Της Ισμύνης Παπαγιαννοπούλου,
Η ιστορία της υποβρύχιας κατάδυσης ξεκινά με την ελεύθερη κατάδυση ως το μέσο για κυνήγι και συλλογής τροφής, για πολύτιμους πόρους όπως μαργαριτάρια και πολύτιμα κοράλλια, ενώ αργότερα εξελίσσεται σε ανάκτηση βυθισμένων πολύτιμων αντικειμένων αλλά και για την βοήθεια στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στην αρχαιότητα, ο μόνος τρόπος για να εξερευνήσει κανείς τον μυστηριώδη υποβρύχιο κόσμο, ήταν να κρατήσει την αναπνοή του και να κάνει ελεύθερη κατάδυση. Οι αρχαιολογικές πηγές και τα αρχαία θαλάσσια αντικείμενα αποκαλύπτουν ότι οι ελεύθεροι δύτες διέθεταν φοβερές δεξιότητες και ήταν σε θέση να κατεβαίνουν σε βάθη και να παραμένουν κάτω από το νερό για εκπληκτικά χρονικά διαστήματα. Όμως, υπήρχε ένα υψηλό τίμημα για αυτό, καθώς οι δύτες αντιμετώπιζαν τη θανατηφόρα νόσο της αποσυμπίεσης (γνωστή συνήθως ως στροφή) και δηλητηριώδη ή πεινασμένα θηρία. Τα μάτια μπορούσαν να καταστραφούν, λόγω της πίεσης του νερού, ενώ η απώλεια μνήμης λόγω της έλλειψης οξυγόνου μπορούσε, επίσης, να αποβεί μοιραία.
Η πρώτες αναφορές στην κατάδυση
Στην Ιλιάδα ο Όμηρος αναφέρει την κατάδυση, και η αναφορά αυτή έλαβε χώρα γύρω ή πριν από το 750-650 π.Χ. όταν γράφτηκε το έπος. Η κατάδυση χρησιμοποιήθηκε με αλληγορική έννοια, όπως φαίνεται από τον στίχο 470: «Έπεσε κάτω, με βουτιά δύτη, και πέθανε». Ο στίχος 511, από την άλλη πλευρά, αναφέρει σφουγγάρια από τη θάλασσα: «Τότε σκούπισε γύρω γύρω με ένα υγρό σφουγγάρι». Η κατάδυση με αναπνευστήρα ήταν η μόνη διαθέσιμη μέθοδος, χρησιμοποιώντας περιστασιακά αναπνευστήρες από καλάμια σε ρηχά νερά και λίθινα βάρη για τις πιο βαθιές καταδύσεις. Η λέξη κατάδυση και δύτης προέρχονται από το αρχαίο ρήμα «δύω», εντοπίζοντας την λέξη από την εποχή του Ομήρου, ενώ τον όρο «δύτης», ως αυτούσιος, μεταγενέστερα. Τα αρχαία ελληνικά φαίνεται να έχουν λέξεις τόσο για το καταδυτικό ψάρεμα όσο και για την κατάδυση με σφουγγάρια.
Στο Αλιευτικά του Οππιανού η λέξη δύπτης (duptes) χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν καταδυόμενο ψαρά (όπως αναφέρεται και από τον Rodriquez-Alvarez στην ερευνητική του εργασία, χωρίς το γράμμα p), ενώ η λέξη σπογγοτόμος (spongotomos, sponge cutter) χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν σπογγαλιευτή. Η μετάφραση μνημονεύει τρεις άλλες λέξεις για τους σφουγγαράδες. Η λέξη σπογγοκολυμβητής (σπόγγος + κολυμβητής) «σπογγολόγος» ή κολυμβητής για σφουγγάρια, από την άλλη πλευρά, χρησιμοποιείται στο «Ονομαστικόν» του Ιούλιου Πολυδεύκη (VII:137). Οι διάλογοι του Πλάτωνα (Πρωταγόρας) αναφέρουν αυτούς που βουτούν σε πηγάδια, κολυμβώσιν. Στον Βίο του Ηράκλειτου, χρησιμοποιείται η λέξη κατακολυμβητής, καταδυόμενος αλληγορικά.
