17 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΣυνεντεύξειςΝίκος Μαραντζίδης: «Αν θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι, η κυβέρνηση συνεργασίας είναι το...

Νίκος Μαραντζίδης: «Αν θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι, η κυβέρνηση συνεργασίας είναι το μέλλον»


Μιλάει στο OffLine Post,

Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή είναι μεγάλη, καθώς την υπογραφή του φέρουν αυτοτελείς εκδόσεις, άρθρα σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά, ενώ έχει μεταφράσει και επιμεληθεί αρκετές ακόμα εκδόσεις.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο OffLine Post αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαΐου και την ιδιαιτερότητά της λόγω του συστήματος της Απλής Αναλογικής, στα πιθανά σενάρια την επόμενη μέρα των εκλογών, αλλά και στο πόνημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια και τιτλοφορείται Στη σκιά του Στάλιν.

  • Κύριε καθηγητά, πείτε μας, γιατί οι εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 κρίνονται τόσο σημαντικές και από κάποιους αναλυτές χαρακτηρίζονται ως «οι σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών»;

Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση υπάρχει μια τάση να λέγεται πως είναι οι «σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών». Για τις συγκεκριμένες υπάρχουν κάποιοι λόγοι που τις καθιστούν σημαντικές, αλλά δεν θα έλεγα ότι είναι οι σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών. Έχουν κάποια χαρακτηριστικά που σχετίζονται, κυρίως, με το γεγονός ότι διεξάγονται με απλή αναλογική, που σημαίνει ότι θέτουν συνθήκες διαμόρφωσης Κυβερνήσεων συνεργασίας ή αλλιώς επαναληπτικών εκλογών, αν δεν υπάρξει μια Κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές.

Άλλο στοιχείο είναι ότι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει την παγίωση μιας πολιτικής ηγεμονίας, που φαινόταν διαμορφωμένη μέχρι τουλάχιστον την τραγωδία των Τεμπών. Το συμβάν αυτό είχε πολιτικές συνέπειες που λειτούργησαν αποσταθεροποιητικά για την Κυβέρνηση και την εικόνα του Πρωθυπουργού. Άρα, με αυτή την έννοια έθεσαν εν αμφιβόλω αυτήν την ηγεμονία. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι αυτές οι εκλογές θα δοκιμάσουν την αντοχή του κομματικού συστήματος, τον βαθμό πολιτικής ηγεμονίας του Μητσοτάκη και της Κυβέρνησής του, και τέλος τη δυνατότητα διαμόρφωσης συνεργασιών και συμμαχιών, που θα έχουν έναν χαρακτήρα που θα μας παραπέμπει σε μια πιο ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Πηγή εικόνας: iefimerida.gr
  • Πώς θα χαρακτηρίζατε το πολιτικό κλίμα που επικρατεί; Είναι τοξικό όσο κατά τις πρώτες «μνημονιακές» εκλογές της 6ης Μαΐου 2012;

Όχι, νομίζω πως υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά. Το 2012 ήταν εκλογές πλήρους κατάρρευσης του κομματικού συστήματος, γεγονός που είχε διαφανεί τους προηγούμενους μήνες, όταν μαζικά διαγράφονταν ή αποχωρούσαν βουλευτές των κομμάτων που είχαν στο παρελθόν τη διακυβέρνηση της χώρας, δηλαδή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πρωτίστως, στη συνέχεια αποχωρούσαν βουλευτές ακόμα και άλλων κομμάτων, δηλαδή του ΛΑΟΣ. Βρισκόμασταν σε μια περίοδο εξαιρετικά ασταθή και αυτό οφειλόταν σε μια τεράστια οικονομική κρίση, η οποία ήταν ταυτισμένη με τη χρεοκοπία και τις συνθήκες αβεβαιότητας για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες. Σήμερα δεν είμαστε εκεί. Το κεφάλαιο «Μνημόνια», ουσιαστικά, έκλεισε το 2019, η οικονομία είναι σαφώς σε καλύτερη θέση σε σχέση με το 2012 και, κατ’ επέκταση, παρά την κλασική οξύτητα που έχει η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, το πολιτικό κλίμα δεν είναι πρόβλημα.

