Του Γεώργιου Θεοδωρόπουλου,
Ο Φλάβιος Βαλέριος Αυρήλιος Κωνσταντίνος ή Κωνσταντίνος Α΄ ή Μέγας Κωνσταντίνος ή – εν τέλει – Άγιος Κωνσταντίνος, είναι ο πρώτος Χριστιανός Βασιλέας επί γης και κτήτορας της «Νέας Ρώμης», της μετέπειτα επονομαζόμενης προς τιμήν του, Κωνσταντινούπολης ή όπως συχνά αποκαλείται από υπερβάλλουσα ιστορική θέρμη, της Βασιλίδος των Πόλεων.
Γεννημένος στην πόλη της Ναϊσσού (την μετονομαζόμενη Νίς της σημερινής Σερβίας) περί το 280 (ή σύμφωνα με νεώτερες και εγκυρότερες έρευνες το 274) και υιός του υψηλόβαθμου αξιωματούχου και κατόπιν Αυγούστου, Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου και της Φλαβίας Ιουλίας Ελένης (ή Αγία Ελένη), καταγόμενη από το Δρέπενο της Βυθινίας στην Μικρά Ασία. Ο Κωνσταντίνος διαδέχθηκε τον πατέρα του στο ύπατο αξίωμα του Αυγούστου το 306, ανακηρυχθείς από το στράτευμα στην Υόρκη της Μεγάλης Βρετανίας που ανήκε στο δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας· ομόλογός του στο ανατολικό ήταν ο Γαλέριος και έπειτα ο Λικίνιος (311 και εξής).
Έτσι, από το 306 έως και τον θάνατό του το 337, οι διοικητικές εκλογές του Κωνσταντίνου είναι αυτές οι οποίες τον εξυψώνουν ως μορφή καίριας σημασίας, άμεσα προσδεδεμένη στο ταχύ άρμα της Ιστορίας· ενώ δικαίως η επίσημη βιβλιογραφία τον προαναγγέλλει με τον επιθετικό προσδιορισμό «Μέγας», καθώς μεγίστη και καθοριστική ήταν η δράση του τόσο σε πολιτικό, όσο και σε πνευματικό τομέα.
Παγκοίνως γνωστά είναι τα πολιτικά μέτρα που έλαβε ο Μέγας Κωνσταντίνος, καθώς και τα νομοθετήματά του, τα οποία προοδευτικά οδήγησαν στον ολοκληρωτικό μετασχηματισμό του Ρωμαϊκού Κράτους. Εν συντομία θα παρατηρούσαμε τον αγώνα κατά τον πολιτικών του αντιπάλων και την επικράτησή του ως μονοκράτορα το 324 (κατανικώντας τον Λικίνιο στην περιοχή της αρχαίας αποικίας των Μεγαρέων, στο Βυζάντιο), ακολούθως την μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης της Αυτοκρατορίας από την Δύση στην Ανατολή (θεμελιώνοντας την ομώνυμη Πόλη το 330, αν και ήδη από τον 3ο αι. κανείς αυτοκράτορας δεν κατοικούσε στην Ρώμη, η οποία μάλλον εξέπεσε σε πρωτεύουσα συμβολικής φύσης) και τέλος την ευεργετική στάση που εκείνος τήρησε έναντι της – υπό διωγμό – θρησκείας του Χριστιανισμού.
Εις ό,τι αφορά την θρησκευτική πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κίβδηλη και ανιστόρητη είναι η διαπίστωση πολλών, ότι εκείνος ήταν που ανήγαγε τον Χριστιανισμό σε επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτό το οποίο απηχείται στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, είναι η αναγνώριση του Χριστιανισμού ως ισάξιας θρησκείας και η δοθείσα δυνατότητα στους οπαδούς του να εξέλθουν από τις κατακόμβες, λατρεύοντας τον Θεό τους ελεύθερα, άφοβα και με κρατική συνέργεια, όπως νωρίτερα έπρατταν και οι εθνικοί (ειδωλολάτρες). Ωστόσο, η πραγματική ώθηση στην νέα αυτή θρησκεία δόθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο λίγες δεκαετίες αργότερα, ισχυροποιώντας έτι περαιτέρω τους χριστιανούς και ανακηρύσσοντας τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού Κράτους (αφού οι «βυζαντινοί» – δήμος και άρχοντες – αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι πολίτες).
