Του Στέλιου Καραγεώργη,
Ο Frank Weber, στο βιβλίο του Ο επιτήδειος ουδέτερος, χαρακτηρίζει επαμφοτερίζουσα την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, ανάμεσα στους Συμμάχους και στις δυνάμεις του Άξονα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκία, αν και δεσμευόταν από την αγγλογαλλοτουρκική «Συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας» του 1939, η οποία την υποχρέωνε σε αρωγή των δυτικών συμμάχων της σε περίπτωση επέκτασης του πολέμου στη Μεσόγειο, αυτή δεν εκπλήρωσε το συμβατικό της καθήκον. Επικαλούμενη την κεμαλική παράδοση της ουδετερότητας και με το πρόσχημα της διαφύλαξης της εθνικής της κυριαρχίας, αρνήθηκε τη συμμετοχή της στον πόλεμο, παρά τις εκκλήσεις και τη συνεχή παροχή βοήθειας των Συμμάχων.
Εντός της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας υπήρχαν υποστηρικτές και των δυο πλευρών. Ο Σουκρού Σαράτσογλου, Υπουργός Εξωτερικών και μετέπειτα Πρωθυπουργός, προσανατολιζόταν υπέρ των Συμμάχων, ενώ ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου και ακολούθως Υπουργός Εξωτερικών, Νουμάν Μενεμεντζίογλου, έτεινε προς το μέρος της ναζιστικής Γερμανίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ναζιστική ιδεολογία ήταν πολύ θελκτική στους υποστηρικτές του παντουρκισμού. Αυτό το δόγμα είχε εμφανιστεί μετά τον θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ και ήλπιζε στη δημιουργία ενός παντουρκικού κράτους, το οποίο θα συμπεριελάμβανε στους κόλπους του όλους τους λαούς τουρκικής καταγωγής όπως οι Τάταροι, Αζέροι και Τουρκμένοι. Παρ’ όλ’ αυτά, την τελική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας καθόριζε ο Πρόεδρος Ισμέτ Ινονού. Ζώντας προηγουμένως στη σκιά του Κεμάλ και ευρισκόμενος αντιμέτωπος με τις κατηγορίες των εθνικιστών για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης που διαμέλιζε οριστικά την πάλαι ποτέ κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Ινονού οραματιζόταν την ανακατάληψη των απολεσθέντων σουλτανικών εδαφών υπό την ηγεσία του.
Από τον Δεκέμβριο του 1940, οι Τούρκοι ξεκινούν μυστικές συνομιλίες με τους Γερμανούς. Μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση μέσα στο 1941 και ενώ οι δυνάμεις της Βέρμαχτ βρίσκονταν σε απόσταση χιλιομέτρων από την Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα προβαίνει σε υπογραφή Συμφώνου Φιλίας και Εμπορικών Σχέσεων με το Βερολίνο. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την Τουρκία να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις και με τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αξιώνοντας εδαφικές παραχωρήσεις από τα όμορα κράτη. Πιο συγκεκριμένα, απαίτησε από τους Άγγλους και από τους Γερμανούς, ως αντάλλαγμα εγκατάλειψης της ουδετερότητάς της, την παραχώρηση των Δωδεκανήσων, της Κύπρου, βουλγαρικά εδάφη, εντολή στην Αλβανία και τη διοίκηση του λιμένα της Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, από τους Γερμανούς αξίωνε τη φύλαξη των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, εδάφη στη Συρία, στο Ιράκ και στη Σοβιετική Ένωση και εντολή στην Αίγυπτο. Ουσιαστικά οι Τούρκοι διεκδικούσαν αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώστε να λάβουν μέρος στις εχθροπραξίες.
Με τον πόλεμο να συνεχίζεται, η Τουρκία παρέμενε ουδέτερη, εξακολουθώντας να προμηθεύει με χρώμιο τη Γερμανία και, παράλληλα, να προβάλει τεράστιες απαιτήσεις σε στρατιωτικό υλικό για να συνδράμει στον συμμαχικό αγώνα, ενώ ενίσχυε τη σοβινιστική φορολογική της πολιτική, απέναντι στους μη μουσουλμάνους πολίτες της. Ενδεικτικός αυτή της πολιτικής ήταν ο φόρος κεφαλαίου Varlik Vergisi, που τέθηκε σε εφαρμογή τον Νοέμβριο του 1942 και υποχρέωνε τις επιχειρήσεις να καταβάλουν το 50-75% των κερδών τους στο κράτος. Ο φωτογραφικός νόμος αποσκοπούσε στη δήμευση των περιουσιών των Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, που ήταν πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ οι υπήκοοι ξένων κρατών εξαιρούνταν. Ως αποτέλεσμα του αυθαίρετου υπολογισμού των φόρων, κατά την περίοδο της άνοιξης και του θέρους του 1943, οι οφειλέτες οδηγήθηκαν σε εκτοπισμό και καταναγκαστική εργασία, υποχρεούμενοι να πληρώσουν τη μεταφορά τους και την εκεί διατροφή τους. Η τουρκική κυβέρνηση θα επιτρέψει την επιστροφή των εκτοπισμένων στις οικίες τους μόλις τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά από διαμαρτυρίες των Συμμάχων.
Με τη σταδιακή κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ μετά το 1943, οι Τούρκοι αρχίζουν να μεταλλάσσουν τη στάση τους. Αρχικά, σταμάτησαν την εξαγωγή χρωμίου προς τη Γερμανία και, εν συνεχεία, διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις μαζί της, τον Αύγουστο του 1944. Τελικά, τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους, η Άγκυρα κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, υπό τον φόβο συνεπειών από τους Σοβιετικούς, που είχαν καταλάβει τη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1944. Ουσιαστικά η Τουρκία δεν θα πολεμήσει ποτέ, αλλά θα εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στην ιδρυτική Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών, αφού με βάση τη Συνθήκη της Γιάλτας του Φεβρουαρίου του 1945, σε αυτή θα προσκαλούνταν μόνο τα κράτη που είχαν κηρύξει τον πόλεμο σε Γερμανία και Ιαπωνία, έως την 1η Μάρτιου 1945.
Συμπερασματικά, ο χαρακτηρισμός που χρησιμοποίει ο Weber για την Τουρκία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι αρκετά εύστοχος. Η Άγκυρα παρέμεινε ουδέτερη σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, μεταβάλλοντας τη στάση της ανάλογα με τις στρατιωτικές εξελίξεις. Τελικά, βρέθηκε στο στρατόπεδο των νικητών λίγους μήνες πριν το τέλος των εχθροπραξιών και ενώ η μοίρα του πολέμου είχε ήδη κριθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βερέμης, Θάνος (1998), Ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, 1453-2003, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
- Θεοδωρόπουλος, Βύρων (1990), Οι Τούρκοι και Εμείς, Αθήνα: Φυτράκης.
- Συρίγος, Άγγελος Μ. (2015), Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Weber, Frank G. (1993), Ο επιτήδειος ουδέτερος, Η τουρκική πολιτική κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα: Θετίλη.