Πρόβλημα, αντίθετα, θα έβρισκα στη λειτουργία του κράτους δικαίου, της ενημέρωσης και της ανεξαρτησίας των θεσμών. Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη χώρα είναι εξαιρετικά προβληματικό και είναι κάτι που έχουν εντοπίσει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τις επιτροπές του, δηλαδή ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχουμε δείγματα υποβάθμισης της Δημοκρατίας, να το πω επιεικώς. Και αυτή η υποβάθμιση της Δημοκρατίας είναι εξαιρετικά ανησυχητική, γιατί στην πραγματικότητα είναι υποβάθμιση δικαιωμάτων, υποβάθμιση του φιλελεύθερου πλαισίου λειτουργίας της Δημοκρατίας στη χώρα μας και, επίσης, γιατί όταν αυτή η πορεία ξεκινάει και δεν σταματά εγκαίρως, οδηγούμαστε σε μία πορεία αυταρχισμού, που δεν επηρεάζει μόνο τους δημοκρατικούς θεσμούς και τη λειτουργία τους, αλλά θα επηρεάσει κάθε όψη της λειτουργίας της χώρας και της οικονομίας.

  • Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα λάθη που κάνουν κατά την προεκλογική εκστρατεία ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, και ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας;

Δεν θα έλεγα ότι κάνουν λάθη, γιατί σε μία προεκλογική εκστρατεία χαράσσονται στρατηγικές διαμορφωμένες στις μακροπρόθεσμες πραγματικότητες και με αυτή την έννοια, αυτό που θα αποτιμηθεί είναι το κατά πόσο οι στρατηγικές των κομμάτων απέδωσαν. Να πω, καταρχάς, πως ανήκω σε αυτούς που δεν πιστεύουν υπερβολικά, τουλάχιστον, στην πολύ μεγάλη σημασία των προεκλογικών περιόδων. Καταλαβαίνω πως υπάρχουν επαγγέλματα –διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, δημοσκόποι– που συνδέονται με την προεκλογική περίοδο και έχουν την τάση να δίνουν πολύ μεγάλη σημασία. Αυτοί πιστεύουν πολύ στη δύναμη της τεχνικής, στα tricks με την έννοια ότι «θα κάνουμε κάτι τον τελευταίο μήνα και αυτό θα μας αποδώσει». Δεν έχω αντίρρηση ότι οι καμπάνιες έχουν τη σημασία τους, δεν είμαι από αυτούς, όμως, που υποστηρίζουν ότι οι καμπάνιες ξεκινούν από το μηδέν. Αντίθετα, διαμορφώνονται οι συνθήκες από καιρό και προσδιορίζουν τα όρια μιας στρατηγικής.

Σε αυτήν την καμπάνια έχουμε διαφορετικές στρατηγικές που αποτυπώνονται στα συνθήματα. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι το σύνθημα «να μη γυρίσουμε πίσω». Η τακτική «όποια λάθη και αν κάναμε – οι άλλοι ήταν χειρότεροι» είναι μια πάγια τακτική των Κυβερνήσεων να συγκρίνονται με αυτό που θεωρούν ως χειρότερο και όχι με τις προσδοκίες που καλλιέργησαν, γιατί όταν συγκριθείς με τις προσδοκίες, μάλλον χάνεις. Οπότε η ιδέα είναι «εντάξει κάναμε και λάθη, δεν τα πήγαμε και πολύ καλά, αλλά στην πραγματικότητα άμα έρθουν οι άλλοι θα είναι χειρότερα».

Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, η στρατηγική της μείζονος αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, εστιάζει κυρίως στην ανάδειξη του γιατί οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τη ΝΔ αποδείχθηκαν φενάκη και, βεβαίως, επικεντρώνεται σε θέματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη. Φυσικά, το ζήτημα του δυστυχήματος στα Τέμπη είναι κεντρικό θέμα, ακολουθούν η αποτελεσματικότητα της κρατικής διοίκησης, οι δημόσιες επενδύσεις, πόσο η Κυβέρνηση αυτή πιστεύει πραγματικά στον δημόσιο τομέα. Ένα δεύτερο μεγάλο θέμα είναι η ακρίβεια και ο πληθωρισμός, θέλοντας να υπογραμμίσει τις κυβερνητικές αδυναμίες, ενώ η Κυβέρνηση προσπαθεί να δείξει ότι είναι ένα φαινόμενο διεθνές, που δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Τέλος, υπάρχει κάτι το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ότι επιχειρείται ταυτόχρονα μια μετακίνηση προς το κέντρο μέσα από διάφορους υποψήφιους που έχουν επιλεχθεί, είτε από την κεντροαριστερά είτε ακόμα και από ανθρώπους πιο ταυτισμένους με τη ΝΔ, με ένα «καραμανλικό» παρελθόν, όπως με την περίπτωση του κυρίου Αντώναρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να δείξει ότι είναι ένα κόμμα πιο τοποθετημένο στο κέντρο, προς την κεντροαριστερά και εκεί θέλει να διαγωνιστεί με τη ΝΔ, πράγμα που θα έλεγα ότι δίνει χώρο για εκμετάλλευση αυτής της μετακίνησης του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο από αριστερά κόμματα, όπως το ΚΚΕ έτσι το ΜέΡΑ 25, που επιχειρούν να δείξουν ότι η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν μεγάλες διαφορές, έτσι επιχειρούν να αναδείξουν μια εικόνα αριστερού αντισυστημικού κόμματος.

Βέβαια, υπάρχει η ιδιομορφία του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ που βρίσκεται στη μέση των δύο μεγάλων κομμάτων και εμφανίζει αμήχανη στάση κυρίως ως προς το θέμα της κυβερνησιμότητας, στη δυνατότητα, δηλαδή, να σχηματιστεί Κυβέρνηση. Μοιάζει αμήχανο στο να διατυπώσει τους όρους μιας κυβερνητικής συνεργασίας, είτε στην εκδοχή που θα είναι η ΝΔ πρώτο κόμμα είτε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πηγή εικόνας: thetoc.gr
  • Πώς κρίνετε τη δήλωση του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, για Πρωθυπουργό κάποιο τρίτο πρόσωπο; Είναι όντως εφικτό, ρεαλιστικά μιλώντας, να πραγματοποιηθεί αυτό το σενάριο; Επίσης, σενάριο «Κυβέρνησης ηττημένων» και δη «προοδευτικής διακυβέρνησης» θα μπορούσε να υπάρξει, εάν π.χ. κόμματα αυτής λάβουν περί το 46-48% του εκλογικού σώματος;

Οι εκλογές δεν είναι Eurovision ή Ολυμπιακοί Αγώνες, να λέμε δηλαδή πως νικητής είναι αυτός που πήρε την πρώτη θέση ή το πρώτο μετάλλιο. Από τις εκλογές εκλέγονται οι αντιπρόσωποι του λαού στο Κοινοβούλιο και αυτοί προσέρχονται για να σχηματιστεί μια Κυβέρνηση, η οποία πρέπει να διαθέτει την ψήφο εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου, δηλαδή 151 βουλευτές. Το πώς θα σχηματιστεί αφορά τις συνθήκες διαμόρφωσης των συνεργασιών.

Στο παρελθόν είχαμε Κυβερνήσεις συνεργασίας. Το 1989 είχαμε μια τρικομματική εκδοχή, η οποία ουσιαστικά περιείχε τότε όλα τα κόμματα στη Βουλή (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός), το 2011 είχαμε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ, έναν χρόνο αργότερα είχαμε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και πιο πρόσφατα μια εκδοχή δύο κομμάτων, το 2015 ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.

