Της Δανάης Χιόνου,
Βρισκόμαστε στο 313 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, Κωνσταντίνος, θεσπίζει το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Δεν πρόκειται για αναγωγή του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία, αλλά για την νομιμοποίηση της χριστιανικής Εκκλησίας και μιας μορφής ανεξιθρησκείας στην αυτοκρατορία. Μέχρι εκείνο το σημείο, έχουν πάρει μέρος τρεις μεγάλοι διωγμοί εναντίων των χριστιανών και άλλων θρησκειών που προωθούν την μονοδοξία σε αντιδιαστολή με το ρωμαϊκό πάνθεον όπου κάτι τέτοιο φαινόταν παράλογο. Ωστόσο, όσο περνούν οι αιώνες, φαίνεται μια γενικότερη τάση προς την μονοδοξία και από την πλευρά της Ρώμης, κάτι που εκφράζεται για πρώτη φορά με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Εμείς, όμως, θα ασχοληθούμε με μια διαφορετική ιστορία. Θα επικεντρωθούμε σε δύο γεγονότα που συγκλόνισαν τον αρχαίο κόσμο και όρισαν την μετάβαση από την ύστερη αρχαιότητα στον πρώιμο μεσαίωνα και τα βυζαντινά χρόνια στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Το 287 π.Χ., ο φαραώ Πτολεμαίος Σωτήρας χτίζει τον μεγαλύτερο ναό της Αλεξάνδρειας: το Σαραπείο. Ήταν αφιερωμένο σε μια υβριδική θεότητα, τον θεό Σέραπη, ο οποίος γνώρισε μεγάλη λατρεία στην συγκεκριμένη πόλη εξαιτίας του ελληνιστικού της υπόβαθρου. Ήταν ένα θαύμα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής και της τέχνης και αποτελούσε παράρτημα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ένα μεγάλο κομμάτι της βιβλιοθήκης είχε μεταφερθεί εκεί, ύστερα από διάφορες καταστροφές, με την λογική ότι θα ήταν πιο ασφαλής εκεί εξαιτίας του ναού. Ήταν το μεγαλύτερο Σαραπείο του κόσμου και δέσποζε στον λόφο της Ρακώτιδας, σύμφωνα με τον Στράβωνα. Σήμερα μόνο ερείπια υπάρχουν σε εκείνο το σημείο και ό,τι γνωρίζουμε για τον ναό είναι από πηγές. Η Αλεξάνδρεια, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, υπήρξε κομβικό σημείο για τις εξελίξεις μεταξύ χριστιανών και εθνικών ή όπως τους αποκαλούσαν οι χριστιανοί, παγανιστών, ένας υποτιμητικός όρος που υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Η χριστιανική θρησκεία στα πρώτα βήματα της ήταν βίαιη, μονόδοξη και ολοκληρωτική. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προώθησε τα συμφέροντα της Εκκλησίας, δίνοντας μεγάλη δύναμη στην εκκλησιαστική ελίτ, κάτι που και ο ίδιος αναγνώρισε ως λάθος και προσπάθησε να το διορθώσει χωρίς όφελος. Έτσι έθεσε τη βάση για την θεοκρατία που υπήρξε από εκείνο το σημείο και μετά στο Βυζάντιο, αλλά και στο ότι οι αυτοκράτορες από εκεί και μετά προσπαθούσαν να συνεχίσουν αυτήν την πορεία προς την μονοδοξία, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Οι επίσκοποι του τέταρτου αιώνα είχαν μεγάλη δύναμη, καθώς γύρω τους συγκεντρώνονταν πλήθη πιστών, οι οποίοι ήταν συνήθως φανατισμένοι, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά και πολύ πρόθυμοι να θυσιαστούν για να «απελευθερώσουν» την αυτοκρατορία από τους δαίμονες.
