Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ο Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μείνει στη συλλογική μνήμη όλων των ανθρώπων του κόσμου ως η φονικότερη και πιο απάνθρωπη σύγκρουση που γνώρισε ποτέ η Ιστορία. Από τη δίνη αυτή δεν κατάφεραν να ξεφύγουν ούτε οι άμαχοι από όποια χώρα κι αν προέρχονταν, με τα παιδιά, όμως, να είναι τα μεγαλύτερα θύματα σε κάθε πολεμική διαμάχη. Μια από τις κοινωνικές ομάδες που δοκιμάστηκε σκληρά από το ναζιστικό καθεστώς, όπου αυτό είχε απλωθεί, είναι αυτή των Εβραίων, με τους απηνείς διωγμούς που υπέστησαν να οδηγούν στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους.
Την ίδια τύχη είχαν και περισσότεροι από 46.000 Θεσσαλονικείς, Έλληνες εβραϊκού θρησκεύματος που στάλθηκαν με βαγόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης-εξόντωσης στη Γερμανία, ύστερα από την κατοχή της πόλης που ξεκίνησε στις 9 Απριλίου 1941. Από αυτούς, περίπου 12.000 ήταν παιδιά, κάτω των 18 ετών. Τη μνήμη αυτών των παιδιών που χάθηκαν άδικα προσπάθησε να διασώσει η Στέλλα Σαλέμ μέσα από το βιβλίο της Τα χαμένα παιδιά της Θεσσαλονίκης: Παιδιά σχολικής ηλικίας, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Επίκεντρο. Μια άτυπη, θα μπορούσαμε να πούμε, συνέχεια του έργου της Τα χαμένα παιδιά της Θεσσαλονίκης: Τα παιδιά που δεν έλαβαν το άστρο, αναφέρεται, δηλαδή, στα παιδιά κάτω των 5 ετών. Η γεννημένη στη Θεσσαλονίκη συγγραφέας αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο από τα τμήματα της Νομικής και του Οικονομικού, όπου και δίδαξε για ένα διάστημα στο τελευταίο. Επίσης, ασχολήθηκε ενεργά με τη δικηγορία, αλλά και με τη συγγραφή ποικίλων άρθρων και μελετών.
Μέσα από το έργο αυτό, λοιπόν, η συγγραφέας επιδιώκει, ύστερα από πολυετή έρευνα, να παρουσιάσει στο κοινό την ιστορία των παιδιών που είτε χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε σώθηκαν και μπόρεσαν να επιστρέψουν, είτε κατόρθωσαν να κρυφτούν με τις οικογένειές τους σε διάφορα σημεία της πόλης ή και εκτός αυτής. Για να καταφέρει να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία και να τα διασταυρώσει, χρειάστηκαν ατέλειωτες ώρες έρευνας σε όσα από τα αρχεία της εποχής μπόρεσαν να διασωθούν και μαρτυρούν τις γεννήσεις των παιδιών κατά την περίοδο 1925-1943.
Μεταξύ άλλων, μελετήθηκαν τα αρχεία από το Ληξιαρχείο Θεσσαλονίκης, του Μουσείου Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ και τις Η.Π.Α., το International Tracing Service της Γερμανίας και άλλα. Οι δυσκολίες που έπρεπε να ξεπεραστούν για να υλοποιηθεί το έργο αυτό ήταν μεγάλες, καθώς στα αρχεία αυτά μπορεί να εμφανιζόταν διαφορετικά η ορθογραφία των ονομάτων των παιδιών ή των γονιών τους, τα επώνυμα πολλών οικογενειών ήταν ίδια –δίχως να έχουν κάποια συγγένεια, η διαφορετική γραφή των ονομάτων στα ξενόγλωσσα αρχεία κ.ά.
Επιπλέον, το βιβλίο μας παρέχει σημαντικά στοιχεία για το κοινωνικό υπόβαθρο των Εβραϊκών οικογενειών, αναφέροντας το επάγγελμα που έκανε ο πατέρας του σπιτιού, αλλά και την περιοχή που έμεναν, καταδεικνύοντας, έτσι, και την οικονομική τους κατάσταση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ιστορίες που κατάφερε να συγκεντρώσει η Σαλέμ για τα παιδιά που κατάφεραν να επιβιώσουν, συνθέτοντας ένα μικρό βιογραφικό για τη μετέπειτα πορεία τους. Για παράδειγμα, έχουμε την ιστορία του Πέπο Γκατένιο, που γεννήθηκε το 1929 και στάλθηκε στο Άουσβιτς το ‘43 με όλη του την οικογένεια. Εκεί τους χώρισαν και ο ίδιος μπόρεσε να επιζήσει, διότι γνώριζε ακορντεόν και, έτσι, τον πήραν στην ορχήστρα του στρατοπέδου. Τελικά, με το τέλος του πολέμου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο μόνος από την οικογένεια…
Δεκάδες ιστορίες σαν αυτή έχουν συλλεχθεί στο πόνημα της Σαλέμ ώστε να μην περιέλθουν στη λήθη τα όσα τραγικά πέρασαν αυτά τα αθώα παιδιά της Θεσσαλονίκης, τιμώντας τη μνήμη του καθενός ξεχωριστά. Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, Αντώνη Μόλχο, στον πρόλογο: «Με το έργο της η συγγραφέας ανασυγκροτεί μια Κοινωνία νεκρών και μας επιτρέπει να μνημονεύσουμε ένα-ένα τα άτομα που συγκροτούσαν τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης μαζί με την ίδια την κοινότητα».