Γιατί το λέω αυτό; Γιατί οι Κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως βλέπουμε και στην Ευρώπη, κρίνονται από τις προγραμματικές συμφωνίες, άρα το τι θέλουν να κάνουν, και βεβαίως, για να προκύψει μια τέτοια Κυβέρνηση συνεργασίας, αυτό που έχει σημασία είναι να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή. Άρα, η ιδέα Κυβέρνησης «ηττημένων» επικοινωνιακά είναι πολύ έξυπνη, αλλά επί της ουσίας δεν καταλαβαίνω τι θα πει. Εξάλλου μια Κυβέρνηση που έχει 35%, υποστηριζόμενη από ένα κόμμα, είναι Κυβέρνηση νικητών και μια Κυβέρνηση που έχει 48%, αν υποστηρίζεται από 2 ή 3 κόμματα είναι Κυβέρνηση ηττημένων; Προφανώς, είναι αστείο να το συζητάμε. Υπό μία έννοια, όσο μεγαλύτερο είναι το εύρος μιας Κυβέρνησης, το εύρος, δηλαδή, των υποστηρικτών της Κυβέρνησης, εφόσον αυτοί συμφωνούν σε ένα προγραμματικό πλαίσιο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός συναίνεσης απέναντι στην Κυβέρνηση. Άλλο πράγμα είναι να έχεις μια Κυβέρνηση μειοψηφίας στην κοινωνία της τάξης του 30-35% και άλλο είναι να έχεις μια Κυβέρνηση που έχει την αποδοχή του 50%.

Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Στην Ευρώπη υπάρχουν διάφορες πρακτικές με τις οποίες μπορούμε να έχουμε Πρωθυπουργό σε μια Κυβέρνηση συνεργασίας, γιατί εάν είναι αυτοδύναμη η Κυβέρνηση, εννοείται πως Πρωθυπουργός θα είναι ο αρχηγός του κόμματος που έχει την αυτοδυναμία στη Βουλή. Τι γίνεται όταν έχουμε Κυβέρνηση συνεργασίας; Υπάρχουν διαφορετικές παραδόσεις. Υπάρχει το «γερμανικό μοντέλο», που σχηματικά συναντάται στη Γερμανία, που Καγκελάριος είναι ο αρχηγός του πρώτου κόμματος της συμμαχίας. Υπάρχουν και άλλες παραδόσεις, που Πρωθυπουργός μπορεί να είναι ένα τρίτο πρόσωπο, κάτι που το δικό μας Σύνταγμα το επιτρέπει. Είτε από κάποιο κόμμα, όπως συνέβη το 1989 με τον Τζαννετάκη, είτε μπορεί να είναι Πρωθυπουργός κάποιος τεχνοκράτης, όπως στην περίπτωση Παπαδήμου το 2011.

Αν τώρα πρέπει να κρίνω αξιολογικά από την εμπειρία μας στην Ελλάδα, επειδή το σύστημα είναι πρωθυπουργο–κεντρικό, ο Πρωθυπουργός που είναι ταυτόχρονα αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος δείχνει να έχει μεγαλύτερο λειτουργικό ρόλο από αυτόν που η αρχιτεκτονική του δικού μας συστήματος δείχνει. Σαφέστερα, αυτός που πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις στην Κυβέρνηση είναι ταυτόχρονα και ο πιο ισχυρός άνθρωπος στο κόμμα. Άρα, δεν εμφανίζεται κάποια δυαρχία, που μερικές φορές είναι δυσλειτουργική και καταλήγουμε να έχουμε ενίοτε μια «μαριονέτα», έναν Πρωθυπουργό, δηλαδή, που περιμένει σε κάθε απόφαση να του πουν οι αρχηγοί τι να κάνει.