Οι υποβρύχιες καταδύσεις στην Αρχαία Ελλάδα
Οι υποβρύχιες καταδύσεις ξεκίνησαν για εμπορικούς σκοπούς στην Αρχαία Ελλάδα, αφού τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Όμηρος αναφέρουν ότι το σφουγγάρι χρησιμοποιήθηκε για το μπάνιο. Το ποσοστό των δυτών που αλιεύαν σφουγγάρια-σπόγγους ονομάζονταν σπογγοθήρες ή αλλιώς αλιείς, χρησιμοποιώντας συνήθως ένα μικρό δίχτυ το οποίο αποκαλούσαν «γάγγᾰμην ή γάγγᾰμον». Το νησί της Κάλυμνου ήταν το κύριο κέντρο για καταδύσεις σφουγγαριών. Χρησιμοποιώντας λίθινες πέτρες (σκανδαλόπετρες) που στερεώνονταν σε βάρκες έως και 15 κιλά για να επιταχύνουν την κατάβαση, οι δύτες συνήθως γυμνοί, κρατούσαν την ανάσα τους για περίπου 5 λεπτά και κατέβαιναν σε βάθος 30 μέτρων (98 πόδια). Η περισυλλογή κόκκινων κοραλλιών ήταν επίσης αρκετά δημοφιλής. Ο Alex Brylske γράφει στο βιβλίο του “A Brief History of Diving” ότι οι δύτες προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν την αυξανόμενη πίεση στα αυτιά. Έτσι έριχναν λάδι στους ακουστικούς τους πόρους, και έπαιρναν μια κουταλιά από το στόμα πριν από την κατάδυση. Μόλις έφταναν στον πυθμένα, έφτυναν το λάδι, έκοβαν όσα σφουγγάρια μπορούσαν να ελευθερωθούν από τον πυθμένα όσο τους επέτρεπε η περιορισμένη ικανότητα συγκράτησης της αναπνοής τους, και στη συνέχεια ανασύρονταν στην επιφάνεια με το σχοινί.
Καταδύσεις για σφουγγάρια (400 π.Χ)
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) αναφέρει αρκετές φορές την κατάδυση για σφουγγάρια. Διαφορετικοί τύποι σφουγγαριών χρησιμοποιούνταν για πλύσιμο (βλ. Ιλιάδα), ως μπουκάλια νερού, ως επένδυση κάτω από πανοπλίες και βουτηγμένα σε μέλι για τα παιδιά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει επίσης τη θεραπεία πληγών. Η κατάδυση για σφουγγάρια ήταν προφανώς πολύ απαιτητική. Τα σφουγγάρια υψηλής ποιότητας έπρεπε να συλλέγονται σε μεγάλο βάθος αλλά κοντά στην ακτογραμμή. Ως εκ τούτου, απαιτούνταν βαθιές καταδύσεις. Υπήρχαν επίσης κρυμμένοι κίνδυνοι στο νερό. Μεταγενέστεροι συγγραφείς που αναφέρουν για τις καταδύσεις με σφουγγάρια, ήταν ο Πλίνιος Πρεσβύτερος (23-79 μ.Χ.) και ο Οππιανός (2ος αιώνας μ.Χ.).
Οι πρώτοι «Ο.Υ.Κ.»
Εκτός από τους δύτες-αλιείς, υπήρχαν και εκείνοι οι οποίοι απασχολούνταν αμιγώς στο τομέα της ναυτιλίας. Έλεγχαν την κατάσταση του βυθού, της γάστρας, την αγκυροβολία κ.ά. Αυτό όμως που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις ναυτικές επιχειρήσεις ήταν οι μικρές ομάδες δυτών, ένα άτυπο «σώμα υποβρυχίων καταστροφών», το οποίο ενεργούσε με υποβρύχιες επιχειρήσεις και είχε στόχο τη δολιοφθορά των εχθρικών πλοίων. Ενδέχεται σε αρκετές περιπτώσεις κάποια από τα πληρώματα να γνώριζαν κατάδυση και να βοηθούσαν είτε σε ναυτικές ή αλιευτικές εργασίες είτε και σε δολιοφθορές. Ωστόσο, υπήρχαν και επαγγελματίες δύτες, οι οποίοι θα πρέπει να ήταν «εξωτερικοί συνεργάτες», που όμως αμείβονταν για την συγκεκριμένη αποστολή. Η πρώτη καταγεγραμμένη πληροφορία για υποβρύχιες ενέργειες με σκοπό τη δολιοφθορά του αντίπαλου στόλου, αντλούμε από τον 5ο αιώνα π.Χ. για τον περίφημο δύτη Σκύλλι ή Σκυλλία, από την Σκιώνη της Μακεδονίας. Ο Σκυλλίας, ενώ υπηρετούσε στον στόλο του Ξέρξη, δραπέτευσε και κολύμπησε καλύπτοντας απόσταση 80 σταδίων, με ανάδυση και κατάδυση, για να φτάσει στο Αρτεμίσιο και να καταγγείλει στους Έλληνες τις προθέσεις του Ξέρξη. Επίσης, όταν τα περσικά σκάφη την ώρα σφοδρής τρικυμίας παρέπλεαν το Πήλιο, εκείνος καταδυόμενος, έλυσε τις άγκυρές τους.(Ως δύτης αναφέρεται και από τον Ηρόδοτο, Β viii.ντο.8, ο Παυσανίας, Β χ.ντο 19,και ο Στράβων, Β ix.).
