Της Αριάδνης – Παναγιώτας Φατσή,
“Ok Boomer!” Πρόκειται για μια φράση, που οι περισσότεροι –πλέον– λέμε ή ακούμε στην καθημερινότητα. Ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, ο συγγραφέας επιλέγει να ιντριγκάρει τους αναγνώστες με αυτή τη φράση από την καθημερινή ζωή, δίνοντας, παράλληλα, έναν σύγχρονο τόνο στο δοκίμιό του, το οποίο ενσωματώνει πολλά στοιχεία από την ποπ κουλτούρα της εποχής μας. Όπως εξηγεί σε συνέντευξή του σχετικά με το βιβλίο, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης έχει γεννηθεί το 1980, συνεπώς βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στις γενιές των baby boomers και των milennials, γι’ αυτό και θεωρεί ότι αυτή η φράση λειτουργεί αυτοσαρκαστικά για τον ίδιο, που αισθάνεται προοδευτικός σαν τις νεότερες γενιές, αλλά, βρίσκεται ηλικιακά κοντά και στις παλαιότερες.
Αυτή είναι μόνο η αρχή στο βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης: Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις, σε επιμέλεια της Κατερίνας Λαμπρινού. Πριν, όμως, αναλύσουμε το κεντρικό θέμα του βιβλίου, ας γνωρίσουμε καλύτερα τον συγγραφέα. Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και είναι διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου. Παράλληλα, είναι απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, ενώ ανήκει στη Γραμματεία Σύνταξης για το περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, είναι μέλος του ECPR Standing Group on Southern European Politics.
Η διαμάχη ανάμεσα στις γενιές, που πλέον, σύμφωνα με τον συγγραφέα, έχει περάσει σε ένα άλλο στάδιο από το γνωστό σε όλους μας «χάσμα γενεών» είναι μόνο μία από τις εκφάνσεις της προόδου έναντι της συντήρησης στο βιβλίο. Οι γενιές των milennials και της Gen Z έχουν μια έντονη αξιακή ευαισθητοποίηση και εκφράζουν συχνά την πρόοδο σε πολλά κοινωνικά ζητήματα, ενώ, παράλληλα, αποτελούν μια γενιά «αδικημένη», με πολλές ματαιωμένες προσδοκίες σε σχέση με τους boomers, καθώς ζουν σε μια κατάσταση επισφάλειας και γνωρίζουν ότι δύσκολα θα μπορέσουν να βιώσουν ποτέ τα επίπεδα ευημερίας άλλων γενεών.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες, ο συγγραφέας παρουσιάζει το βασικό του επιχείρημα. Αυτό δεν είναι άλλο από την κατάρριψη μιας αρκετά τετριμμένης θέσης, που ακούγεται στην πραγματικότητα, ότι, δηλαδή, πλέον δεν έχουν νόημα οι διακρίσεις, όπως Αριστερά-Δεξιά ή, αλλιώς, Πρόοδος και Συντήρηση. Όπως τονίζει ο ίδιος, στα πλαίσια μιας γενικότερης ευημερίας, ιδίως τη δεκαετία του 1990, τα δίπολα αυτά είχαν αρχίσει να θεωρούνται παρωχημένα, καθώς άρχισε να αναφύεται η ιδέα ότι σημαντικότερη πτυχή της πολιτικής διακυβέρνησης δεν ήταν η ιδεολογία, αλλά η αποτελεσματικότητα. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι μετά από πολλαπλές κρίσεις η αισιοδοξία εκείνης της περιόδου είναι παρελθόν, οδηγεί σήμερα σε μια ακόμη πιο επίκαιρη ανάγκη να υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε Πρόοδο και Συντήρηση (όρους που ο συγγραφέας επιλέγει έναντι του Αριστερά-Δεξιά, ώστε να αποφύγει τη φόρτιση που οι λέξεις αυτές φέρουν).
Ενδιαφέρον είναι ότι στα πλαίσια των παλαιότερων όρων Αριστερά-Δεξιά, ο συγγραφέας εξετάζει και τις σύγχρονες προεκτάσεις που λαμβάνει ο προοδευτικός και, αντίστοιχα, ο συντηρητικός πολιτικός λόγος, καθώς οι νεότερες γενιές είναι, κατά τη γνώμη του, πιο συνειδητοποιημένες και πιο έτοιμες να στηρίξουν αιτήματα που εντάσσονται στην άρση των ανισοτήτων, το intersectionality και τη διαμαρτυρία κατά του θεσμικού ρατσισμού, ενώ, στον αντίποδα, οι ριζοσπαστικοποιημένες συντηρητικές ιδεολογίες προσηλώνονται στις «παραδοσιακές αξίες», ακυρώνοντας κατά βάση την ανάγκη κοινωνικής συμπερίληψης και θεωρώντας ότι αυτή δεν αφορά τη ζωή του απλού ανθρώπου. Μια ιδιαίτερα γνωστή σε όλους έκφανση αυτού του διπόλου είναι η πολιτική ορθότητα, στην οποία ο συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη μνεία, παρουσιάζοντας το περιεχόμενο μιας έννοιας, που για άλλους μοιάζει απαραίτητη, ως στοιχειώδης ευγένεια στον κοινωνικό βίο και για άλλους θεωρείται ακόμα και παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης. Τέλος, ένα ακόμη ζήτημα που τίθεται είναι το αν η πολιτική εκπροσώπηση των νέων γενεών και των αιτημάτων τους θα μπορέσει να «περάσει» μέσα από το υπάρχον πολιτικό σκηνικό ή θα βρει νέους δρόμους για να εκφραστεί.
Παράλληλα, ο συγγραφέας θίγει το περιεχόμενο της λέξης «λαϊκισμός», επιθυμώντας να θέσει αυτήν σε μία πιο στέρεη θεωρητική βάση. Σύμφωνα με το επιχείρημά του, το να χαρακτηρίζει κανείς το οτιδήποτε ως λαϊκιστικό, τελικά, ακυρώνει την ίδια την έννοια, με αποτέλεσμα ο καθένας να μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για να υποτιμήσει τα επιχειρήματα των πολιτικών του αντιπάλων. Επ’ αυτού, η πρόταση του Μπαλαμπανίδη είναι να επιστρέψουμε σε έναν καθαρότερο ορισμό του λαϊκισμού, σύμφωνα με τον οποίο έτσι χαρακτηρίζεται το πολιτικό αυτό στιλ, το οποίο θέτει σε αντιπαράθεση τον «λαό» με κάποιο εχθρικό σώμα, είτε αυτό είναι κάποια «ελίτ», κάποιος «ξένος» ή κάποιοι «μεγάλοι».
Το δοκίμιο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη είναι ιδιαίτερα επίκαιρο και μπορεί να διαβαστεί όχι μόνο από πολιτικούς επιστήμονες, αλλά ακόμη και από μη γνώστες του αντικειμένου, καθώς, αφού εξοικειωθεί κανείς με κάποιες ορολογίες, μπορεί να παρακολουθήσει άνετα τα επιχειρήματα, που, άλλωστε, απαντούν και σε αρκετά βιώματα της καθημερινότητας. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, που, χωρίς διδακτικό τόνο, υπογραμμίζει τη σημασία της διάκρισης προόδου και συντηρητισμού, πάντα σύμφωνα με την παρουσία τους στη σύγχρονη ζωή.