Άρα, για να πάω στο κρίσιμο, θα μπορούσα να δω μια Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό κανέναν από τους αρχηγούς των κομμάτων; Θα μπορούσα. Θα μπορούσα να δω Κυβέρνηση συνεργασίας με Πρωθυπουργό αρχηγό από τα κόμματα; Ναι. Ο μόνος μου σκεπτικισμός αφορά την περίπτωση μιας Κυβέρνησης μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, με Πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, γιατί κατά τη διάρκεια της θητείας του και έχοντας υπό την ευθύνη του την ΕΥΠ, παρακολουθείτο ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι ένα μείζονος σημασίας σκάνδαλο. Δεν είναι ένα πράγμα που μπορεί να ξεπεραστεί, δεν σβήνονται αυτά από τις εκλογές. Αυτό βρίσκεται σε μια διαδικασία νομικής διερεύνησης. Η Δικαιοσύνη λέει ότι διερευνά και από τη στιγμή που η Δικαιοσύνη διερευνά, σημαίνει πως είναι ανοιχτή έρευνα και σε επίπεδο του Πρωθυπουργό. Με αυτή την έννοια, μου μοιάζει προβληματικό να δω μια Κυβέρνηση, που Πρωθυπουργός θα είναι αυτός που έχει την πολιτική ευθύνη για την παρακολούθηση του άλλου πολιτικού αρχηγού που συμμετέχει στην Κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτό θα δημιουργούσε σε πολλούς ανθρώπους την αίσθηση για το είδος της πολιτικής συμφωνίας. Αυτή μήπως είναι μια συμφωνία που έχει στοιχεία κάποιας πολιτικής συναλλαγής που δεν αφορά προγράμματα, αλλά αφορά καταστάσεις άλλες; Δεύτερον, ο Ανδρουλάκης είπε ότι θα βάλει θέμα εξεταστικής επιτροπής για αυτό το θέμα στην επόμενη Βουλή. Ναι, αλλά πώς μπορεί να βάλει θέμα εξεταστικής επιτροπής σε μια Κυβέρνηση, στην οποία Πρωθυπουργός θα είναι ένας από τους ανθρώπους που πρέπει να εξεταστούν, αφού έχει την πολιτική ευθύνη;

  • Πιστεύετε πως η απλή αναλογική, το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα διεξαχθούν οι εκλογές της 21ης Μαΐου, ταιριάζει σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η συνεργασία των κομμάτων αντικειμενικά δεν φθάνει στον ικανοποιητικό βαθμό στον οποίο βρίσκεται, για παράδειγμα, στις σκανδιναβικές χώρες ή στην Ολλανδία; Θα μπορούσε, εάν καθιερωνόταν η απλή αναλογική, να αλλάξει τη νοοτροπία στις πολιτικές «κάστες»;

Πιστεύω ότι αν θέλουμε να είμαστε ευρωπαϊκή χώρα, το σύστημα που ταιριάζει είναι το σύστημα της απλής αναλογικής ή εν πάση περιπτώσει μια εκδοχή αναλογικής, είτε είναι του γερμανικού μοντέλου είτε κάποιου άλλου μοντέλου. Αν θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι, η Κυβέρνηση συνεργασίας είναι το μέλλον, γιατί απλούστατα πια έχει τελειώσει στην Ελλάδα η εικόνα του παντοδύναμου Πρωθυπουργού «πατερούλη», ο οποίος με έναν αυταρχικό τρόπο αναλαμβάνει την ευθύνη των πραγμάτων. Για να στηριχτούμε και να προχωρήσουμε στο μέλλον χρειαζόμαστε Κυβερνήσεις συνεργασίας και πνεύμα συνεργασίας.

Εδώ να πω πως τα τελευταία 10 χρόνια και παραπάνω, από το 2011 και μετά, δεν ήταν αυτοδύναμες οι Κυβερνήσεις που έβγαλαν τη χώρα από την οικονομική κρίση, ήταν Κυβερνήσεις συνεργασίας. Μπορεί κανείς να μην συμφωνεί ούτε με τη μία ούτε με την άλλη, δηλαδή την Κυβέρνηση – Σαμαρά Βενιζέλου ή την Κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, όμως σε αυτό που συμφωνούμε είναι ότι αυτές οι Κυβερνήσεις υπήρξαν σταθερές και, παρά τα λάθη και τα προβλήματά τους, φτάσαμε στο τέλος της εποχής των μνημονίων.

Πηγή εικόνας: news247.gr Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ / EUROKINISSI
  • Η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αυτή, δηλαδή, που πιθανόν να πραγματοποιηθεί με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, θα είναι πιο σημαντική; Υπάρχει η περίπτωση να δούμε ακόμα περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις όπως στη Βουλγαρία ή το Ισραήλ, έως ότου να σχηματιστεί αυτοδύναμη Κυβέρνηση;

