Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η Βρετανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της, αφού ήταν η μόνη στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ», μια φράση που χρησιμοποιείται για να δείξει την ισχύ της και το αχανές της έκτασής της, καθώς διέθετε περιοχές σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Για να διατηρηθούν, ωστόσο, αυτές οι κτήσεις απαιτείται ιδιαίτερη οργάνωση, αποφασιστικότητα στην λήψη μέτρων και μεγάλη σκληρότητα –σε απάνθρωπο πολλές φορές βαθμό– στην εφαρμογή των αποφάσεων. Τα χαρακτηριστικά αυτά βλέπουμε να υπάρχουν στον λεγόμενο Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς ή Πόλεμος της Νότιας Αφρικής, που ξέσπασε ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και τις δύο δημοκρατίες των Μπόερς, της Αφρικής, τα έτη 1899-1902.
Οι δυνάμεις των Βρετανών είχαν φτάσει στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 1870 και 1880 όταν είχαν αρχίσει να βρίσκονται κοιτάσματα διαμαντιών και χρυσού, ανοίγοντας την όρεξή του για τα πολύτιμα αυτά υλικά. Στην περιοχή υπήρχαν ήδη άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, με κυριότερους τους Ολλανδούς που είχαν αναμειχθεί με το ντόπιο στοιχείο, αποκτώντας μάλιστα το προσωνύμιο Αφρικάνερς.
Οι πρώτες συγκρούσεις είχαν αρχίσει νωρίς, από το 1880-1881, με τους Βρετανούς να δέχονται τις πρώτες τους ταπεινωτικές ήττες, σε μια σύρραξη που έμεινε γνωστή ως ο Πρώτος Πόλεμος των Μπόερς. Σε στήριξη των ιθαγενών προχώρησε και ο Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας, αλλά και οι Γάλλοι.
Οι μεγάλες διαμάχες, όμως, θα ξεσπάσουν από το 1899, με τους κατακτητές το πρώτο διάστημα να γνωρίζουν σθεναρή αντίσταση, παρόλη την στρατιωτική υπεροχή τους, καθώς διέθεταν περίπου 350.000-400.000 άνδρες που έφτασαν για να υλοποιήσουν τα σχέδια της χώρας τους. Σε αυτές τις προσπάθειες οι στρατιώτες βρήκαν και την στήριξη του τύπου και των πολιτικών της εποχής, οι οποίοι υπεραμύνθηκαν των «δικαιωμάτων» τους, θεωρώντας πως έπρεπε «να δώσουν σε αυτούς τους ταραχοποιούς χωρικούς ένα μάθημα που θα τους έμενε αξέχαστο».
Για να μπορέσουν να επικρατήσουν στον πόλεμο οι Βρετανοί αντικατέστησαν τον διοικητή τους Ρέντβερς Μπούλερ με τον λόρδο Ρόμπερτς και τον λόρδο Κίτσενερ, καταφέρνοντας να μπουν νικητές στα εδάφη των Μπόερς, με αποτέλεσμα οι πολιτικοί και οι διοικητές τους είτε να φύγουν από την περιοχή είτε να κρυφτούν για να μην πέσουν στα χέρια των επιτιθέμενων. Έτσι, το 1900 οι δύο δημοκρατίες των Μπόερς βρίσκονταν στα χέρια των Βρετανών. Ωστόσο, οι κατακτημένοι δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους και προχώρησαν σε ανταρτοπόλεμο, ανεβαίνοντας στα βουνά, με επικεφαλής τους Λουίς Μπόθαν, Ζαν Σμουτς και Κους ντε λα Ράι.
Οι Βρετανοί δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να ανταπεξέλθουν, αφού δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη γεωγραφία της περιοχής, αλλά και με αυτές τις τακτικές του πολέμου, ενώ και οι άμαχοι συνέβαλαν από την μεριά τους στην μη-υποστήριξή τους, σαμποτάροντας τις προσπάθειες επικράτησης των κατακτητών. Για να μπορέσουν να καταστείλουν τις αντάρτικες ενέργειες οι Βρετανοί εφάρμοσαν σκληρές τακτικές καταστολής, φυλακίζοντας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ολόκληρες οικογένειες, δίχως καμιά απολύτως διάκριση. Επίσης, προχώρησαν σε καταστροφές στις καλλιέργειες (καίγοντάς τες, ρίχνοντας αλάτι στη γη τους και άλλα), σκότωναν τα ζώα τους, ενώ τέλος δηλητηρίαζαν τα πηγάδια τους για να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Οι άμαχοι που έχασαν τη ζωή τους από εκείνες τις τακτικές υπολογίζονται περίπου στους 39.000 ψυχές.
Μέσα από τις τακτικές τους οι Βρετανοί κατάφεραν να πλήξουν τη δύναμη και το ηθικό τους, πράγμα το οποίο κατάφεραν, διότι οι αντάρτες θέλησαν να απελευθερώσουν όλους όσοι είχαν φυλακιστεί το διάστημα του πολέμου. Έτσι, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, με την Συνθήκη του Vereeniging, δεχόμενοι τους όρους των Βρετανών. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσε ο Πόλεμος των Μπόερς το 1902.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lindemann, Al., (2014), Ιστορία της νεότερης Ευρώπης από το 1815 μέχρι σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.
- Burns, E., (2020), Ευρωπαϊκή ιστορία: Ο δυτικός πολιτισμός, Νεότεροι χρόνοι, Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο.