Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Με αφορμή την 33η επέτειο από τον θάνατο του Στράτου Διονυσίου, ένας από τους στενότερους συνεργάτες του, ο βιρτουόζος του μπουζουκιού Ηλίας Κουρτογιάννης, μιλάει στο OffLine Post, τιμώντας τη μνήμη του αξέχαστου λαϊκού βάρδου.
Σε μία εκ βαθέων συνέντευξη, που έλαβε χώρα στην έδρα των επιχειρήσεων του Η. Κουρτογιάννη στο Περιστέρι, ο μουσικός αναφέρεται στη γνωριμία του με τον Διονυσίου, στη θερμή φιλία που ανέπτυξαν, στη μυσταγωγία του νυχτερινού κέντρου «Στράτος», στις τελευταίες στιγμές του με τον ερμηνευτή και στην παρακαταθήκη του Στράτου στον λαϊκό μας πολιτισμό.
- Τριάντα τρία χρόνια από το πρόωρο «φευγιό» του Στράτου Διονυσίου και αρκετά από τα τραγούδια του παραμένουν επίκαιρα. Είστε ικανοποιημένος από την εξέλιξη του λαϊκού είδους μετά τον Στράτο;
Όχι, βέβαια! Καθόλου! Πώς να είμαι ικανοποιημένος, αφού δεν υπάρχει το λαϊκό τραγούδι. Δεν το υποστηρίζει κανένας. Δεν υπήρξε συνεχιστής μετά τον θάνατο του Στράτου. Ο Καρράς κάτι πήγε να κάνει, αλλά δεν ήταν Διονυσίου. Πέρα από τους τραγουδιστές, δεν υπάρχει και το τραγούδι.
- Πότε γνωριστήκατε με τον Διονυσίου και πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Το 1986 παίζαμε στούντιο με τον Θανάση Πολυκανδριώτη, γνωριστήκαμε και με πήρε για δουλειά ο Στράτος. Τότε προετοίμαζε το «Στράτος», το δικό του νυχτερινό κέντρο στο Σύνταγμα, και ξεκινήσαμε μαζί στο μαγαζί.
- Έχετε αναμνήσεις από τις εμφανίσεις σας στο «Στράτος»; Πιστεύετε ότι σ’ αυτόν τον χώρο ο Διονυσίου κατάφερε να επαναφέρει μέσα από το λαϊκό πάλκο και τον «αλά παλαιά» τρόπο διασκέδασης;
Βέβαια! Οι εικόνες αυτές είναι πάντα στο μυαλό μου, δεν φεύγουν ποτέ. Κάθε μέρα τις σκέφτομαι όλες τις στιγμές μας στο πάλκο. Ο Στράτος επανέφερε τον παλαιό τρόπο διασκέδασης. Είχε παλιά τραγούδια στο πρόγραμμά του, όπως το «Έναν μήνα σ΄ έχω χάσει, βρε μπαμπέσα», «Αν θες να δεις ποιος είμαι εγώ και τι αξία έχω», «Τον Χάρο τον αντάμωσαν», δηλαδή τραγούδια που δεν τα έλεγαν πουθενά. Ωστόσο, μετά τελείωσε το «παραμύθι». Έφυγε ο Στράτος και όλα τέλειωσαν. Το «Στράτος» ήταν γεμάτο κάθε βράδυ από ανθρώπους κάθε ηλικίας.
- Τι χαρακτήρας ήταν ο Στράτος; Θα λέγατε ότι γίνατε φίλοι, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας σας;
Ο Στράτος είχε χαρακτήρα μικρού παιδιού. Με έκανε από μόνος του φίλο του. Αυτός ο βαρύς μάγκας ήταν μια ψυχούλα, ένα παιδάκι μικρό και ένας Κύριος.
- Το τελευταίο βράδυ της ζωής του Στράτου (10η προς 11η Μαΐου 1990) έχει ακουστεί ότι ήσασταν μαζί του έως την ώρα που μπήκε στη Mercedes και έφυγε για το «Χανδρής». Τον είχατε δει να παραπονιέται ή και να πονάει;
Πράγματι ήμασταν μαζί. Είπε το τελευταίο τραγούδι «Καρδιά μου αλήτισσα… Κι όταν στα σπλάχνα μου γυρνάς… Πονάς, πονάς, πονάς» και χαιρέτησε το κοινό, λέγοντας «Ευχαριστούμε πολύ, καλημέρα σας!». Έπειτα, με έπιασε από το αριστερό πόδι και μου είπε «μην φύγεις, σε θέλω», γιατί εγώ θα έφευγα νωρίς, καθώς είχα το πρωί στούντιο. Μου είπε «θα φάμε και μετά θα φύγεις». Αφού φάγαμε, πήγαμε στη Mercedes. Ακριβώς απέναντι από το «Στράτος» υπήρχε το parking. Εκεί είχε την πράσινη Mercedes, όπου πήγαμε εγώ και ο κιθαρίστας, ο Τζώρτζης Καλάργαρης. Ακούσαμε όλα τα τραγούδια και μας είπε ότι είχε ένα – δυο λαθάκια. Δεν υπήρχε, βέβαια, κανένα λάθος. Μας είπε «θα πάω το πρωί στο στούντιο, θα πω αύριο τα υπόλοιπα τραγούδια, θα έρθει και ο Άγγελος από την Αμερική σε δύο ημέρες και θα τελειώσει ο δίσκος». Χαιρετηθήκαμε και φύγαμε.