Η σχέση του Κωνσταντίνου με τον Χριστιανισμό – και ιδίως η μεταστροφή σε αυτόν – έχει εγείρει ένα βαθύ ιστορικό ζήτημα, για το οποίο περίσσιο μελάνι έχει καταναλωθεί και πάμπολλες διαφωνίες έχουν κατατεθεί. Κατ’ επέκταση, σύγχρονοί του ιστορικοί – όπως και μεταγενέστεροι – έχουν αποδώσει στον Αυτοκράτορα τόσο καιροσκοπικά, όσο και ειλικρινή κίνητρα αναφορικά με την πολιτική του υπέρ των χριστιανών (οι οποίοι αν και γοργά πολλαπλασιάζονταν, ωστόσο συγκριτικά με τους ειδωλολάτρες αποτελούσαν μειοψηφικό στοιχείο).
Το ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι το ακόλουθο: αν ο Μέγας Κωνσταντίνος βαπτίσθηκε χριστιανός στην επιθανάτια κλίνη του και δεν ομολόγησε την χριστιανική πίστη κατά την διάρκεια της ζωής του, τότε γιατί το σύνολο των πολιτικών και προσωπικών του ενεργειών ευνόησε την εδραίωση της «Νέας» θρησκείας, έναντι της «Παλαιάς» και εξελικτικά διαμόρφωσε αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως Βυζάντιο και βυζαντινό πολιτισμό; Οι επιλογές του ήταν στυγνά υπολογιστικές ή (εκούσια είτε ακούσια) εκπορευόμενες από τα χριστιανικά του αισθήματα;
Προτού όμως επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στα άνωθεν ερωτήματα, οφείλουμε να καταγράψουμε με ακρίβεια το είδος εκείνων των ενεργειών οι οποίες επέφεραν την χειραφέτηση του χριστιανικού δόγματος, σε μια εποχή όπου το αίμα στο σώμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διαρκώς μεταγγιζόταν.
Η πρώτη μάχη που δόθηκε στην Ιστορία στο όνομα – και για το όνομα – του Ιησού Χριστού, εξαπολύθηκε από τον Κωνσταντίνο κατά του Μαξεντίου δύο χιλιόμετρα έξω από την Ρώμη, στην περιοχή της Μουλβίας Γέφυρας το 312. Οι πηγές της εποχής: ο Λακτάντιος (σύμβουλος του Κωνσταντίνου και συγγραφέας της πρωτοχριστιανικής περιόδου) και ο Ευσέβιος (πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας), συνομολογούν υπέρ ενός γεγονότος σύμφωνα με το οποίο: τις παραμονές της σύγκρουσης αποκαλύφθηκε στον Μεγάλο Κωνσταντίνο η Θεία Χάρις, εν είδη ενός ουρανίου ακτινοβόλου Σταυρού ή ονείρου ή οράματος (τα διασωθέντα κείμενα παρουσιάζουν μεγάλη αντίθεση ως προς την ακριβή περιγραφή του συμβάντος) και επικοινώνησαν σε αυτόν την Θεία Πρόνοια πως για την εξασφάλιση της νίκης θα έπρεπε να χαράξει πάνω στις ασπίδες των στρατιωτών του το ομοίωμα του Θείου σημείου του Χριστού, ήτοι το Χριστόγραμμα, όπως επίσης και να το προτάξει ως λάβαρο στην επικείμενη μάχη. Έτσι και έπραξε, καταφέρνοντας καίριο πλήγμα στον αντιμαχόμενο στρατό, αφού ο Μαξέντιος – πνιγμένος στα νερά του Τίβερη ποταμού – ηττήθηκε κατά κράτος.
Η νίκη στην μάχη αυτή σημάδευσε τρόπω τινά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και – σύμφωνα με την ιστορικό Πολύμνια Αθανασιάδη – επέτεινε το ήδη υψηλό αίσθημα θρησκοληψίας στον χαρακτήρα του και την ενυπάρχουσα τάση να αποδίδει μαγικές ιδιότητες στα αντικείμενα γύρω του. Ειδικότερα, παρατηρεί πως μετά και την νικηφόρα αναμέτρηση με τον Μαξέντιο, ο Κωνσταντίνος αντιμετώπισε το Χριστόγραμμα ως κάτι το θαυματουργό και – πέραν του λαβάρου της μάχης – το αποτύπωσε στα νομίσματα αλλά και στην περικεφαλαία του. Η συνειδητή ή ασυνείδητη ταύτιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τον Χριστιανισμό ήταν πλέον δεδομένη και αυτό – όπως προαναφέρθηκε – αντανακλάται και στην νομισματική του πολιτική, αφού επιλέγει την θεματική αντικατάσταση της γυναικείας μορφής της Ελπίδας, με εκείνη του λαβάρου της μάχης στην Μουλβία Γέφυρα, περιστοιχισμένης από την λατινική φράση «spes publica» (δηλαδή δημόσια ελπίδα). Τέλος, ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της προληπτικής (ή άκρως θρησκευόμενης;) προσωπικότητας του Αυτοκράτορα, αλλά και ως μια απόπειρα σύνδεσης της επίγειας με την επουράνια βασιλεία, ο Κωνσταντίνος προσέθεσε ανάμεσα στα πολυτελή πετράδια του διαδήματός του ένα καρφί από τον μαρτυρικό Σταυρό του Ιησού Χριστού.
Ένας Αυτοκράτορα ο οποίος – κατά πολλούς – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χριστιανός, προχωρά σε μια επιπρόσθετη κίνηση, σωτήρια για τον Χριστιανισμό. Η φιλοχριστιανική του πολιτική εκδηλώνεται με την διακήρυξη του «Εδίκτου» των Μεδιολάνων το έτος 313, γεγονός το οποίο συνιστά – δίχως υπερβολή – την γενέθλια πράξη της θεμελίωσης της νέας θρησκείας, η οποία εδραιώνεται και καθίσταται ισότιμη με τον Παγανισμό και τις λοιπές θρησκείες. Ωστόσο, για την αποκατάσταση της ιστορικής πραγματικότητας, οφείλουμε να διασαφηνίσουμε πως ενδεχομένως δεν εξεδόθη κανένα αυτοκρατορικό έδικτο στα Μεδιόλανα (άποψη την οποία υιοθετεί ο Ρώσος βυζαντινολόγος Βασίλιεφ, από τον Γερμανό ιστορικό Otto Karl Seeck). Κατ’ ουσία, αυτό που συνέβη στην πόλη του σημερινού Μιλάνου αφορά την κοινοποίηση (από πλευράς των Αυγούστων Κωνσταντίνου και Λικινίου), στους κατά τόπους επάρχους, των διακηρύξεων υπέρ του χαρακτηρισμού του Χριστιανισμού ως επιτρεπόμενης θρησκείας (religio licita), προς επίρρωση του προγενεστέρου Εδίκτου της Σαρδικής (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) το οποίο είχε εκδώσει ο τότε Αύγουστος και σφοδρός αντίμαχος των χριστιανών, Γαλέριος, αναθεωρώντας την διωκτική του στάση. Ο Γερμανός συγγραφέας Eberhard Horst διαμηνύει σχετικά με την εν λόγω εκλογή του Γαλερίου πως: «Πρόκειται για μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην παγκόσμια Ιστορία όπου ένας ηγεμόνας επιδεικνύει, έστω και αργά – αλλά όχι πολύ αργά – σύνεση και βρίσκει τη δύναμη να ανακαλέσει»· δύναμη η οποία φυσικά απορρέει από την πίστη του πως η σηπτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει είναι αποτέλεσμα της θείας δίκης (από τον θεό των χριστιανών) για τα δεινά που τους είχε προξενήσει και η ψήφιση του Εδίκτου της Σαρδικής λογίζεται ως μια απέλπιδα προσπάθεια να εξευμενίσει τον θεό αυτό. Έκτοτε, «το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας που εκδόθηκε στη Σερδική έγινε η βάση για τη μελλοντική σχέση κράτους και χριστιανισμού».
