Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Παρατηρώντας τους κανόνες που διέπουν το Ιδιωτικό Δίκαιο, παρατηρούμε πως στους πρωτότυπους τρόπους κτήσης κυριότητας πλοίου και πλωτού ναυπηγήματος υπάγονται η ναυπήγηση και η χρησικτησία. Η κτήση κυριότητας του πλοίου δεν καθιερώνεται κάθε φορά το ίδιο μέσω της ναυπήγησης. Τα είδη της ναυπήγησης είναι δύο, η ναυπήγηση κατ’ οικονομία και η ναυπήγηση κατά παραγγελία. Η δεύτερη είναι η πιο συνηθισμένη μορφή ναυπήγησης.
Ο ναυπηγός στη ναυπήγηση κατά παραγγελία έχει την αρμοδιότητα κατασκευής πλοίου, για λογαριασμό εκείνου που παραγγέλνει. Με το συγκεκριμένο πρόσωπο, ο ναυπηγός έχει αναλάβει το έργο της ναυπήγησης, με βάση μια συγκεκριμένη σύμβαση, τη σύμβαση ναυπήγησης. Σε αυτό το είδος, είναι πολύ σημαντικό το αν είναι κύριος του πλοίου ο ναυπηγός ή ο εργοδότης στη διάρκεια της κατασκευής, αλλά και μετά την περάτωση αυτής.
Το περιεχόμενο της σύμβασης ναυπήγησης αλλάζει. Τις περισσότερες φορές ο ναυπηγός έχει την αρμοδιότητα της κατασκευής πλοίου με δικά του υλικά, έναντι ανταλλάγματος, για λογαριασμό του παραγγελιοδότη. Αυτός, με τη σειρά του, αναλαμβάνει τον καθορισμό του τύπου του πλοίου και των κυριότερων τμημάτων και μηχανημάτων του, προχωράει στην έγκριση των σχεδίων του, εξασφαλίζει την παροχή οδηγιών και επιβλέπει την κατασκευή του.
Η όλη του συνεισφορά στη ναυπήγηση έχει ως απόρροια το πλοίο να αποκτήσει τη δική του ατομικότητα, χωρίς να διακόπτεται η ανεξαρτησία του ναυπηγού, καθώς εξακολουθεί ο ίδιος να διευθύνει τις εργασίες της ναυπήγησης, ακόμα και στην περίπτωση που ο παραγγελιοδότης χορηγεί εξ ολοκλήρου την ύλη που απαιτείται. Στο μόνο σημείο όπου δεν ασκεί επιρροή ο παραγγελιοδότης, είναι όταν το πλοίο κατασκευάζεται, έχοντας ως πρότυπο συγκεκριμένο τύπο που είναι προκαθορισμένος, προκειμένου να παράγει περισσότερες μονάδες. Το πλοίο, όμως, που έχει σχηματιστεί από μια τέτοια ναυπήγηση, δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ατομικότητα, αλλά είναι πράγμα αντικαταστατό.
Οι έννομες τάξεις δεν έχουν όλες αξιολογήσει με τον ίδιο τρόπο τα παραπάνω εμπειρικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, σε ορισμένες η σύμβαση ναυπήγησης χαρακτηρίζεται ως σύμβαση πώλησης μέλλοντος πράγματος και σε άλλες ως σύμβαση μίσθωσης έργου. Οι υποστηρικτές της πρώτης περίπτωσης παρουσιάζουν πως ο ναυπηγός δεν εκτελεί έναντι ανταλλάγματος εργασίες, προκειμένου να επιτευχθεί το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, αλλά προτιμά να παραδώσει σε άλλον κάποιο πράγμα. Η δέσμευσή του, δηλαδή, κατατείνει στην παράδοση τελειωμένου πλοίου. Έτσι, δημιουργεί ένα κατάλληλο πλάνο για τον επιθυμητό σκοπό, δηλαδή προσλαμβάνει εργάτες που είναι απαραίτητοι, τους δίνει τα υλικά που χρειάζονται και όσο για το αγαθό που δημιουργεί στην περιουσία του, συμφωνεί με τους όρους που του έχουν τεθεί. Και φυσικά εδώ, δεν αλλάζει η φυσιογνωμία της σύμβασης.
