Toυ Χρήστου Πεξομάτη,
Στην επικαιρότητα, η αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα συχνό φαινόμενο και είναι λογικό, αφού είμαστε μέρος της. Εφόσον, λοιπόν, βρισκόμαστε σε αυτήν, είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να αποκτήσουμε μία ιδέα για τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί. Η χώρα μας αποτελεί κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1981. Είμαστε, λοιπόν, μέρος της εδώ και αρκετό καιρό, από την περίοδο που ονομαζόταν Ε.Ο.Κ. Όπως σε κάθε διεθνή οργανισμό, έτσι και στην Ε.Ε., κάθε κράτος-μέλος εισέρχεται εκούσια και αναλαμβάνει κάποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ταυτόχρονα, όμως, με αυτές τις υποχρεώσεις, απολαμβάνει και συγκεκριμένα προνόμια. Η ελεύθερη εσωτερική αγορά, η ενιαία εμπορική εξωτερική πολιτική, η λεγόμενη ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το όλο και αυξανόμενο επίπεδο ενοποίησης και συνεργασίας μεταξύ των μελών της Ένωσης, είναι ένα μέρος μόνο των προνομίων, που απολαμβάνουμε ως κράτος-μέλος της Ε.Ε.
Παρά τη σημερινή μορφή, όμως, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο βαθμός της συνεργασίας στο πλαίσιό της δεν ήταν πάντα τόσο στενός. Άρα, πώς έγινε εφικτό μια κοινότητα κρατών, όπως η Ε.Ε., να επεκτείνει τόσο τις αρμοδιότητές της και τους θεσμούς της, ώστε, σήμερα, να έχει ουσιαστικά καταργήσει τα εσωτερικά σύνορα μεταξύ της και να έχει αναδειχθεί σε μία πολιτιστική, οικονομική και πολιτική κοινότητα; Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα βρίσκεται στις συμβάσεις που έχουν υπογράψει τα μέλη της Ε.Ο.Κ. και της Ε.Ε., στο πλαίσιο των νομοθετικών και εκτελεστικών θεσμών τους.
Η Ε.Ε., σε γενικές γραμμές, επιχειρεί να προσομοιάσει ένα εθνικό κράτος, αλλά σε διεθνές επίπεδο. Όπως, λοιπόν, τα κράτη έχουν τα Κοινοβούλιά τους, με εκλεγμένους από τον λαό αντιπροσώπους, για να καταθέτουν και να ψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι και η Ε.Ε. έχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επειδή, όμως, η νομοθετική εξουσία της Ένωσης έχει μερικές διαφορές από τον τρόπο λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας σε κρατικό επίπεδο, ας δούμε, πρώτα, τον τρόπο που ψηφίζονται νόμοι στην ελληνική πραγματικότητα, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές, τόσο οι ομοιότητες όσο και οι διαφορές μεταξύ των δύο.
Οι «νόμοι» στην ελληνική πραγματικότητα έχουν ουσιαστικά δύο τρόπους να κατατεθούν προς ψήφιση. Είτε ένα αρμόδιο υπουργείο θα καταθέσει ένα σχέδιο νόμου, είτε μια ομάδα βουλευτών θα καταθέσει μία πρόταση νόμου. Στη συνέχεια, θα γίνει δημόσια διαβούλευση, στην οποία όλοι οι πολίτες του ελληνικού κράτους έχουν δικαίωμα συμμετοχής και, αφού διαπιστωθεί ότι δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα, η πρόταση αυτή κατατίθεται προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων. Αν υπερψηφιστεί, προσυπογράφεται από τον/την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον αρμόδιο Υπουργό και δημοσιεύεται σε Φ.Ε.Κ. Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την άλλη, την πρόταση την καταθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αρμόδιοι θεσμοί για την ψήφιση ή την απόρριψή της είναι, όχι μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και το Συμβούλιο, το οποίο ονομάζεται και Συμβούλιο των Υπουργών.
