Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
Στα πλαίσια του Δικαίου Ανταγωνισμού της Ε.Ε., πολύ περισσότερο γνωστές είναι, ίσως, οι οριζόντιες συμφωνίες, τα λεγόμενα καρτέλ, για τα οποία υπάρχει πλούσια νομολογία. Οι οριζόντιες συμφωνίες αποκαλούνται έτσι, γιατί αφορούν σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ίδιο επίπεδο «ιεραρχικά» (π.χ. προμηθευτές ηλεκτρικών ειδών μεταξύ τους και όχι ως προς τις επιχειρήσεις λιανικής), ενώ με τις κάθετες συμβαίνει το αντίθετο, όπως θα παρουσιαστεί στη συνέχεια.
Καταρχάς, δυνάμει του 101 ΣΛΕΕ, απαγορεύονται όλες (και όχι μόνο οι οριζόντιες) συμφωνίες, που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών-μελών ή/και να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στα πλαίσια της ενωσιακής αγοράς. Αυτά είναι και τα βασικότερα κριτήρια για την αξιολόγηση των συμφωνιών, εφόσον δε συντρέχει κάποιος από τους λόγους του 101 παρ. 3, που καθιστά τη συμφωνία έγκυρη. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 101 παρ. 1 προβαίνει σε ενδεικτική απαρίθμηση μη αποδεκτών τύπων συμφωνιών, εφόσον αυτές στοχεύουν: «α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών».
Οι κάθετες συμφωνίες δείχνουν να είναι πιο δύσκολες στη διάγνωση και αντιμετώπισή τους από τις οριζόντιες, βάσει και των νομολογιακών παραδειγμάτων. Η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής ανταγωνισμού και της νομοθεσίας της Ε.Ε. ως προς τις κάθετες συμφωνίες είναι κάθε άλλο παρά αστήρικτη. Όπως αναφέρει ένα άρθρο δημοσιευθέν το 2015, από την υπόθεση Peugeot, τον Οκτώβριο του 2005, δεν είχε για 10 έτη βρεθεί καμία άλλη υπόθεση κάθετης συμφωνίας, που σύμφωνα με την Επιτροπή παραβίασε το άρθρο 101 (1) ΣΛΕΕ. Παρόλο που το γεγονός αυτό θα μπορούσε απλώς να σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις έχουν πειστεί να συμπεριφέρονται νόμιμα, πιο πειστικό θα ήταν να το αποδώσει κανείς στις αλλαγές που έχουν υιοθετήσει, τα τελευταία χρόνια, η πολιτική ανταγωνισμού και η νομολογία της Ε.Ε., όπως η προσέγγιση που βασίζεται στα αποτελέσματα για την αντιμετώπιση κάθετων συμφωνιών ή η εισαγωγή απαλλαγών κατά κατηγορία επιχειρήσεων, το 1999, από την Επιτροπή. Οι περισσότερες κάθετες συμφωνίες δεν εμπίπτουν στο άρθρο 101 (1) ΣΛΕΕ, επειδή εξαιρούνται ή μπορούν διαφορετικά να δικαιολογηθούν για οικονομικούς και υπέρ του ανταγωνισμού λόγους.
Οι κάθετες συμφωνίες, καταρχήν, είναι επιτρεπτές στα πλαίσια του ανταγωνισμού, καθώς μπορούν να αφορούν την αποκλειστική ή επιλεκτική διανομή, τις αλυσίδες franchising ή την προώθηση συγκεκριμένων επωνυμιών. Καλούνται έτσι, γιατί οι συμβαλλόμενοι λειτουργούν σε άλλα επίπεδα της αγοράς, συνήθως, ο ένας είναι ο αντιπρόσωπος/εντολοδόχος (συνήθως η πιο μικρή επιχείρηση λιανικής) και ο άλλος ο εντολέας/αντιπροσωπευόμενος (π.χ. η βιομηχανία). Κάθετες συμφωνίες, λοιπόν, σύμφωνα και με τον ορισμό του Κανονισμού 330/2010, είναι αυτές που «συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, καθεμία εκ των οποίων δραστηριοποιείται για τους σκοπούς της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής και διανομής, και που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη δύνανται να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά και υπηρεσίες». Ως προς τις κάθετες συμφωνίες, έχει γίνει δεκτό ότι ορισμένες από αυτές είναι αποδεκτές και εξαιρούνται από τον περιορισμό. Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι συμβάσεις επιλεκτικής διανομής ή οι συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising).