Έτσι, ο Μέγας Κωνσταντίνος ενίσχυσε περαιτέρω την Εκκλησία με ευνοϊκούς νόμους όπως την καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας και ημέρας αφιερωμένης στον Κύριο, την αποδέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την επιστροφή της στην Εκκλησία, καθώς επίσης και την απαλλαγή των κληρικών από την υποχρεωτική ιδιότητα του munerarious (εκείνος που προσφέρει αγώνες μονομαχίας ή άλλα δημόσια θεάματα), εξισώνοντάς τους με τους ειδωλολάτρες ιερείς. Επίσης, κατήργησε νομικά τις μονομαχίες (αν και η νομοθετική αυτή θέσπιση παρέμεινε κενό γράμμα για περίπου έναν αιώνα), παραχώρησε στα επισκοπικά συμβούλια δικαστικές αρμοδιότητες και ταυτόχρονα βελτίωσε την νομική θέση των δούλων της Αυτοκρατορίας, παύοντας τις απάνθρωπες θανατώσεις. Ενώ, περιέβαλε με χριστιανική σύνεση τα περί του θεσμού της οικογένειας, ποινικοποιώντας την μοιχεία. Όλα τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν την ηθικοπνευματική επίδραση που είχε δεχθεί ο Κωνσταντίνος από την νέα θρησκεία και την επίγνωσή του πως για την ομόνοια του Κράτους, εκείνο θα πρέπει απαρέγκλιτα να συμπορευθεί με την Εκκλησία, θέτοντας τον εκάστοτε Ρωμαίο μονάρχη ως «Πιστό εν Χριστώ τω Θεώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων» και «εικών του ουρανίου Παμβασιλέως επί γης».
Τούτων λεχθέντων, θα ήταν αδύνατο για τον Κωνσταντίνο ο οποίος, ευαγγελιζόμενος την ιδιότητά του ως Rector Totius Orbis (Κυβερνήτης όλης της Οικουμένης), να μην εγκαινιάσει ένα μοντέλο μονάρχη με δυνάμει γνωρίσματα καισαροπαπισμού. Η παρεμβατικότητά του στα πράγματα της Εκκλησίας φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν με πρωτοβουλία του συγκαλείται η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια την 20η Μαΐου του 325. Στις εργασίες της Συνόδου ο προεδρεύων Κωνσταντίνος και οι – περίπου – διακόσιοι πενήντα επίσκοποι και ιεράρχες ρύθμισαν την πλειονότητα των εκκρεμούντων εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς επίσης και καταδίκασαν τις δογματικές διαβολές του Αρείου περί της μη ομοούσιας ιδιότητος του Υιού και του Πατρός. Τότε συνετέθη και το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο ξεκαθαρίζει τα περί της φύσεως του Χριστού προσδιορίζοντάς Τον ως «γεννηθείς και ου ποιηθείς» και «ομοούσιος τω Πατρί». Επίσης, καθορίστηκε ημερολογιακά ο εορτασμός του Πάσχα ως η πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Όπως σημειώνει ο Horst: «Συνολικά επετεύχθη υπό την επιρροή του Κωνσταντίνου ένα ενωτικό έργο, το οποίο θεσμοποίησε την Εκκλησία και ρύθμισε τα εσωτερικά της, αλλά συνάμα την έφερε και σε πιο άμεση συνάφεια με τα κρατικά συμφέροντα, πράγμα που είναι πλούσιο σε συνέπειες».