Όσον αφορά τις δεύτερες εκλογές, πιο σημαντικές είναι οι πρώτες εκλογές. Οι δεύτερες θα δούμε εάν έρθουν. Δεν λέω ότι δεν είναι καθόλου πιθανό να έρθουν, αλλά νομίζω ότι είναι πολύ άσχημο για μια χώρα να μιλά για τις μεθεπόμενες εκλογές, ενώ δεν έχουν γίνει οι επόμενες. Δεν το έχω ξαναδεί σε καμία χώρα στην Ευρώπη. Πουθενά δεν συζητούν για τις μεθεπόμενες, όταν έχουν μπροστά τους τις επόμενες εκλογές και ο λόγος είναι ότι υποβαθμίζοντας τη σημασία των εκλογών που έχουμε μπροστά, στην πραγματικότητα υποβαθμίζουμε πάνω από όλα τη λειτουργία της Δημοκρατίας και αυτό θα έχει συνέπειες. Άρα, ανάλογα με το αν σχηματιστεί Κυβέρνηση από αυτές τις εκλογές και το πώς θα έχουν διαμορφωθεί οι όροι και οι συνθήκες, θα μπορούμε να μιλάμε και για άλλη εκλογική διαδικασία. Πιστεύω ότι οι δεύτερες εκλογές είναι αρκετές για να δώσουν μια Κυβέρνηση, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Άρα, δεν βλέπω τον κίνδυνο τρίτων εκλογών με την έννοια τουλάχιστον των συνεχόμενων εκλογών.

  • Θέλω να σας ρωτήσω, τέλος, κάτι πιο «δύσκολο». Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια πρόθεση εκδίκησης από μέρους των οπαδών του κόμματος Κασιδιάρη για ψήφο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να βγει αποδυναμωμένη, αν όχι ηττημένη, η ΝΔ, σε περίπτωση που ο Άρειος Πάγος κρίνει αντισυνταγματική την κάθοδο του ακροδεξιού μορφώματος στις εκλογές;

Δεν πιστεύω στους θρύλους περί της δύναμης του κόμματος Κασιδιάρη, δεν πιστεύω ότι είναι τόσο μεγάλο όσο μερικοί ανησυχούν. Προφανώς, πρόκειται για έναν κόσμο υπαρκτό. Ο κόσμος της άκρας δεξιάς στην εξτρεμιστική εκδοχή του δεν πιστεύω ότι έχει τόσο έντονο μέγεθος. Δεν γνωρίζω πού θα κατευθυνθεί. Αν έπρεπε να κάνω εκτίμηση και με βάση τις έρευνες που έχω δει, δεν πηγαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι κατευθύνσεις τους προς το παρόν είναι δύσκολα ανιχνεύσιμες, αφού ο κόσμος δεν τοποθετείται συχνά στις δημοσκοπήσεις και στις έρευνες κοινής γνώμης, ώστε να επιτρέπουν μια αξιόπιστη ανάλυση.

  • Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας Στη Σκιά του Στάλιν από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Πώς προέκυψε η ιδέα και ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο αυτό;

Πρόκειται για ένα θέμα με το οποίο ασχολούμαι πολλά χρόνια, με τη μελέτη, δηλαδή, αυτού που ονομάστηκε «παγκόσμιος κομμουνισμός» ή «διεθνής κομμουνισμός». Το αντικείμενό μου είναι τα πολιτικά κόμματα. Γι’ αυτό το θέμα συγκέντρωνα 15 χρόνια αρχειακό υλικό, που προέκυψε από μια σειρά από ερευνητικά projects που με οδήγησαν σε μια βασική σκέψη: ότι για να μπορεί να καταλάβει κανείς την ιστορία ενός κομμουνιστικού κόμματος, είναι απολύτως απαραίτητο να καταλάβει τη διεθνή του παρουσία, τα δίκτυά του, τις διασυνδέσεις του, τις σχέσεις των στελεχών της ηγεσίας με τα άλλα κόμματα του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος. Με αυτήν την έννοια, δεν είναι η ιστορία ενός κόμματος, είναι η ιστορία ενός διεθνούς φαινομένου από την οπτική μιας χώρας, από την οπτική ενός κόμματος. Είναι η ιστορία του διεθνούς κομμουνισμού από την οπτική, όπως θα έλεγα, της νότιο-ευρωπαϊκής, της νότιο-ανατολικό ευρωπαϊκής νοοτροπίας.

Ευχαριστούμε τον κύριο Μαραντζίδη για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