Στον αντίποδα αυτών, υπάρχουν και συμφωνίες ή ρήτρες που θεωρούνται ανεπίτρεπτες. Τέτοιες πρακτικές είναι το μποϋκοτάζ, σε ορισμένες περιπτώσεις η αποκλειστική παραχώρηση πελατείας, αλλά και η διατήρηση τιμών μεταπώλησης (Resale Price Maintenance), για την οποία έχει γίνει πολύς λόγος τα τελευταία χρόνια. Η πρακτική αυτή, ίσως, είχε θεωρηθεί ότι δε θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα το 1999, οπότε και θεσμοθετήθηκαν στο δίκαιο Ε.Ε. οι διάφορες κατηγορίες απαλλαγών, αλλά οι εξελίξεις στον οικονομικό τομέα, ιδίως στις Η.Π.Α., έδειξαν ότι και η Ευρώπη θα έπρεπε τα επόμενα χρόνια να επανεξετάσει το ζήτημα. Για πολλά χρόνια, υπήρξε σημαντική συζήτηση, σχετικά με το σωστό αναλυτικό πλαίσιο για τις περιοριστικές συμφωνίες του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (άρθρο 81 ΕΚ). Δυστυχώς, πρόκειται για έναν τομέα, στον οποίο τα ευρωπαϊκά δικαστήρια δεν έχουν δείξει ότι έχουν ηγετικό ρόλο. Αν και ορισμένες περιπτώσεις θέτουν ανησυχίες για την ισχύ της αγοράς στο επίκεντρο της ανάλυσης του άρθρου 101 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, γενικά τα δικαστήρια και οι γενικοί εισαγγελείς έχουν εκφράσει πολλές διαφορετικές και, μερικές φορές, ασυνεπείς απόψεις, σχετικά με το αναλυτικό πλαίσιο που περιέχεται στο άρθρο 101. Το γεγονός αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό στα πλαίσια μιας αγοράς, στην οποία συνέχεια ανακύπτουν νέες προκλήσεις, όπως είναι και οι ρήτρες διατήρησης τιμών μεταπώλησης.
Ως συντήρηση τιμών, που ονομάζεται επίσης διατήρηση τιμών μεταπώλησης, ορίζονται μέτρα που λαμβάνονται από κατασκευαστές ή διανομείς για τον έλεγχο των τιμών μεταπώλησης των προϊόντων τους, που χρεώνονται από τους μεταπωλητές. Η πρακτική είναι πιο αποτελεσματική στις λιανικές πωλήσεις, από ό,τι σε άλλα επίπεδα μάρκετινγκ. Όπως αναφέρει το άρθρο του Andreas Reindl, η διατήρηση τιμών μεταπώλησης έχει υπάρξει παράνομη για πολλά χρόνια τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις Η.Π.Α., που έχουν ένα παρόμοιο σύστημα προστασίας του ανταγωνισμού, τους λεγόμενους antitrust νόμους. Όμως, οι νομολογιακές εξελίξεις στις Η.Π.Α. έμελλε να αλλάξουν το κλίμα αυτό. Αυτό συνέβη, ουσιαστικά, όταν ένας μικρός παραγωγός γυναικείων παπουτσιών, τσαντών και άλλων δερμάτινων αξεσουάρ αποφάσισε να εφαρμόσει ένα σχέδιο διατήρησης τιμών μεταπώλησης για μία από τις σειρές προϊόντων του παρά τις σαφείς διατάξεις που κηρύσσουν σύμφωνα με το δίκαιο των Η.Π.Α., ότι η στρατηγική αυτή είναι παράνομα στα πλαίσια του δικαίου για τις αντιμονοπωλιακές νομοθεσίες. Πριν τις νέες κατευθυντήριες και την πολιτική που βασίζεται στα αποτελέσματα (effects based policy), στην Ε.Ε. είχαν δοθεί ουκ ολίγα πρόστιμα για διατήρηση τιμών μεταπώλησης. Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές, ωστόσο, αναγνωρίζουν τρεις καταστάσεις, στις οποίες η διατήρηση τιμών μεταπώλησης θα μπορούσε να προκαλέσει αποτελεσματικότητα προς όφελος των καταναλωτών και, έτσι, μπορεί να εξαιρείται από τον παράνομο χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 101 (3).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Raad, P., 2015. Effectiveness of EU law and policy on vertical restraints at protecting competition. Wroclaw Review, vol. 3 (1): 119-125.
- Reindl, A., 2011. Resale Price Maintenance and Article 101: Developing a more sensible analytical approach. Fordham International Law Journal, vol. 33(4): 1300 – 1333.