Πήγα στο σπίτι μου και μετά από πέντε – έξι ώρες τηλεφώνησε ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Απάντησε η γυναίκα μου. Ο Πολυκανδριώτης ρώτησε αν δουλέψαμε με τον Στράτο το χθεσινό βράδυ, γιατί τον πήρε ο Πάριος και του είπε ότι πέθανε ο Διονυσίου. Η γυναίκα μου του απάντησε ότι μέχρι το πρωί ήμασταν μαζί και απόρησε. Αφού με ξύπνησε μετά, άρχισα να παίρνω τηλέφωνο στο ξενοδοχείο «Χανδρής», όπου έμενε, αλλά ήταν όλες οι γραμμές γεμάτες. Έπαιρνα στο σπίτι του και δεν απαντούσε κανείς. Πήρα την Ελένη Χρυσάφη, που του έφτιαχνε τα κοστούμια, αλλά δεν απαντούσε ούτε εκείνη. Με το που έκλεισα το τηλέφωνο, με κάλεσε η πεθερά μου και είπε ότι πέθανε ο Διονυσίου. Από εκεί κατάλαβα ότι είναι σίγουρο. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, γιατί τον αγάπαγα τον Στράτο.
Λίγες ώρες νωρίτερα ήμασταν μαζί του στο αυτοκίνητο, μας αγαπούσε πολύ και εμένα και τον Καλάργαρη. Τον Τζώρτζη, μάλιστα, τον είχε παντρέψει. Θα βάφτιζε και τον γιο του, αλλά όταν είχαμε γυρίσει από το Λονδίνο, έπαθε το πρώτο έμφραγμα (αρχές Οκτωβρίου 1989) και πήγε κατευθείαν στο «Απολλώνιο Θεραπευτήριο», κοντά στον Ερυθρό Σταυρό.
Το τελευταίο βράδυ, τέλος πάντων, εγώ δεν τον είδα να πονάει. Τα κορίτσια ίσως είχαν καλύτερη επαφή μαζί του, διότι εμείς ούτε στιγμή δεν κατεβαίναμε από το πάλκο. Στην τελευταία του παράσταση ο Στράτος ήταν ένας κούκλος με μια φωνή απίστευτη. Ήταν πανέμορφος και είχε απίστευτη διάθεση. Αυτό έχω να θυμάμαι από το τελευταίο βράδυ: ήταν καλοντυμένος, όμορφος –αν μπορείς να τον χαρακτηρίσεις όμορφο– και χαρούμενος. Είχε μια γοητεία, που δεν μπορώ να προσδιορίσω τι ήταν ακριβώς. Έβγαζε μια αύρα θετική, ήταν ευτυχισμένος άνθρωπος και έλεγε πολλά ανέκδοτα.
- Ήσασταν ένα από τα δύο – τρία μπουζούκια που είχε σταθερά;
Ήμουν ο μοναδικός μπουζουξής στο «Στράτος» που δεν έφυγε ούτε στιγμή, ήμουν εκεί από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία. Εκεί παίζαμε όλοι τετράχορδα μπουζούκια. Τότε τα τρίχορδα δεν ήταν της μόδας, ενώ τώρα κάποιοι τα παίζουν. Αντί για τρίχορδο μπουζούκι, παίζαμε τζουρά, που έβγαζε έναν «αλά παλαιά» ήχο.
- Ποια είναι η παρακαταθήκη του Στράτου Διονυσίου στον λαϊκό μας πολιτισμό;
Όλα τα τραγούδια που άφησε ο Στράτος θα παίζονται στους αιώνες των αιώνων, έτσι πιστεύω. Το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», ας πούμε, δεν υπάρχει περίπτωση να μην παίζεται πάντα, όπως και κάποια άλλα τραγούδια. Και το λέω αυτό, γιατί κάθε μέρα ακούω τον Στράτο. Ανοίγω το ραδιόφωνο και δεν υπάρχει μέρα που να μην βάλουν κάποιο τραγούδι του. Ο Στράτος ήταν μάγκας, όπως, επίσης, και ο Βοσκόπουλος, ενώ καλό παιδί και λεβέντης ήταν ο Μητροπάνος. Από τον κόσμο που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια ξεχωρίζω εκείνους.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Κουρτογιάννη για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!