Του Βασίλη Παπαδήμου,
Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, όσον αφορά τον πολιτικό τομέα, τον κατακερματισμό της Ευρώπης σε μικρά φεουδαρχικά κρατίδια κατά τον Μεσαίωνα, ακολούθησε η σταδιακή ισχυροποίηση των μοναρχιών και η σταδιακή δημιουργία κρατικών οντοτήτων. Το φαινόμενο της ανάπτυξης ισχυρών δυναστειών με μονάρχες, οι οποίοι διέθεταν κύρος και είχαν τη δυνατότητα να συναγωνιστούν και τελικά να επικρατήσουν έναντι των ευγενών και των αυτόνομων ηγεμόνων, ονομάστηκε Απολυταρχία. Τέτοιες μοναρχίες αναπτύχθηκαν στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, τη Ρωσία και αργότερα στην Πρωσία. Οι μονάρχες είχαν κάθε λόγο να ευνοούν την υποχώρηση της φεουδαρχίας και την απελευθέρωση των αγροτών, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να τους φορολογήσουν και να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη για τα δημόσια ταμεία, επεκτείνοντας, παράλληλα, την εξουσία τους.
Την περίοδο ισχυροποίησης των μοναρχιών συγκροτήθηκαν καλύτερα οργανωμένες και αποτελεσματικότερες κρατικές – γραφειοκρατικές δομές, τις οποίες πολλές φορές στελέχωναν ευγενείς, ενώ, παράλληλα, σχηματίστηκαν ογκωδέστεροι και ισχυρότεροι στρατοί, οι οποίοι, σε συνδυασμό με την εμφάνιση στον ευρωπαϊκό χώρο της πυρίτιδας και τη χρήση της σε νέα όπλα, συμμετείχαν σε μεγάλους πολέμους, με την Ευρώπη να πληρώνει υψηλό φόρο αίματος. Τέλος, κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες οργανωμένες διπλωματικές αποστολές με ανταλλαγές πρεσβευτών μεταξύ κρατών.
Ακόμη ένα χαρακτηριστικό που καθόρισε την πορεία της Ευρώπης από τη μεσαιωνική στην πρώιμη νεότερη εποχή ήταν η διάσπαση της Καθολικής Εκκλησίας. Το 1517, ο αυγουστινιανός μοναχός Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε στον καθεδρικό ναό της Βυρτεμβέργης τις «95 θέσεις» του, με τις οποίες ασκούσε δριμεία κριτική στην Παπική Εκκλησία σχετικά με την πρακτική της πώλησης των συγχωροχαρτιών. Από εκείνο το χρονικό σημείο έμελλε να επέλθει ένα σχίσμα στον δυτικό χριστιανισμό, καθώς οι απόψεις του Λούθηρου είχαν ιδιαίτερη απήχηση, στη βόρεια Ευρώπη κυρίως όπου ο Προτεσταντισμός, όπως ονομάστηκε, εμφανίστηκε και με διάφορες παραλλαγές. Πάντως, το κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των προτεσταντικών ομολογιών ήταν η αμφισβήτηση ορισμένων πρακτικών της Καθολικής Εκκλησίας και η διάθεση να επιφέρουν μια αλλαγή, καθώς η διαφθορά και οι καταχρήσεις είχαν επικρατήσει στους κόλπους της.
Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως από τον 15ο αιώνα και ύστερα άρχισε να παρατηρείται μια αλλαγή σε όλους τους τομείς. Μετά τη φονική πανώλη τον 14ο αιώνα, ο πληθυσμός της Ευρώπης αναζωογονήθηκε και από τότε ακολούθησε αύξουσα πορεία. Την ίδια αναπτυξιακή πορεία ακολούθησε και ο χώρος του εμπορίου, μεγάλη ώθηση στον οποίο δόθηκε με τις ανακαλύψεις και την απλούστευση των μετακινήσεων. Η οικονομία της Ευρώπης βελτιωνόταν ολοένα και περισσότερο, το ίδιο και το βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων, οι οποίοι σταδιακά άρχισαν να χειραφετούνται από το φεουδαρχικό σύστημα και να αποκτούν την ανεξαρτησία τους, διαδικασία η οποία υποστηρίχθηκε από τους μονάρχες της δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι κατάφεραν να εδραιώσουν την εξουσία τους έναντι των τοπικών ηγεμόνων, καθώς φάνηκαν ικανότεροι στην οργάνωση των κρατών τους και κυρίως στη συλλογή φόρων.
Τέλος, στον χώρο των τεχνών και του πνεύματος η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός κατάφεραν να επαναφέρουν στο προσκήνιο τους αρχαίους συγγραφείς. Ωστόσο, άφησαν ανέγγιχτη τη χριστιανική πίστη, η οποία, όμως, επρόκειτο να διαιρεθεί με το προτεσταντικό σχίσμα, το οποίο προκάλεσε έναν από τους πιο αιματηρούς πολέμους που είχε έως τότε γνωρίσει η Ευρώπη, τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Merriman John, (2022), Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
- Roberta M. John, (2002), Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος Β΄, Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.