Της Κατερίνας Ζευγίτη,
Παρά τις δραµατικές και ταχύτατες εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους τοµείς της σύγχρονης κοινωνίας, µία τουλάχιστον κοινωνική σχέση, παραμένει σχεδόν απαράλλαχτη στην εποχή μας: η σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα. Είναι γεγονός ότι παρόλο που διάφορα κινήματα έχουν αγωνιστεί για την αρμονία στην καθημερινότητα των γυναικών, εξακολουθούν να παρατηρούνται μέχρι και σήμερα μορφές αποκλεισμού που τις μεταφέρουν σε μια υποδεέστερη θέση σε σχέση με τον ανδρικό πληθυσμό. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, βλέπουμε ότι πραγματοποιήθηκε προσπάθεια μέσα από την εφαρμογή πολιτικών από τον Οργανισµό Ηνωµένων Εθνών, προκειμένου να ωθήσει µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών στην ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση των φύλων στους περισσότερους τοµείς. Για παράδειγµα, οι πρώτες διεκδικήσεις αφορούσαν τα πολιτικά καθήκοντα των γυναικών. Η Φινλανδία, μάλιστα, είναι η πρώτη χώρα που έδωσε ψήφο στις γυναίκες το 1906.
Στο συγκεκριμένο άρθρο, θα παρουσιάσουμε κάποιες εκφάνσεις που λαμβάνουν οι διακρίσεις εις βάρος των «αδυνάτων». Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι οι άνδρες και οι γυναίκες βρίσκονται πολύ συχνά αντιμέτωποι. Η σχέση, λοιπόν, που συνήθως διαμορφώνεται ανάμεσα τους, είναι αυτή που θέλει κυρίαρχο τον αφέντη και τη γυναίκα υποταγμένη, είτε λιγότερο είτε περισσότερο, μέσα από χιλιάδες μορφές ατομικής και κοινωνικής έκφρασης και μέσα από χιλιάδες καταστάσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και δεοντολογίας.
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο εργασιακό περιβάλλον —ιδίως σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα— οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ανισότητες αφού συχνά αποκλείονται από ανώτερες θέσεις, ενώ πολλές φορές λαμβάνουν και χαμηλότερες οικονομικές απολαβές. Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεώνουν τους οργανισμούς να προσλάβουν συγκεκριμένο αριθμό γυναικών, έχουν οδηγήσει σε μία εξισορρόπηση στην εργασία των δύο φύλων, δεν έχουν κατορθώσει να αντιμετωπίσουν τις προκαταλήψεις που ευνοούν σχεδόν αποκλειστικά την επαγγελματική εξέλιξη των ανδρών. Συνεχίζει, επίσης, να υπάρχει σε σημαντικό βαθμό η διάκριση των επαγγελμάτων σε «ανδρικά» και «γυναικεία», περιορίζοντας έτσι τις επαγγελματικές επιλογές των γυναικών και δυσκολεύοντας τη δυνατότητα ένταξης σε χώρους ανδροκρατούμενους.
Μία ακόμη πρακτική που αντανακλά τα αρνητικά στερεότυπα κατά των γυναικών, εντοπίζεται στο οικογενειακό μας περιβάλλον. Ποιος αναλαμβάνει άραγε την ανατροφή των παιδιών, καθώς και όλες τις οικιακές εργασίες; Η μητέρα, φυσικά! Και δυστυχώς, τις περισσότερες φορές δεν αναλογίζεται κανείς πόσο εξαιρετικά απαιτητική είναι η μέρα της, όταν είναι και εργαζόμενη χωρίς να λαμβάνει καμία βοήθεια, ούτε από τον σύζυγο, ούτε από την πολιτεία. Σχετικά με την περίπτωση που μία γυναίκα έχει αναλάβει να συντηρεί εντελώς μόνη την οικογένεια, χωρίς την ηθική και οικονομική στήριξη του πατέρα, η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά πιο δύσκολη, και φανερώνει την αδυναμία του κράτους να προστατεύσει επαρκώς τη μητρότητα. Φυσικά συχνό φαινόμενο αποτελούν και τα περιστατικά βίας —λεκτικής ή σωματικής—, τα οποία καθιστούν φανερή τη δυσκολία της κοινωνίας να μειώσει ή και να μηδενίσει το ενδεχόμενο κατάχρησης της σωματικής υπεροχής των ανδρών. Επομένως, η ελλιπής διαπαιδαγώγηση μαζί με τον φόβο καταγγελίας περιστατικών κακοποίησης, επιτρέπουν την ύπαρξη τέτοιων συμβάντων μέχρι και σήμερα.
Επιπλέον, αναφορικά με το τηλεοπτικό θέαμα, είναι φανερό ότι οι διαφημιστές εκμεταλλεύονται την απήχηση του γυναικείου σώματος στο κοινό των καταναλωτών, παρουσιάζοντας τις γυναίκες συχνά, είτε γυμνές είτε φορώντας αποκαλυπτικά ρούχα. Ενώ αντιστοίχως, προκειμένου να προωθήσουν ένα ακριβό άρωμα, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν την ίδια τακτική, αγνοώντας τις επιπτώσεις που μπορεί αυτή να έχει στις νεαρές καταναλώτριες. Δηλαδή, μέσω της συνεχούς προβολής του κοριτσίστικου σώματος ή καλύτερα μέσω της εξαιρετικά επεξεργασμένης παρουσίασής του, το αποτέλεσμα είναι αφενός να δημιουργείται η εντύπωση πως η αξία ενός ατόμου στηρίζεται στην ερωτικοποίηση του σώματός του, κι αφετέρου να προωθείται μια εξιδανικευμένη, μη ρεαλιστική εικόνα του σώματος. Άρα, η πλειονότητα των γυναικών είναι αναγκασμένη να βλέπει το φύλο της να εκπροσωπείται στη διαφήμιση ως αντικείμενο, σαν να μην υπάρχουν άλλα προτερήματα πάνω του.
