Της Άννας-Νικολέτας Γρίβα,
Στις Πανελλήνιες Εξετάσεις του 2020, στο μάθημα της Έκθεσης, κληθήκαμε να περιγράψουμε, μεταξύ άλλων, τη «σχέση μας με την ανάγνωση βιβλίων». Πιθανόν το ερώτημα αυτό να μην αποτελεί το ιδανικότερο θέμα Έκθεσης, όμως πλέον, έχοντας ξαναβρεί τη χαρά της ανάγνωσης βιβλίων, που μου στέρησαν ομολογουμένως οι Πανελλήνιες, θεωρώ ότι ως ερώτημα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ξεφεύγοντας από τις τυπικές απαντήσεις που θα έδινε κανείς στη συγκεκριμένη εξέταση, και αναλογιζόμενη τη σχέση μου με το βιβλίο, συνειδητοποιώ ότι η ανάγνωση βιβλίων είναι στην πραγματικότητα κάτι παραπάνω από χόμπι, από μια μορφή απλής ψυχαγωγίας. Ένα καλό βιβλίο προσφέρει στον άνθρωπο μία έντονη, τολμώ να πω, πνευματική εμπειρία. Τι ονομάζεται, όμως στην πραγματικότητα «καλό βιβλίο»;
Μου πήρε χρόνια να αντιληφθώ ότι «καλό βιβλίο» είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι ένας έχει σωστή κρίση και άλλος λανθασμένη. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν λογοτεχνικά κείμενα που χρησιμοποιούν πλουσιότερο λεξιλόγιο από άλλα, πρωτότυπες παρομοιώσεις, περιγραφές πιο παραστατικές κι από ταινία. Σημαίνει, όμως, ότι δεν θα πρέπει κανείς να ντρέπεται για τις προτιμήσεις του όσον αφορά τη λογοτεχνία, αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, μουσική, ζωγραφική…
Να τονίσω, βέβαια, ότι αξίζει κανείς να δίνει μια ευκαιρία σε αναγνώσματα που δεν θα επέλεγε συνήθως. Και μπορεί να εκπλαγεί θετικά. Αυτό συνέβη άλλωστε και σε εμένα —και αποτέλεσε και τη βασική έμπνευση για το άρθρο αυτό— όταν έπεσαν στα χέρια μου βιβλία, τα οποία είναι βέβαιο πως σε ένα βιβλιοπωλείο θα είχα προσπεράσει. Μία βιογραφία περί μουσικής, ένα θρίλερ, ένα ψυχολογικού χαρακτήρα και βαθιά στενόχωρο ανάγνωσμα, ένα αυτοβιογραφικό ιστορικό, ένα με μηνύματα φεμινιστικά, κοινωνικά. Καθένα τόσο διαφορετικό από το άλλο, κι όμως τόσο ενδιαφέρον με τον δικό του τρόπο.
Περνώντας στο θέμα της φιλαναγνωσίας, και λαμβάνοντας υπόψιν την κουλτούρα που επικρατεί στη σημερινή εποχή γύρω από αυτήν, εύκολα διερωτάται κανείς: τελικά, η τεράστια προσπάθεια, τόσο των γονιών, όσο και των σχολείων, να εμφυσήσουν στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα αποδίδει, ή τους δημιουργεί ένα αίσθημα υποχρέωσης, που φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό, που τα σπρώχνει μακριά από τα βιβλία;
Μέσα από συζητήσεις με συνομηλίκους μου, αλλά και από την εμπειρία μου ως νεαρή «βιβλιοφάγος», που κατά την εφηβεία έχασε προσωρινά την αγάπη αυτή για τη λογοτεχνία, έχω καταλάβει ότι, όταν αναγκάζεται κανείς να διαβάσει, ή να μυηθεί σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, απομακρύνεται από αυτήν. Φυσικά και θα πρέπει το περιβάλλον ενός παιδιού να του δώσει πρόσβαση, και μια ώθηση προς τον μαγικό κόσμο των βιβλίων, όμως αυτή η ώθηση θα πρέπει να γίνει σταδιακά, υπολογίζοντας τις προτιμήσεις του ίδιου του παιδιού, ώστε να μην μετατραπεί σε πίεση.
Η συμβουλή μου, λοιπόν, σε κάποιον που ενώ αγαπούσε τα βιβλία, έχει χρόνια να απολαύσει ένα καλό ανάγνωσμα, σε κάποιον που ποτέ δε διάβαζε και θα επιθυμούσε να ξεκινήσει, ή σε κάποιον που αναζητεί το είδος βιβλίου που τον τραβά περισσότερο, είναι να διαβάσει. Όταν θέλει, όσο θέλει, όποιο βιβλίο αυτός επιθυμεί. Η ανάγνωση βιβλίων είναι μία διαρκής αναζήτηση, ο καρπός της οποίας είναι, θεωρώ, εξαιρετικά πολύτιμος.