρατήρηση ενός δείγματος βιοψίας, που έχει ληφθεί από τον ασθενή. Αίμα και εγκεφαλονωτιαίο υγρό πρέπει να λαμβάνονται για καλλιέργεια μέσα στις πρώτες 10 μέρες της νόσου, ιδανικά πριν από την έναρξη αντιβιοτικής αγωγής. Επιπρόσθετα, δείγματα ούρων θα πρέπει να λαμβάνονται από την 2η εβδομάδα της νόσου και για 30 ημέρες έπειτα από την έναρξή της. Οι μικροοργανισμοί μπορούν να απομονωθούν και σε βιοψία ιστών. Δεδομένου, όμως, ότι ακολουθούνται ορολογικές διαδικασίες, προκειμένου ένα άτομο να διαγνωστεί ως πάσχον από τη νόσο του Weil, ακολουθούνται οι εξής διαδικασίες:
- Απομόνωση του μικροοργανισμού από κλινικό δείγμα του ασθενούς
- Ανίχνευση της Leptospira σε κλινικό δείγμα με ανοσοφθορισμό
- Αύξηση του τίτλου συγκολλητινών κατά της Leptospira
- Ανίχνευση αντισωμάτων IgM έναντι της Leptospira στον ορό του ασθενούς.
Η έγκαιρη έναρξη της θεραπείας είναι καθοριστική για την έκβαση της νόσου. Οι λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν με χρήση αντιβιοτικών per os, όπως η αμοξυκυκλίνη, η αμπικιλλίνη, κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς (κεφτριαξόνη και κεφοταξίμη), ενώ οι κινολόνες φαίνεται να είναι επίσης αποτελεσματικές. Τέλος, σε σοβαρές περιπτώσεις, κρίνεται επιτακτική η ενδοφλέβια χορήγηση της πενικλλίνης G ή δοξυκυκλίνης μέσα στις πρώτες μέρες έπειτα από την εμφάνιση της νόσου, ώστε να είναι αποτελεσματική στην πρόληψη επιπλοκών. Η διάρκεια της θεραπείας θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 7 ημερών, ενώ η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί το «κλειδί» για μία καλή πρόγνωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Simon Herrington, Muir’s Παθολογική ανατομική, 15η έκδοση, Broken Hill Publishers LTD, 2014
- Leptospirosis: clinical aspects, pubmed. Διαθέσιμο εδώ
- Leptospirosis, pubmed. Διαθέσιμο εδώ
- Λεπτοσπείρωση, ΕΟΔΥ. Διαθέσιμο εδώ
- Λεπτόσπειρα (Leptospira sp.), Αντισώματα IgG, Διαγνωστική Αθηνών. Διαθέσιμο εδώ
- Mosby’s Medical Dictionary 9η έκδοση, Elsevier Health Sciences, 2013.