Και στις παραπάνω περιπτώσεις, ο ναυπηγός διευθύνει, έχει την εξουσία της κατασκευής, αλλά και την υποχρέωση να παραδώσει στον παραγγελιοδότη το νεότευκτο πλοίο. Μάλιστα, το πλοίο που θα παραγάγει είναι αυτό που αναλαμβάνει να παραδώσει έναντι ανταλλάγματος και όχι η ύλη που είναι χρήσιμη για τη ναυπήγηση. Ο βασικότερος στόχος των μερών που είναι συμβαλλόμενα είναι το να αναλάβει ο ναυπηγός να μεταβιβάσει την κυριότητα του καινούριου πλοίου στον παραγγελιοδότη, το οποίο επιβεβαιώνει πως τα συγκεκριμένα μέρη σκοπεύουν, πρωταρχικά, στην πώληση μέλλοντος πράγματος.
Όσοι είναι υποστηρικτές της άποψης, πως η σύμβαση της ναυπήγησης είναι χωρίς κανένα εμπόδιο σύμβαση μίσθωσης έργου, στην πραγματικότητα εννοούν πως η συγκεκριμένη σύμβαση έχει αντικείμενο την κατασκευή πλοίου. Μικτό χαρακτήρα, πάντως, δεν παρουσιάζει η παροχή του ναυπηγού, δεν έχει ως βάση την κατασκευή πλοίου και την παράδοσή του στον παραγγελιοδότη, με σκοπό τη μετάθεση της κυριότητάε του σ’ αυτόν. Στόχος του ναυπηγού είναι η δημιουργία του πλοίου και για αυτό εργάζεται για να επεξεργαστεί την παρεχόμενη από αυτόν ύλη.
Όσον αφορά τις προερχόμενες από τη σύμβαση ναυπήγησης σχέσεις, ρυθμίζονται με βάση τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση έργου, καθώς κρίθηκε από τους συντάκτες του Κ.Ι.Ν.Δ. πως δε ρυθμίστηκαν από σημαντικές ναυτικές νομοθεσίες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη 5 του Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυπήγησης πλοίου υποβάλλεται στα άρθρα του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση έργου, εκτός από το ΑΚ 683, 693 και 695.
Μια περίπτωση μίσθωσης έργου είναι η σύμβαση επισκευής πλοίου, η οποία δεν αποτελεί ναυπήγηση. Λόγος για ναυπήγηση μπορεί να γίνει αν το παλαιό πλοίο ανακατασκευαστεί και αποκτήσει ιδιαίτερη ατομικότητα και, έτσι, υπάρχει απώλειά του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί νέο. Για τον συγκεκριμένο λόγο, στην επισκευή πλοίου εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, που αναφέρονται στη μίσθωση έργου, πέρα από το άρθρο 693.
Επιλογικά, θα μπορούσε να αναφερθεί πως φαίνεται να υπάρχει μια αντιγνωμία, σχετικά με τη νομική φύση της σύμβασης ναυπήγησης, η οποία έδωσε και το πράσινο φως στη διαφωνία, στο αν κύριος του ναυπηγούμενου πλοίου είναι ο κατασκευαστής ή ο παραγγελιοδότης του. Αυτή η διαφωνία διαφυλάχθηκε από τον Κ.Ι.Ν.Δ., καθώς υπέβαλε τη σύμβαση ναυπήγησης πλοίου στις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα για τη μίσθωση έργου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αντάπασης Αντώνης, Αθανασίου Λία, με τη συνεργασία: Αντάπασης Μιχάλης, Κωνσταντινίδης Μανόλης, Ναυτικό Δίκαιο, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020