Της Δήμητρας Σταματάκη,
Η δημοκρατία βασίζεται στην εμπιστοσύνη. Την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες στους υποψήφιους πολιτικούς. Όταν οι εκλεγμένοι, τελικώς, βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπράττουν κάποιο παράπτωμα ή έγκλημα προστατεύονται –ως έναν βαθμό– από την ασυλία που τους παρέχεται. Οι τελευταίες, μάλιστα, εξελίξεις στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, που αφορούν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχουν προκαλέσει πολλά ερωτήματα, σχετικά με τα δικαιώματα που τους παρέχονται, όπως αυτό της βουλευτικής ασυλίας.
Η βουλευτική ασυλία, στην ουσία, εγγυάται πως τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν τη δυνατότητα να ασκούν υπό καθεστώς ελευθερίας την εντολή τους, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος έκθεσης σε αυθαίρετες πολιτικές διώξεις και δεν είναι προσωπικό προνόμιο ενός ευρωβουλευτή. Αποτελεί, έτσι, εγγύηση για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του Κοινοβουλίου στο σύνολό του. Ειδικότερα, από αυτό συνάγεται πως για τα παραπάνω μέλη δεν υπάρχει έρευνα, κράτηση ή δίωξη, σε περίπτωση που εξέφρασαν κάποια γνώμη ή ψήφο που τυχόν έδωσαν όταν ασκούσαν τα καθήκοντά τους.
Για την ασυλία ενός ευρωβουλευτή υπάρχουν δύο πτυχές. Η πρώτη αναφέρεται μέσα στην επικράτεια του κράτους και παρομοιάζεται με τις ασυλίες που έχουν τα μέλη, που ανήκουν στο Κοινοβούλιο μιας χώρας του. Η δεύτερη πτυχή βρίσκεται μέσα στην επικράτεια των κρατών-μελών και εξαιρείται από όποιο μέτρο αφορά την κράτηση και κάθε δικαστική δίωξη (Άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου αριθ. 7).
Όπως εξηγεί και ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, Giuseppe Gargani: «Η ασυλία δεν πρέπει να θεωρείται τρόπος ατιμωρησίας. Η ασυλία είναι η δυνατότητα που δίνουμε σε κάποιον να ασκήσει τα καθήκοντά του».
Είναι γεγονός ότι οι ευρωβουλευτές απολαμβάνουν ποικίλων μορφών ασυλίας. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του 1965, οι ευρωβουλευτές δεν μπορούν να συλληφθούν ή να προσαχθούν στη δικαιοσύνη για γνώμες που εξέφρασαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Βέβαια, πέρα από τις διατάξεις του πρωτοκόλλου, ο κάθε ευρωβουλευτής εξαρτάται από τον εκλογικό νόμο της χώρας, στην οποία εκλέχθηκε. Ένας ευρωβουλευτής, που εκλέχθηκε, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, έχει τα ίδια προνόμια με οποιονδήποτε άλλον Έλληνα βουλευτή.
Η ασυλία των ευρωβουλευτών ποικίλλει, ανάλογα τη χώρα την οποία αντιπροσωπεύει ο κάθε ευρωβουλευτής. Σε μερικές χώρες, για παράδειγμα, η ασυλία περιλαμβάνει μόνο την ελευθερία έκφρασης κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, ενώ σε άλλες είναι ισοδύναμη με την απαλλαγή και κάποιων κατηγοριών.
Η ασυλία που τους παρέχεται, δε σημαίνει ότι μπορούν να παραβιάζουν το νόμο ατιμώρητοι και ανενόχλητοι. Για παράδειγμα, εάν ένας ευρωβουλευτής πιαστεί επ’ αυτοφώρω ή έχει γίνει σχετική καταγγελία εις βάρος του, εάν κριθεί βαρύνουσας σημασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να άρει την ασυλία και ο ευρωβουλευτής θα προσαχθεί στη Δικαιοσύνη, θα δικαστεί και μπορεί, τελικώς, και να φυλακιστεί.
Τελικά, όμως, τι γίνεται με την έδρα των ευρωβουλευτών; Διατηρούν την έδρα τους, όταν χάνουν την βουλευτική ασυλία;
Η άρση της ασυλίας δεν ισοδυναμεί με καταδίκη του ευρωβουλευτή. Δίνεται απλώς η δυνατότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους του βουλευτή να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον του. Την έδρα, δηλαδή, τη διατηρεί κανονικά ο ευρωβουλευτής, ακόμη και αν αρθεί η ασυλία του. Ακόμη και αν ο ευρωβουλευτής κριθεί ένοχος και φυλακιστεί, ο εκλογικός νόμος της χώρας του είναι που καθορίζει το αν θα διατηρήσει την έδρα του ακόμη και αν χάσει την ασυλία του. Βέβαια, εμπειρικά, αυτό που συμβαίνει σε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος από ευρωβουλευτή είναι να χάνει αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του αδικήματος την έδρα του.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν η αρμόδια αρχή ζητήσει την άρση της ασυλίας ενός μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η αίτηση, αρχικά, ανακοινώνεται κατά τη διάρκεια Συνόλου Ολομέλειας και παραπέμπεται στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων. Η Επιτροπή, έπειτα, δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση της άρσης της ασυλίας. Μπορεί, επίσης, να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει λεπτομέρειες και πληροφορίες επί του θέματος, για το αν πρέπει η ασυλία να αρθεί ή να υποστηριχθεί. Στη συνέχεια, η Επιτροπή παρουσιάζει την έκθεση και τις συστάσεις της. Μετά, γίνεται συζήτηση κατά τη διάρκεια Συνόλου Ολομέλειας. Εκεί, ο κάθε ευρωβουλευτής εκφέρει τη γνώμη του με ψηφοφορία. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γνωστοποιεί την απόφαση της ολομέλειας στον εν λόγω ευρωβουλευτή και στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους που εκπροσωπεί.
Στόχος της ασυλίας των ευρωβουλευτών είναι να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τη γνώμη τους για το όφελος του κράτους που εκπροσωπούν χωρίς να φοβούνται. Στο τέλος, όμως, αυτό που υπερισχύει είναι ο κώδικας δεοντολογίας, που έχει θέσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τους ευρωβουλευτές. Όπως προβλέπεται και από τον Κώδικα Δεοντολογίας των ευρωβουλευτών σε θέματα οικονομικών συμφερόντων, στόχος είναι «να ακολουθούν και να σέβονται τις ακόλουθες γενικές αρχές δεοντολογίας: ανιδιοτέλεια, ακεραιότητα, διαφάνεια, επιμέλεια, τιμιότητα, υπευθυνότητα και σεβασμός για το κύρος του Κοινοβουλίου και να ενεργούν αποκλειστικά υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και να μη λαμβάνουν –ούτε επιδιώκουν να λάβουν– άμεσα ή έμμεσα οικονομικά οφέλη ή άλλη αμοιβή.»
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Κανονισμός, 8η Κοινοβουλευτική Περίοδος, Μάρτιος 2019, europarl.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Τι είναι η βουλευτική ασυλία;, europarl.europa.eu, διαθέσιμο εδώ