Το Ε.Κ. αποτελείται από πολιτικές ομάδες, δηλαδή κόμματα. Τα κόμματα αυτά, προφανώς, απαρτίζονται από ευρωβουλευτές. Πιο συγκεκριμένα, οι κύριες κοινοβουλευτικές ομάδες του Κοινοβουλίου είναι 7. Οι ομάδες αυτές δεν συγκροτήθηκαν με βάση το κριτήριο της καταγωγής των μελών του ΕΚ, αλλά με βάση τις πολιτικές επιδιώξεις τους. Για την επίτευξη των στόχων του, το Κοινοβούλιο έχει 20 επιτροπές, όπου η κάθε μία έχει συγκεκριμένο πεδίο αρμοδιοτήτων.
Αυτές οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, ενδεικτικά, συγκροτούν αναφορές για τα προς ψήφιση κείμενα, οργανώνουν συναντήσεις με επιτροπές εμπειρογνωμόνων, καθώς και τις διερευνητικές συζητήσεις μαζί με το Συμβούλιο. Οι συζητήσεις αυτές είναι ζωτικές, γιατί το Κοινοβούλιο συννομοθετεί με το Συμβούλιο και, άρα, πρέπει να καταλήξουν από κοινού σε ένα ενιαίο κείμενο, πριν ψηφιστεί και γίνει δεσμευτικό έγγραφο. Αφού εξεταστούν οι προτάσεις της επιτροπής, έπειτα κατατίθενται προς ψήφιση στην ολομέλεια. Εκεί, οι ευρωβουλευτές μπορούν να προτείνουν τροποποιήσεις και να υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν την εκάστοτε πρόταση.
Ταυτόχρονα με τις διαδικασίες του Κοινοβουλίου, η πρόταση κατατίθεται και προς το Συμβούλιο. Η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών είναι ότι τα μέλη του Ε.Κ. ψηφίζονται απευθείας από τους πολίτες των κρατών-μελών της Ε.Ε., μέσω ευρωεκλογών, οι οποίες γίνονται ανά πέντε έτη. Μάλιστα, οι επόμενες ευρωεκλογές αναμένεται να λάβουν χώρα μέσα στην άνοιξη του 2024. Το Συμβούλιο, όμως, απαρτίζεται από υπουργικά μέλη των κρατών-μελών. Ενώ ο στόχος του Ε.Κ. είναι να προωθήσει τα συμφέροντα της ίδιας της Ε.Ε., τα οποία δεν ταυτίζονται απόλυτα με τα κράτη που την αποτελούν, ο στόχος του Συμβουλίου των Υπουργών είναι ακριβώς η προώθηση των εθνικών συμφερόντων.
Κάπως έτσι, μέσα από καθαρά διπλωματικές ενέργειες συνεργασίας, ψηφίζονται οι νομοθετικές πράξεις της Ε.Ε. Μερικές φορές, δεν γίνεται κατανοητός ο βαθμός στον οποίο αυτοί οι ευρωπαϊκοί θεσμοί επηρεάζουν τη ζωή μας καθημερινά. Οι ευρωπαϊκές συμβάσεις, όμως, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τόσο της καθημερινότητάς μας όσο και του δικαίου κάθε κράτους-μέλους. Αυτός είναι και ο λόγος, που η ενημέρωσή μας ως προς αυτό είναι σημαντική. Όπως, άλλωστε, είχε αναφέρει και ο Francis Bacon, «η γνώση είναι δύναμη».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- European Council – role and powers | European Union. (n.d.). European Union, διαθέσιμο εδώ
- Officer, F. R. (n.d.). European Parliament election 2024 – The Federal Returning Officer, διαθέσιμο εδώ
- European elections 2024 | European Parliament Multimedia Centre. (n.d.). European Parliament Multimedia Centre, διαθέσιμο εδώ
- Pliakos, A. (2018). Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2η έκδοση: Θεσμικό and Ουσιαστικό Δίκαιο
- Γεωργιάδης, Α. Σ. (2018). Τι είναι Δίκαιο: Η νομική επιστήμη για όλους