Του Δημήτρη Τσέλικα,
Παλιά, πολύ παλιά, στα πανάρχαια χρόνια, στην Αρκαδία ζούσε ο Πελασγός. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Πελασγός αναδύθηκε από τη γη και έγινε έτσι ο γενάρχης των ανθρώπων – εξάλλου όλοι οι Έλληνες θεωρούσαν ότι είναι αυτόχθονες και τους Πελασγούς ως γνήσιους προγόνους τους. Οι Αρκάδες, μάλιστα, λέγονταν και Προσέληνοι, δηλαδή ότι ήταν τόσο αρχαίοι που γεννήθηκαν πριν την Σελήνη. Ο Πελασγός συγκέντρωσε τους άγριους εντόπιους που ζούσαν διεσπαρμένοι και χωρίς οικήματα (ζούσαν σε σπηλιές), τους έμαθε να φτιάχνουν καλύβες, χιτώνες από δέρμα χοίρου και να τρώνε βελανίδια, αφού μέχρι τότε έτρωγαν χόρτα, φύλλα και άλλα παρόμοια που ήταν πολλές φορές δηλητηριώδη και επιβλαβή.
Ο Πελασγός, λοιπόν, είχε γιο τον Λυκάονα, ο οποίος έγινε ο πρώτος βασιλιάς των Αρκάδων. Ο Λυκάων ήταν ένας πολύ δίκαιος και άξιος βασιλιάς. Ίδρυσε την πόλη Λυκόσουρα, στο Λύκαιο όρος, η οποία ήταν και η πρωτεύουσα του κράτους του. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν η ιερότερη πόλη της Αρκαδίας και η παλαιότερη πόλη στον κόσμο, η πρώτη πόλη που είδε ο ήλιος («ἀνωτέρω δὲ ὀλίγον τείχους τε περίβολος τῆς Λυκοσούρας ἐστὶ καὶ οἰκήτορες ἔνεισιν οὐ πολλοί. πόλεων δέ, ὁπόσας ἐπὶ τῇ ἠπείρῳ ἔδειξε γῆ καὶ ἐν νήσοις, Λυκόσουρά ἐστι πρεσβυτάτη, καὶ ταύτην εἶδεν ὁ ἥλιος πρώτην· ἀπὸ ταύτης δὲ οἱ λοιποὶ ποιεῖσθαι πόλεις μεμαθήκασιν ἄνθρωποι»). Γυναίκα του ήταν η Νώνακρις, και συνολικά είχε 3 κόρες και 50 γιους, οι οποίοι εποίκησαν όλη την Αρκαδία και ίδρυσαν πόλεις στις οποίες έδωσαν τα ονόματά τους.
Όπως διασώζει ο Παυσανίας, τα ονόματα των παιδιών του Λυκάονα ήταν τα εξής: Καλλιστώ, Δία, Ψωφίς, Νύκτιμος, Οίνιρος, Μελανεύς, Θεσπρωτός, Έλιξ, Πευκέτιος, Καύκων, Μηκιστεύς, Οπλεύς, Μακαρεύς, Μάκεδνος, Όρος, Πόλιχος, Ακόντης, Ευπίμων, Αγκύνωρ, Αρχεβάτης, Καρτέρων, Αιγαίων, Πάλλας, Εύμων, Κάνηθος, Πρόθοος, Λίνος, Καρέθων, Μαίναλος, Τηλεβόας, Φύσιος, Φάσσος, Φθίος, Αλίφηρος, Γενέτωρ, Βουκολίων, Σωκλεύς, Φινεύς, Ευμήτης, Αρπαλεύς, Πορθεύς, Πλάτων, Αίμων, Κύναιθος, Λέων, Αρπάλυκος, Ηραιεύς, Τιτάν, Μαντίνους, Κλείτωρ, Στύμφαλος, Ορχομενός, Ακόντης. Λάτρευε και τιμούσε περισσότερο από κάθε άλλον τον Δία. Οικοδόμησε μεγάλο ναό προς τιμήν του Λυκαίου Διός και καθιέρωσε αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του, τα Λύκαια (που μετέπειτα εξελίχθηκαν στα Παναθήναια). Έλληνες από ολόκληρη τη χώρα συνέρρεαν στη Λυκόσουρα για να συμμετάσχουν και να παρακολουθήσουν τους αγώνες αυτούς.