Ως απόρροια των προαναφερθέντων, είναι βέβαιο πως το ζήτημα της σχέσης του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τον Χριστιανισμό είναι από τα πλέον σύνθετα ιστορικά ζητήματα και – δυστυχώς για εμάς – οι σωζόμενες πηγές δεν επενεργούν σχεδόν καθόλου βοηθητικά. Πολλά κανείς θα μπορούσε να συμπληρώσει ή να ερμηνεύσει με διαφορετικό τρόπο – ανάλογο με την προσωπική του λογική και αισθητική αντίληψη των πραγμάτων – και σίγουρα η ιστορική έρευνα έχει πολλά διαφωτιστικά στοιχεία ακόμα να προσθέσει στο φλέγον αυτό θέμα. Για τους παραπάνω λόγους, θα αποφύγω την εξαγωγή κάποιου συνολικού ιστορικού συμπεράσματος, καθώς αυτό θα ήταν πρώιμο και ίσως πολύ περισσότερο ανεύθυνο. Παρ’ όλα αυτά, έστω και με αδιευκρίνιστα – για την ώρα – κίνητρα, ο Μέγας Κωνσταντίνος στο μεταίχμιο του περάσματος από την Αρχαιότητα στους Μέσους Χρόνους, έπραξε ό,τι εξίμισι αιώνες πριν είχε πράξει ένας άλλος Μεγάλος, ο Μακεδόνας Βασιλέας Αλέξανδρος Γ΄. Όπως, λοιπόν, ο Μέγας Αλέξανδρος εξακτίνωσε τον Ελληνισμό στα πέρατα της Οικουμένης, έτσι και ο Μέγας Κωνσταντίνος έφερε την θρησκεία του Χριστιανισμού σε ώσμωση με το ελληνικό (παγανιστικό) στοιχείο και τον ρωμαϊκό κρατισμό (δηλαδή τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό), συγκερασμός μέσω του οποίου μοιραία εξυφάνθη αυτό που σήμερα ονομάζουμε: δυτικός πολιτισμός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Alexander A. Vasiliev (1995), Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324 – 1453), τ. 1-2, Μτφρ. Δημοσθένη Σαβράμη, χ.τ.: Εκδόσεις Πάπυρος.
- Christopher S. Mackay (2014), Αρχαία Ρώμη: Στρατιωτική και πολιτική Ιστορία, Μτφ. Δούκαινα Γ. Ζάννη, Επιμ. Ιωάννης Κ. Ξυδόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα.
- Eberhard Horst (2007), Μέγας Κωνσταντίνος: Βιογραφία, Μτφ. Αλεξάνδρα Παύλου, Αθήνα: Εκδόσεις Ωκεανίδα.
- Georg. Ostrogorsky (2001), Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. 1-2-3,Αθήνα: Βιβλιοθήκη Βυζαντινής Ιστορίας και Φιλολογίας.
- Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου (1996), Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α’, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου (2004), Το Πολίτευμα και οι Θεσμοί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1204: Κράτος, Διοίκηση, Οικονομία, Κοινωνία, Αθήνα: Εκδόσεις Αθηνά.
- Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης & Λάζαρος Α. Δεριζιώτης (2005), Ιστορία του Βυζαντίου: με αποσπάσματα από τις πηγές, τ. Α’, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Διον. Α. Ζακυθηνού (1989), Βυζαντινή Ιστορία: 324 – 1071, Αθήνα – Ιωάννινα: Εκδόσεις Δωδώνη.
- Ι. Καραγιαννόπουλος (1990), Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τμ. Α΄ Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.