Του Θανάση Κυρίτση,
Πλήθος επιστημόνων διαφορετικών αντικειμένων ενδιαφέροντος, έχουν ασχοληθεί μέσα στο χρόνο με ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα παγκοσμίως, αυτό της νοημοσύνης. Οι ορισμοί που έχουν δοθεί για την περιγραφή αυτής της πολύπλοκης έννοιας είναι αμέτρητοι, ενώ ο συνηθέστερος τρόπος μέτρησής της είναι τα τεστ. Αυτά ουσιαστικά αποτελούνται από μία σειρά δραστηριοτήτων που μετρούν διάφορες γνωστικές μεταβλητές, κυρίως την ικανότητα ενός ανθρώπου να σκέπτεται αφαιρετικά, να μαθαίνει και να αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις.
Εδώ και έναν αιώνα περίπου ερευνάται το θέμα της νοημοσύνης. Ένας από τους πρωτοπόρους στο αντικείμενο αυτό ήταν ο Francis Galton. Στα τέλη του 19ου αιώνα μελέτησε τα αισθησιοκινητικά χαρακτηριστικά αριστοκρατών, ως έναν τρόπο μέτρησης της νοημοσύνης τους, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι κληρονομική στον άνθρωπο. Αξιοποίησε καινοτόμες για την εποχή του στατιστικές και ψυχομετρικές μεθόδους για την απόδειξη των υποθέσεών του για τις βιολογικές παραμέτρους της νοημοσύνης, αλλά δεδομένης της τεχνολογικής ανάπτυξης της εποχής, δεν μπόρεσε να τις αποδείξει επαρκώς. Την ίδια εποχή, κι άλλοι επιστήμονες εξέφραζαν τις ιδέες τους, όπως ο McKeen Cattell που θεωρούσε ότι η νοημοσύνη μετριέται επαρκώς με απλά νοητικά τεστ.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1905, δημιουργήθηκε το πρώτο αναγνωρισμένο τεστ νοημοσύνης από τον Γάλλο ψυχολόγο Alfred Binet και τον συνεργάτη του Theodore Simon, το οποίο είναι ευρέως γνωστό ως τρόπος αξιολόγησης και σύγκρισης της νοημοσύνης, αποτελώντας τη βάση για επόμενα τεστ που κατασκευάστηκαν. Εκείνη την εποχή στην Γαλλία ήταν υποχρεωτική η φοίτηση στο σχολείο και η κυβέρνηση απευθύνθηκε στον Binet για να διερευνήσει ποιοι μαθητές ήταν πιθανότερο να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη διάρκειά της. Οι δύο επιστήμονες έφτιαξαν τεστ 30 ερωτήσεων, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, οι οποίες μετρούσαν ικανότητες που δεν διδάσκονταν διεξοδικά στο σχολείο, όπως την προσοχή, τη μνήμη και δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και οι οποίες προβλέπουν την ακαδημαϊκή επιτυχία.
Παρατήρησαν, ωστόσο, ότι κάποιοι μαθητές μπορούσαν να απαντήσουν αναβαθμισμένες ερωτήσεις, με αποτέλεσμα να γεννηθεί η ιδέα της νοητικής ηλικίας που αναφέρεται στο μέσο επίπεδο της νοημοσύνης του παιδιού μιας συγκεκριμένης χρονολογικής ηλικίας. Το νοητικό πηλίκο (IQ) αποτελεί τον δείκτη νοημοσύνης του ατόμου και υπολογίζεται με τη διαίρεση της νοητικής ηλικίας προς τη χρονολογική ηλικία και με τον πολλαπλασιασμό επί 100. Το αποτέλεσμα που αντιστοιχεί στη μέση νοημοσύνη είναι το 100. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδέα του νοητικού πηλίκου ανήκει στον Γερμανό ψυχολόγο William Stern.