Ακόμα, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, επίσης, από τη συμμετοχή της στην πολιτική. Αλλά εξαιτίας της άποψης που επικρατεί ότι μόνο ο άνδρας είναι ικανός να λαμβάνει ηγετικούς ρόλους στις εκάστοτε κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, υπάρχει μία μηδαμινή ή ελάχιστη συμμετοχή της στα πολιτικά δρώμενα. Ακόμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συμμετοχή της στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, είναι ασήμαντη, επειδή υπάρχει καχυποψία. Και βέβαια, η παρουσία της σε κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ανεπαρκής. Συμπερασματικά, οι θέσεις των προέδρων των δημόσιων επιχειρήσεων, του Ο.Τ.Ε, του Ο.Σ.Ε. ή της Δ.Ε.Η., «δεν προορίζονται για κοριτσάκια», όπως ακούμε σχεδόν πάντα.
Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί και παρά το γεγονός ότι το γυναικείο ζήτημα έχει σε σχέση με το παρελθόν σημειώσει αλματώδη επιτυχία, εντούτοις παρατηρούνται ορισμένες συμπεριφορές που δηλώνουν το χάσμα ανάμεσα στα δυο φύλα. Για αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να ληφθούν σημαντικά μέτρα σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, ώστε να εξαλειφθούν τέτοιου είδους παθογένειες.
Αρχικά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η εκπαίδευση επηρεάζει κατά κύριο λόγο τη συμπεριφορά των νέων. Ουσιαστικά, μέσω της ανθρωπιστικής παιδείας δύναται να αποκτήσουν βαθύ σεβασμό απέναντι στον συνάνθρωπο, να αποβάλλουν «ταπεινά ελατήρια», όπως την αλαζονεία και να καλλιεργήσουν αγνά συναισθήματα. Κατά συνέπεια, το ζητούμενο για τους φορείς της εκπαίδευσης, είναι να τους καλλιεργήσουν την εκτίμηση και τον σεβασμό προς κάθε άνθρωπο, ώστε να μην προβαίνουν σε διακρίσεις και στερεοτυπικές διαδικασίες.
Επιπροσθέτως, ενεργό ρόλο παίζει κι η ίδια η οικογένεια στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς ενός παιδιού. Για την ακρίβεια, οι γονείς μέσα από εποικοδομητικό διάλογο, καλούνται να δίνουν με το καθημερινό τους παράδειγμα την αίσθηση της ισότιμης κατανομής των διάφορων υποχρεώσεων στο σπίτι. Λόγου χάριν, μπορούν να φτιάχνουν ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα με την κατανομή των οικιακών εργασιών, για να μην μεγαλώνει το παιδί με την εντύπωση ότι η μητέρα ή η αδελφή του φέρει το μεγαλύτερο βάρος δουλειών μέσα στο σπίτι.
Επιπλέον, αποτελεί ευθύνη των μέσων ενημέρωσης να προβάλλουν κατάλληλα πρότυπα συμπεριφοράς και να μην θυσιάζουν στο βωμό του κέρδους τις ψυχές χιλιάδων καταναλωτών. Οφείλουν, για την ακρίβεια, να σέβονται τις γυναίκες και να μην εκμεταλλεύονται τα φυσικά τους χαρίσματα προκειμένου να πουλήσουν. Θα πρέπει, άλλωστε, να καταστεί σαφές πως οι σεξιστικές συμπεριφορές δεν είναι ανεκτές, προκειμένου να γίνει κατανοητό πως η ισότητα των γυναικών δεν γίνεται σεβαστή απλώς στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο πρακτικό.
Σε τελική ανάλυση, σημαντική ευθύνη έχουν και οι ίδιες οι γυναίκες, οι οποίες χρειάζεται να μην αποδέχονται υπερβολικά βιαστικές συμπεριφορές ή συμπεριφορές διακρίσεων που προκύπτουν με βάση το φύλο. Πέρα από αυτό, οφείλουν να υπερασπίζονται τις άλλες γυναίκες, και να μην ενισχύουν τις προκαταλήψεις που επιθυμούν να εξαλείψουν. Με άλλα λόγια, το να μιλήσει μία γυναίκα με υποτιμητικούς όρους για μία άλλη, είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το να το κάνει αυτό κάποιος άνδρας, καθώς υποβαθμίζει τις τεράστιες προσπάθειες που έχουν πραγματοποιηθεί για την επίτευξη της ισότητας των δύο φύλων.
Εν κατακλείδι, το γυναικείο φύλο είναι διαφορετικό από το ανδρικό. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι και κατώτερο. Αντιθέτως, η γυναίκα μπορεί να «εμπλουτίσει» τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή. Βέβαια, χρειάζεται αγώνας διαρκής ώστε τα δύο φύλα να μπορέσουν να συνυπάρξουν, να δημιουργήσουν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Έκθεση Β’ Λυκείου: Ισότητα των δύο φύλων, latistor.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ
- Αθανασιάδου, Χ. (2002), Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής (Ενότητα: Η κοινωνική θέση της γυναίκας), Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, διαθέσιμο εδώ