Επίσης Κατά τη μάχη της Σφακτηρίας (425 π.Χ.) «κολυμβητές ὕφυδροι», καθώς προχωρούσαν υποβρυχίως μετέφεραν, με τη βοήθεια σχοινιών, ασκούς γεμάτους τροφές (Θουκυδίδου, Ιστοριών, Δ 26). Παρόμοια σώματα βατραχανθρώπων συναντάμε και κατά την Πολιορκία της Τύρου από τον Μ. Αλέξανδρο (334 π.Χ.).
Ο πρώτος καταδυτικός εξοπλισμός
Ο καταδυτικός εξοπλισμός στους αρχαίους Έλληνες ήταν ακόμα στο στάδιο του πειραματισμού. Κάθε δύτης, ανάλογα με το είδος της καταδύσεως που ασχολείτο, φρόντιζε να μελετά τις ανάγκες συμπληρωματικών ειδών που θα διευκόλυναν το έργο του. Κάποια εργαλεία, όπως για παράδειγμα μαχαίρια, σχοινιά, δίκτυα, κλπ. αποθηκεύονταν σε έναν σάκο ή δένονταν επάνω σε μια ειδική ζώνη, ώστε να αφήνουν απόλυτη ελευθερία στα χέρια και στις κινήσεις του δύτη. Έχει αναφερθεί σε αρχαία κείμενα ότι επίσης έδεναν σπόγγους στα αυτιά τους για να εμποδίσουν την βίαιη εισροή ύδατος και την επικείμενη ζημιά στα τύμπανα (Αριστοτέλους, Προβλήματα, 33, 962a, 3). Αυτό, όμως, που πραγματικά αναζητούσαν, με σκοπό την αναβάθμιση του εξοπλισμού τους, ήταν το μέσο εκείνο που θα τους εξασφάλιζε περισσότερη διάρκεια παραμονής στο βυθό. Η παραμονή στο βυθό μπορούσε να πραγματοποιηθεί με κράτημα της αναπνοής. Το κράτημα της αναπνοής στην καταδυτική ορολογία έχει καθιερωθεί ως apnea, όρος προερχόμενος από την αρχαία ελληνική λέξη «ἄπνοια» η οποία όμως σημαίνει την έλλειψη πνοής ανέμου και δεν έχει σχέση με την ανθρώπινη αναπνευστική λειτουργία. Η αρχαία λέξη που αντιστοιχεί στην ακούσια/εκούσια διακοπή του αναπνευστικού κύκλου είναι η «ἀπνευστία» (Αριστοτέλους, Προβλήματα, 33, 962a, 4, Ιωάννου Σταματάκου «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» (Αθήνα: Βιβλιοπρομηθευτική, 1999). Η εκούσια «ἀπνευστία» δεν υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τα 2 – 2,5 λεπτά. Φανταζόμαστε πως αυτά τα όρια, κατά προσέγγιση, διατηρούνταν από τους αρχαίους δύτες.
Η καταδυτική καμπάνα είναι ένας από τους πρώτους τύπους εξοπλισμού για υποβρύχια κατάδυση και εξερεύνηση, όπου η χρήση της περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Αριστοτέλη τον 4ο αιώνα π.Χ.: Η ιδέα της περιελάμβανε τη μεταφορά μεταλλικών βραστήρων κάτω από τα κύματα για τη μεταφορά αέρα στους σφουγγαράδες. Ο μαθητής του Αριστοτέλη Μέγας Αλέξανδρος λέγεται ότι χρησιμοποίησε μια μεγάλη καταδυτική καμπάνα από γυαλί για να κατέβει στα 25 μέτρα (82 πόδια).
«…Όπως, λοιπόν, μερικοί κολυμβητές επινοούν κάποια αναπνευστική συσκευή προκειμένου να μπορούν να μένουν πολλή ώρα στη θάλασσα παίρνοντας μέσω αυτής της συσκευής αέρα έξω από την επιφάνεια του νερού… διότι μπορούν να επιτρέψουν στους δύτες να αναπνεύσουν κατεβάζοντας κάτω λέβητα. Ο λέβητας δεν γεμίζει νερό, αλλά διατηρεί τον αέρα. Πράγματι, πρέπει να βάλει κανείς δύναμη για να το βυθίσει, διότι κάθε όρθιο σκεύος γεμίζει νερό αν γείρει». (Αριστοτέλους, Περί Ζώων Μορίων, Β 16, / 659a 9.)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ancient history of diving, sukellushistoriallinenyhdistys.fi, Διαθέσιμο εδώ
- Hallieutica, archive.org, Διαθέσιμο εδώ
- Dark Mysteries of the Deep: Ancient Divers and their Dangerous Journeys, ancient-origins.net, Διαθέσιμο εδώ
- Η κατάδυση στην αρχαία Ελλάδα κατα την ύστερη αρχαϊκή και κλασσική περίοδο (6ος-4ος αιώνας π.Χ.), elinis.gr, Διαθέσιμο εδώ