Λόγω ορισμένων περιορισμών της κλίμακας Binet-Simon, κατασκευάστηκαν τα επόμενα χρόνια κλίμακες που μετρούσαν πιο ολοκληρωμένα την πολύπλοκη αυτή έννοια. Ο ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Stanford, Lewis Terman, προέβη στη στάθμιση του τεστ του Binet χρησιμοποιώντας δείγμα Αμερικανών συμμετεχόντων και δημιουργώντας το 1916 το διάσημο τεστ Stanford-Binet, το οποίο έκτοτε έχει δεχθεί πολλές αναθεωρήσεις. Φυσικά, η γαλλική ορολογία του προηγούμενου τεστ μεταφράστηκε στην αντίστοιχη αγγλική. Έπειτα, το 1955, όντας μη ικανοποιημένος από τους περιορισμούς του Stanford-Binet τεστ και θέλοντας να συμπεριλάβει κι άλλες γνωστικές διαστάσεις, ο David Wechsler δημοσίευσε το Wechsler Adult Intelligence Scale (WAIS) για ενήλικες, καθώς και το WISC και WPPSI για παιδιά. Οι 4 βασικές διαστάσεις του αναθεωρημένου WAIS τεστ (WAIS-IV) είναι η λεκτική κατανόηση, ο αντιληπτικός συλλογισμός, η μνήμη εργασίας και η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών.
Το 1917 δημιουργήθηκαν δύο νέα τεστ από τον ψυχολόγο Robert Yerkes, τα Army Alpha & Beta Tests, λόγω της ανάγκης του αμερικανικού στρατού στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να εντοπίσει ποιοι από τους νεοσύλλεκτους στρατιώτες θα αναλάβουν κρίσιμες θέσεις. Το Army Alpha ήταν γραπτό τεστ, ενώ το Beta αποτελούνταν από εικόνες, καθώς ορισμένοι στρατιώτες δεν ήξεραν να διαβάζουν ή να μιλούν αγγλικά. Τα τεστ αυτά χορηγήθηκαν σε περίπου 2 εκατομμύρια νεοσύλλεκτους και μετά τον πόλεμο αξιοποιήθηκαν και για άλλους σκοπούς. Μάλιστα, τα δύο αυτά τεστ θεωρούνταν από κάποιους πολιτισμικά δίκαια και αντικειμενικά, καθώς δεν μεροληπτούσαν κατά αναλφάβητων ατόμων.
Η φύση των τεστ νοημοσύνης έχει προκαλέσει από την αρχή της δημιουργίας τους μεγάλη αντιπαράθεση στον επιστημονικό χώρο, καθώς τίθενται ερωτήματα σχετικά με το ποιες νοητικές ικανότητες συνιστούν τη νοημοσύνη, αν μετράει ένα τεστ επαρκώς αυτές τις ικανότητες ή αν υπάρχει πολιτισμική προκατάληψη στη δημιουργία και τη στάθμιση των τεστ. Επίσης, υπάρχει διχογνωμία στο κατά πόσον τα τεστ αυτά είναι αξιόπιστα (αν τα επαναλάβουμε πρέπει να παράγουν παρόμοια αποτελέσματα σε παρόμοιες συνθήκες) και έγκυρα (κατά πόσον το τεστ που χρησιμοποιούμε μετρά εκείνο ακριβώς που επιθυμούμε να μετρήσει), δεδομένου ότι υπάρχει προβληματισμός κατά πόσον μετριέται με ακρίβεια η νοημοσύνη ή τα αποτελέσματα επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, όπως την ποιότητα εκπαίδευσης του ατόμου ή το φύλο και τις πολιτικές τοποθετήσεις του ερευνητή.
Ορισμένοι διατείνονται, ακόμη, πως τα τεστ IQ είναι εκ φύσεως «προκατειλημμένα» κατά συγκεκριμένων εθνικών ομάδων, όπως των Μαύρων ή των Ισπανών Αμερικανών, και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διακρίσεις εις βάρος τους. Τέλος υπάρχει ισχυρή συνάφεια μεταξύ των υψηλών σκορ στα τεστ νοημοσύνης και της σχολικής επιτυχίας, με πολλά παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο να έχουν ελλειμματικό δείκτη νοημοσύνης, γεγονός που εγείρει το ερώτημα μήπως δεν είναι δίκαιο να χορηγούνται σε κάποιες κοινωνικές ομάδες.
Κλείνοντας, ο Alfred Binet ανέπτυξε το πρώτο επίσημο IQ τεστ και η συμβολή του αυτή επηρέασε καθοριστικά τον τρόπο μέτρησης της νοημοσύνης και τα μεταγενέστερα τεστ που χρησιμοποιούνται ως τις ημέρες μας. Μολονότι τα τεστ νοημοσύνης έχουν υπάρξει αντικείμενο διαμάχης, αξιοποιούνται σήμερα σε πολλούς τομείς της καθημερινότητάς μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alfred Binet and the History of IQ Testing, verywellmind.com, Διαθέσιμο εδώ
- How has intelligence testing changed throughout history?, weforum.org, Διαθέσιμο εδώ
- Intelligence test, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