Κάποια χρονιά, ο ίδιος ο Δίας θέλησε να κατέβει στη γη και να παρακολουθήσει από κοντά τους αγώνες που γίνονταν προς τιμήν του ιδίοις όμμασι. Μεταμορφωμένος σε θνητό οδοιπόρο, λοιπόν, κατέβηκε στη Λυκόσουρα και ζητούσε φιλοξενία από τους κατοίκους της. Επειδή, όμως, εκείνη την εποχή τα ήθη είχαν αλλάξει και οι άνθρωποι είχαν απωλέσει τις αξίες τους (το λεγόμενο χάλκινο γένος του Ησιόδου), κανείς δεν δεχόταν τον οδοιπόρο – Δία σπίτι του, ακόμα και μετά από επίκληση στον Ξένιο Δία, τον προστάτη της φιλοξενίας. Πήγε, τότε, στο παλάτι του Λυκάονα και ζήτησε φιλοξενία από τον ίδιο τον βασιλιά. Αυτός αρνήθηκε το αίτημα του ξένου και τον αγρίεψε, λέγοντάς του να φύγει και να πάει να μείνει στο δάσος. Θυμωμένος ο Δίας, άστραψε και προκάλεσε μια μεγάλη λάμψη μπροστά σε όλους.
Φοβισμένοι οι περισσότεροι, κατάλαβαν πως πρόκειται για κάποιον θεό και τον προσκύνησαν. Ο Λυκάων, όμως, έγινε ακόμα πιο έξαλλος και αποφάσισε να διαπιστώσει μόνος του αν ο ξένος ήταν όντως κάποιος θεός, προσκαλώντας τον σε γεύμα. Έκανε όμως μια πράξη φρικτή: έσφαξε ένα παιδί (ίσως δικό του, ίσως ξένο), ανακάτεψε το κρέας του με ζωικό, και τα σέρβιρε ανακατεμένα σε μια πιατέλα στον θεό. Ο Δίας όμως το κατάλαβε, και έγινε έξω φρενών. Έξαλλος, αναποδογύρισε το τραπέζι και με έναν κεραυνό κατέκαψε το παλάτι. Η οργή του όμως δεν είχε τελειώσει εκεί. Φώναξε στον Λυκάονα και στους γιους του «Τώρα να πάτε εσείς να μείνετε στο δάσος!», και τους μεταμόρφωσε αμέσως σε λύκους. Γρυλίζοντας και ουρλιάζοντας αυτοί, έτρεξαν έξω από το παλάτι και έφτασαν στο Λύκαιο Όρος. Από τότε, ο τόπος εκείνος ονομάστηκε Τραπεζούντα. Αυτός ήταν ο μύθος του Λυκάονα, που τόλμησε να κοροϊδέψει τον ίδιο τον Δία και για αυτήν του την ασέβεια μεταμορφώθηκε σε λύκο. Μετά τον Λυκάονα, βασίλευσε ο γιος του ο Νύκτιμος (ο μόνος που επέζησε της καταστροφής), και επί της δικής του βασιλείας έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, ίσως το 9.654 π.Χ. (σε συνέχεια του μύθου, ο κατακλυσμός έγινε από τον Δία για να εξαλείψει τελείως το χάλκινο γένος, αηδιασμένος από την ηθική κατάρρευση).
Ο μύθος του Λυκάονα είναι από τους πιο ενδιαφέροντες μύθους της ελληνικής μυθολογίας, αφού είναι παλαιότατος και κρύβει μέσα του πολλές κοσμολογικές και όχι μόνο αλήθειες. Φερ’ ειπείν, για την δικαιοσύνη του Λυκάονα, τον πρώτο βωμό που χτίστηκε ποτέ για τον Δία, και την απέχθεια των Ελλήνων προς τις ανθρωποθυσίες. Σίγουρα δεν φτάνει ένα μόνο άρθρο για την ανάλυσή του. Αξίζει να τον ερευνήσει ο καθένας μας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σταγειρίτης, Αθανάσιος (2015), Ωγυγία ή Αρχαιολογία, τόμος. Δ΄, Αθήνα: Εκδόσεις Διανόηση.
- Στεφανίδης, Μεν. (1997), Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, Αθήνα: Εκδόσεις Σίγμα.
- Λυκάων, greek-language.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Lykaon, theoi.com, Διαθέσιμο εδώ