Συνήθως το «απελευθερώσουν» σήμαινε να ακρωτηριάσουν, να γκρεμίσουν ή να κάψουν οτιδήποτε είχε να προσφέρει ο αρχαίος πολιτισμός, στον οποίο κυριαρχούσαν οι δαίμονες (ελληνο-ρωμαϊκό πάνθεον, αιγυπτιακοί θεοί κλπ.). Για αυτούς τους υπέρμαχους της χριστιανοσύνης δεν ίσχυε απλώς ότι υπήρχε μόνο ένας Θεός, αλλά και ότι οτιδήποτε άλλο ήταν αυτόματα δαιμονικό, μια προσπάθεια του Διαβόλου να απλώσει το σκοτάδι στην Αυτοκρατορία. Έτσι, το 391 μ.Χ. και ύστερα από προτροπές του Πατριάρχη Θεόφιλου, ο οποίος είχε βασιστεί σε ένα έδικτο του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α’ κατά των επισκέψεων σε ναούς, ένας όχλος από χριστιανούς γκρέμισε το Σαραπείο της Αλεξάνδρειας, ακρωτηρίασε τα αγάλματα που βρίσκονταν εκεί και έκαψε τα βιβλία του παρατήματος της Βιβλιοθήκης.
Η Αλεξάνδρεια ήταν το σημαντικότερο κέντρο διανόησης και πολιτισμού της εποχής. Σε αυτή την πόλη είναι που γεννήθηκε, έζησε και βρήκε τον θάνατο της μια από τις σημαντικότερες φιλοσόφους της εποχής της, η Υπατία. Ήταν φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός και θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ως το λαμπρότερο μυαλό της Ύστερης Αρχαιότητας. Το 415 μ.Χ. ήταν μια περίοδος ταραγμένη από διαμάχες μεταξύ των χριστιανών και των εθνικών της Αλεξάνδρειας. Η Υπατία ασκούσε μεγάλη επιρροή στην πολιτική ζωή και ένας από τους στενότερους φίλους της ήταν ο έπαρχος της πόλης Ορέστης, ο οποίος βρισκόταν σε διαμάχη με τον πατριάρχη Κύριλλο. Η εμπλοκή της Υπατίας στα πολιτικά την έφερε αντιμέτωπη όχι μόνο με τους χριστιανούς, αλλά και με άλλες ομάδες, όπως οι Εβραίοι.
Η διαμάχη μεταξύ του πατριάρχη και του έπαρχου οξύνθηκε ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο και άρχισε να διαδίδεται η φήμη μεταξύ των ομάδων των χριστιανών ότι η Υπατία ήταν εκείνη που έστρεφε τον Ορέστη ενάντια στους χριστιανούς. Θεωρούσαν ότι ήταν μάγισσα και πως αν «έφευγε από την μέση» η ένταση θα υποχωρούσε. Το 415 μ.Χ., μια ομάδα χριστιανών την ακολούθησε στην Αλεξάνδρεια, την συλλάβανε και την οδήγησαν στον Καθεδρικό ναό, όπου την έκοψαν με θραύσματα αγγείων και στο τέλος την έκαψαν. Για πολλούς ιστορικούς αυτό αποτελεί την τομή μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού.
Η Ύστερη Αρχαιότητα είναι μια περίοδος γεμάτη αντιπαραθέσεις και βία. Αυτή η βία, που φαίνεται να κληρονομήθηκε στους χριστιανούς από τους Ρωμαίους, ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα για τους ανθρώπους της αυτοκρατορίας. Ο χριστιανισμός εξύμνησε το μαρτύριο σε τόσο μεγάλο βαθμό που άνθρωποι προσπαθούσαν να μαρτυρήσουν και υπήρχαν περιστατικά αυτοκτονίας με μαρτυρικό τρόπο, μέχρι που θεολόγοι είπαν ότι η αυτοκτονία είναι αμαρτία.
Η εικόνα που έχουμε για πολλά θέματα της εποχής είναι απότοκο της θρησκευτικής προπαγάνδας και διαφήμισης, όπως στην περίπτωση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τον οποίο γνωρίζουμε ως άγιο και προασπιστή της χριστιανοσύνης. Πιστεύεται ότι έχει χαθεί τεράστιος όγκος της λατινικής και της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ενώ κάποια έργα τα γνωρίζουμε μέσα από μεταγενέστερα θρησκευτικά δοκίμια. Αποτελεί μια εποχή μετάβασης με έντονες ζυμώσεις, ώστε να οδηγηθούμε στην ιδεολογία της μεσαιωνικής περιόδου, της οποίας ρίζες της εντοπίζουμε στην Ύστερη Αρχαιότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθανασιάδη, Π. (2018), Η άνοδος της μονοδοξίας στην ύστερη αρχαιότητα, Αθήνα: Εκδόσεις Εστία.
- Nixey, C. (2022), Η Εποχής του Λυκόφωτος, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.